Η κρίση εμπιστοσύνης προς την Credit Suisse, όπως καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες (σε ιστορικό χαμηλό η μετοχή, σε τιμές ρεκόρ τα ασφάλιστρα κινδύνου), φαίνεται ότι έχει αντίκτυπο και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού.
Εκεί αποδίδεται, εξάλλου, η αποχώρηση της αναπληρώτριας διευθύντριας του τμήματος διαχείρισης πλούτου (wealth management) για την περιοχή της Ασίας. Ο λόγος για την Young Jin Yee, η οποία εργαζόταν στην εμβληματική ελβετική τράπεζα τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Το υψηλόβαθμο στέλεχος υπέβαλε την παραίτησή του την προηγούμενη εβδομάδα και ενδεχομένως έχει ήδη βρει τον επόμενο σταθμό της επαγγελματικής του καριέρας, όπως δηλώνει ανώνυμη πηγή μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg.
Όμως, δεν είναι μόνο η Young. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η Credit Suisse βιώνει ένα συνεχές κύμα φυγής ταλέντων στην περιοχή της Ασίας. Ενδεικτικά, πέντε τραπεζίτες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το τμήμα του Χονγκ Κονγκ, ενώ ακόμη δύο εγκατέλειψαν την τράπεζα μέσα στον Σεπτέμβριο.
Η Young αποτελεί την πιο κρίσιμη απώλεια για την ελβετική τράπεζα. Μέχρι πρότινος ήταν αναπληρώτρια του Benjamin Cavalli, αλλά και επικεφαλής του SymAsia Foundation, μιας εταιρείας που διαχειρίζεται τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες των πλούσιων πελατών της Credit Suisse.
Το μεγάλο πρόβλημα
Τα προηγούμενα 24ώρα, οι υψηλά ιστάμενοι της Credit Suisse «πέρασαν» τον χρόνο τους, προσπαθώντας να διαψεύσουν τις φήμες που «ξεπετάγονταν» στα social media για την «υγεία» της Νο.2 ελβετικής τράπεζας και μίας εκ των μεγαλύτερων στην Ευρώπη. Φήμες, οι οποίες οδήγησαν την τιμή της μετοχής σε ιστορικό χαμηλό και το κόστος ασφάλισης έναντι μιας πιθανής χρεοκοπίας (τα γνωστά CDS) στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών.
Στο επίκεντρο της εν εξελίξει καταιγίδας, αναμφίβολα, τίθεται μία και μοναδική ερώτηση, την οποία μέχρι στιγμής κανείς δεν τολμάει να απαντήσει. Πόσο μεγάλη είναι η κεφαλαιακή τρύπα της ιστορικής -ιδρυθείσα το 1856- χρηματοπιστωτικής εταιρείας;
Τον Ιούλιο του 2022, όταν ανέλαβε τα «ηνία» ο Ulrich Koerner, το νέο «αφεντικό» βρήκε ένα… μπάχαλο. Τα διαδοχικά σκάνδαλα, όπως η κατάρρευση των funds Archegos – Greensill, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος στη Βουλγαρία, η βιομηχανική κατασκοπεία και ύποπτη πελατεία με εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, είχαν οδηγήσει σε μια μεγάλη εκροή κεφαλαίων και πελατών. Χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης ήταν ότι οι προ-φόρων ζημιές στο α’ εξάμηνο ανήλθαν σε 1,6 δισ. φράγκα.
Ο νέος διευθύνων σύμβουλος δεσμεύτηκε να παρουσιάσει στις 27 Οκτωβρίου ένα στρατηγικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Το εν λόγω σχέδιο, κατά τον ίδιο, βρίσκεται στο τελικό στάδιο οριστικοποίησης. Πιθανολογείται ότι θα περιλαμβάνει εκ βάθρων αλλαγές στον επενδυτικό τομέα, περικοπές χιλιάδων θέσεων εργασίας, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων (όπως η μονάδα διαχείρισης πλούτου στη Λατινική Αμερική), αλλά και την επαναφορά του brand name της First Boston (αμερικανική εταιρεία, την οποία είχε απορροφήσει το 1990).
Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι όλα αυτά δεν αρκούν και ότι θα απαιτηθούν επιπλέον κεφάλαια, μέσω της διαδικασίας της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ), προκειμένου να κλείσουν οι «τρύπες» του παρελθόντος και η ελβετική τράπεζα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη επενδυτών, πελατών και εταίρων. Εξάλλου, αυτό είναι και το Νο.1 ζητούμενο αυτήν τη στιγμή.
Τον προηγούμενο μήνα, η Deutsche Bank εκτιμούσε ότι η Credit Suisse θα χρειαζόταν επιπλέον κεφάλαια της τάξης των 4 δισ. φράγκων (περίπου 4 δισ. δολαρίων). Κι αυτό εξαιτίας των δαπανών αναδιάρθρωσης, της ανάγκης διεύρυνσης της επιχειρηματικής βάσης, αλλά και της πίεσης των εποπτικών αρχών για υψηλότερους κεφαλαιακούς δείκτες. Έως την περασμένη Παρασκευή, οι αναλυτές σε Keefe, Bruyette και Woods είχαν αναθεωρήσει αυτό το ποσό στα 6 δισ. φράγκα.
Για μια τράπεζα, όμως, της οποίας η κεφαλαιοποίηση έχει συρρικνωθεί μόλις στα 10 δισ. φράγκα (από τουλάχιστον 22 δισ. πριν έναν χρόνο), τόσο μεγάλες ΑΜΚ σημαίνουν ένα και μόνο πράγμα. Τεράστιο dilution (απομείωση) για τους ήδη υπάρχοντες επενδυτές, οι οποίοι έχουν επανειλημμένως κληθεί να βάλουν… πλάτη.
Γι’ αυτόν τον λόγο, μέχρι στιγμής, η διοίκηση της Credit Suisse δεν έχει τολμήσει να ψελλίσει τη λέξη «ΑΜΚ», διαψεύδοντας κάθε σχετικό σενάριο και επαναλαμβάνοντας ότι η τράπεζα είναι κεφαλαιακά ισχυρή. «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος, δεν ζητάμε από τους επενδυτές νέα κεφάλαια» δηλώνει στους Financial Times ένας από τους τραπεζίτες, ο οποίος εμπλέκεται στις τελευταίες διεργασίες.
«Θα κάνουμε πωλήσεις και εκποιήσεων περιουσιακών στοιχείων» αντιτείνει, ερωτηθείς πού θα βρεθούν τα απαιτούμενα χρήματα. Ωστόσο, οι αναλυτές θεωρούν ότι αυτές οι κινήσεις μπορούν να αποφέρουν μόλις έως 2 δισ. φράγκα. Τι θα γίνει με τα υπόλοιπα;
Η εκτίναξη των CDS σε ιστορικά υψηλά επίπεδα αποτυπώνει όλη αυτή την ανησυχία και την αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της πάλαι ποτέ κραταιής τράπεζας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, τα social media και τα διαδικτυακά φόρουμ κατακλύστηκαν από φήμες περί άμεσης κατάρρευσης. Μέχρι τη Δευτέρα είχε καταστεί σαφές ότι η επικοινωνιακή στρατηγική των Ελβετών είχε αποτύχει να καθησυχάσει τους επενδυτές.
Σήμερα, η μετοχή της τράπεζας στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης υποχωρεί κατά 2,2% και διαμορφώνεται στα 4,1 φράγκα, παρότι την Τρίτη κατάφερε να ανακάμψει πρόσκαιρα στα 4,27 φράγκα, απομακρυνόμενη από το ιστορικό χαμηλό των 3,6 φράγκων.
Διαβάστε επίσης
Πλειστηριασμοί: «Κληρώνει» για το Bella Vita και την οικογένεια Αγούδημου (pics)