Η πανδημία COVID-19 ήταν ο κύριος παράγοντας που καθόρισε τις χρηματοπιστωτικές αγορές από την αρχή του έτους που πέρασε. Η πιο σημαντική κινητήρια δύναμη των κύριων νομισμάτων κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους ήταν η ταχύτητα με την οποία οι χώρες μπόρεσαν να χορηγήσουν τα διάφορα εμβόλια στους πληθυσμούς τους. Το δεύτερο εξάμηνο του έτους, η προσοχή απομακρύνθηκε από την πανδημία και επέστρεψε σε πιο συμβατικά ζητήματα, όπως η μακροοικονομία και η νομισματική πολιτική.
Από τα μέσα του έτους, οι τιμές έχουν υποστεί απότομη άνοδο στις περισσότερες χώρες, λόγω της αυξημένης ζήτησης, καθώς χαλάρωσαν τα μέτρα για τον περιορισμό της COVID-19, ενώ παρατηρήθηκε απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας καθώς και ελλείψεις. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σε εκτίναξη του πληθωρισμού σε υψηλά δεκαετίας ή και περισσότερο σε πολλές περιπτώσεις (στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλό 40 ετών, ενώ στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός σε υψηλό 30 ετών). Σαφώς, είχε έρθει η ώρα να δράσουν οι κεντρικές τράπεζες.
Οι πρώτες κεντρικές τράπεζες της G10 που αύξησαν τα επιτόκιά τους ήταν η Norges Bank και η Reserve Bank of New Zealand. Επόμενη ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία αύξησε το επιτόκιό της κατά 15 μονάδες, στο 0,25% στη συνεδρίασή τους τον Δεκέμβριο.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ξεκίνησε επίσης τον κύκλο της σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής και στην τελευταία της συνεδρίαση ανακοίνωσε ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα λήξει το αργότερο μέχρι τον Μάρτιο. Επιπλέον, μέλη της Federal Reserve ανακοίνωσαν ότι αναμένουν έως και τρεις αυξήσεις επιτοκίων το 2022.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε στην τελευταία της συνεδρίαση ότι ο ρυθμός των αγορών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του Πανδημικού Προγράμματος Έκτακτης Αγοράς (PEPP) θα επιβραδυνθεί το επόμενο έτος, πριν από τη λήξη του προγράμματος στα τέλη Μαρτίου. Για να αποφευχθεί αυτό που η Πρόεδρος Λαγκάρντ περιέγραψε ως «βίαιη μετάβαση» στη συνέντευξη Τύπου, οι υπεύθυνοι για τη νομισματική πολιτική αποφάσισαν να αυξήσουν τις αγορές «παραδοσιακών» περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του APP (από 20.000 εκατομμύρια ευρώ το μήνα σε 40.000 εκατομμύρια ευρώ το δεύτερο τρίμηνο και να τα μειώσουν στα 30.000 εκατ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο πριν επιστρέψουν στα 20.000 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο).
Αναμένουμε ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχιστεί το 2022, με τα ποσοστά να είναι πιθανό να αυξηθούν στα προ πανδημίας επίπεδα ή και ακόμη υψηλότερα, πριν από το τέλος του επόμενου έτους. Πιστεύουμε ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει να στηρίξουν τη βρετανική λίρα στο μέλλον, καθώς η Τράπεζα της Αγγλίας προετοιμάζεται να γίνει μία από τις πιο επιθετικές κεντρικές τράπεζες της G10 το 2022.
Οι αυξανόμενες προσδοκίες για αυξήσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν προσφέρει στο δολάριο ΗΠΑ ισχυρή υποστήριξη από τα μέσα του 2021. Το δολάριο τερμάτισε πέρυσι ως το νόμισμα με τις καλύτερες επιδόσεις στην G10. Αναμένουμε ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων θα πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τον Μάιο, με δύο ή τρεις ακόμη αυξήσεις να ακολουθούν το 2022.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει περαιτέρω τις αγορές το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και σε μόλις 20 δισεκατομμύρια ευρώ από τον Οκτώβριο στο πλαίσιο του APP, ήταν από τις πιο «τολμηρές» προσδοκίες της αγοράς. Αυτό, μαζί με μια αναφορά στην πιθανή άνοδο του πληθωρισμού, εδραιώνει τη θέση μας ότι η ΕΚΤ δεν θα περιμένει πέραν του 2023 για να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια.
Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις μας για το έτος 2022 έχουν ως εξής:
- Αναμένουμε ανοδική τάση στο EUR/USD σε όλο τον προβλεπόμενο ορίζοντα, μέχρι το 2022 στο επίπεδο 1,19.
- Αναμένουμε ότι τα νομίσματα των αναδυόμενων χωρών θα ανατιμηθούν το 2022, ειδικά εκείνων των χωρών που πραγματοποιούν επιθετικές αυξήσεις στα επιτόκια (για παράδειγμα, τα περισσότερα από τα κύρια νομίσματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης).
- Γενικά, αναμένουμε ότι τα νομίσματα της G10 που παραδοσιακά συσχετίζονται με περιουσιακά στοιχεία κινδύνου (κορώνα Σουηδίας και Νορβηγίας, δολάριο Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και Καναδά, για παράδειγμα) θα έχουν καλύτερη απόδοση από τα νομίσματα ασφαλούς καταφυγίου (γιεν Ιαπωνίας, ελβετικό φράγκο).
- Πιστεύουμε ότι οι υψηλές τιμές είναι πιθανό να διατηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και ότι οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να υποτιμούν τον πλεονάζοντα πληθωρισμό και ειδικά η ΕΚΤ, η οποία εξακολουθεί να αναφέρεται στον πληθωρισμό με τη λέξη «μεταβατικός». Εάν έχουμε δίκιο και οι υψηλές τιμές επιμένουν, θα πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να επιταχύνουν τον ρυθμό των αυξήσεων των επιτοκίων.
*Του Enrique Diaz – Alvarez, Chief Risk Officer
Διαβάστε ακόμα
Στο τραπέζι νέα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων