Σε μια νέα πραγματικότητα προσαρμόζεται το ελληνικό Χρηματιστήριο μετά την ξέφρενη πορεία ανόδου επί 11 συνεχείς εβδομάδες και τις πολύπλευρες επιπτώσεις του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη αλλά και το «μαύρο κύκνο» της Silicon Valley Bank που αποτελεί τη μεγαλύτερη χρεοκοπία αμερικανικής τράπεζας από το 2008, η οποία αποδεικνύεται σε μια πολύ σοβαρή υπόθεση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στο εσωτερικό, η αύξηση του παράγοντα «πολιτικό ρίσκο» στη στρατηγική των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων που κρατούν τα ηνία στη χρηματιστηριακή αγορά ήταν δεδομένη και πραγματοποιήθηκε με ταχύτητα οδηγώντας σε ευρεία επανατιμολόγηση των αποτιμήσεων στην ελληνική κεφαλαιαγορά. Αποτέλεσμα ήταν μια ισχυρή πενθήμερη διόρθωση που αποτέλεσε παράλληλα πρώτης τάξεως αφορμή για κατοχύρωση κερδών για πλείστα χαρτοφυλάκια και ταυτόχρονα λειτούργησε ως ευκαιρία για επανατοποθέτηση κεφαλαίων, κάτι που αποτυπώθηκε σε έναν βαθμό στις τελευταίες συνεδριάσεις της εβδομάδας.
Ωστόσο, το πλήγμα ήταν υπολογίσιμου μεγέθους: στο πενθήμερο της διόρθωσης ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 5%, καθώς από το υψηλό οκταετίας των 1.133 μονάδων προσγειώθηκε στις 1.076 μονάδες, ενώ ενδοσυνεδριακά έφτασε έως τις κρίσιμες στηρίξεις των 1.060 μονάδων. Βέβαια, ο μεγάλος χαμένος, αναμφίβολα, ήταν ο τραπεζικός κλάδος, ο οποίος απώλεσε τουλάχιστον 10% μέσα στο επίμαχο διάστημα, απομακρυνόμενος από τα πρόσφατα υψηλά πενταετίας (933 μονάδες).
Ενδεικτικά, η Πειραιώς έχασε 15,5%, η Alpha Bank 14%, η Εθνική Τράπεζα 10% και η Eurobank 6%. Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος εξακολουθεί να μετράει κέρδη 31% μέσα στο 2023. Στα υπόλοιπα blue chips, στα οποία η διόρθωση ήταν ελαφρώς ηπιότερη (-5,5%), οι μεγαλύτερες πιέσεις ασκήθηκαν στις μετοχές των Ελλάκτωρ, Τιτάν, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και ΟΤΕ, οι οποίες απώλεσαν από 7% έως 10%. Το rebound που ακολούθησε μετρίασε σε έναν βαθμό τις απώλειες, ωστό στη συνεδρίαση της Παρασκευής ένα εντελώς απρόβλεπτο γεγονός, η κατάρρευση της Silicon Valley Bank (αλλά και οι δημοσκοπήσεις που διαβάζουν οι ξένοι και παραμένουν εξαιρετικά ευαίσθητοι σε ότι αφορά το πολιτικό μέτωπο στη χώρα) οδήγησαν την αγορά ακόμη πιο χαμηλά και από τις 1.133 μονάδες, να έχει υποχωρήσει στις 1.056 μονάδες (-6,8%) σε επτά συνεδριάσεις.
Πώς κινούνται τώρα οι ξένοι
Πλέον το ζητούμενο για την αγορά είναι να αφομοιώσει τα νέα δεδομένα και κυρίως να σταθμίσει τις πιθανές παρενέργειες από το πολιτικό σκηνικό. Παρά τις έντονες διακυμάνσεις και την αλλαγή δεδομένων, λόγω της ενίσχυσης του πολιτικού ρίσκου, το αφήγημα που οδήγησε το ελληνικό Χρηματιστήριο να πραγματοποιήσει ένα σημαντικό ράλι με απόδοση 42% για τον Γενικό Δείκτη (και σημαντικά μεγαλύτερο για δεκάδες μετοχές από την υψηλή μέχρι τη μικρή κεφαλαιοποίηση) από τον περασμένο Οκτώβριο μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου. Είναι χαρακτηριστικό πως ήδη στο α’ δίμηνο του 2023 οι συνολικές εισροές από ξένα χαρτοφυλάκια στο Χρηματιστήριο Αθηνών ανέρχονται σε 200 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσοστό των ξένων στις συναλλαγές αυξήθηκε στο 56,4% από 54,5% τον Ιανουάριο.
Η σταθερή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, η αναμενόμενη επενδυτική βαθμίδα, τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι από τους βασικούς λόγους που η Ελλάδα μπήκε ξανά στα ραντάρ των επενδυτών. Παρά την επιστροφή σε έναν βαθμό της πολιτικής αβεβαιότητας (στην παρούσα φάση, καθώς ο χρόνος των εκλογών έχει επιμηκυνθεί), η μεγάλη εικόνα δεν έχει μεταβληθεί. Επιπλέον, τα βελτιωμένα θεμελιώδη των ελληνικών μετοχών, το discount των ελληνικών τραπεζών έναντι του κλάδου στην Ευρώπη, τα ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα που οι εισηγμένες ξεκίνησαν να ανακοινώνουν και οι μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες που κλείνονται (ΔΕΗ – Enel) και αυτές που δρομολογούνται κρατούν την αγορά σε θετική τροχιά. Παράλληλα, στον τραπεζικό κλάδο η προοπτική διανομής μερίσματος και οι εξελίξεις με τα ποσοστά του ΤΧΣ διατηρούν το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πονοκέφαλος τα επιτόκια
Στον αντίποδα, θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη το διεθνές περιβάλλον, συγκεκριμένα η επιθετική πολιτική των κεντρικών τραπεζών στο ζήτημα των επιτοκίων. Το Χ.Α. παραμένει μια αναπτυσσόμενη αγορά που είχε φτάσει να καταγράφει την υψηλότερη απόδοση διεθνώς μέχρι πριν από μία εβδομάδα, κινούμενη με σημαντικό βαθμό αυτονομίας έναντι της πλειονότητας.
Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός πως οι κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που έχουν πιάσει την μπαγκέτα και δίνουν τον ρυθμό στις αγορές. Η προ ημερών αναφορά του επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, πως είναι πολύ πιθανό να δούμε και αυξήσεις πέραν του 5,1%, ακόμη και 6% για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, κλυδώνισαν τη Γουόλ Στριτ και τις περισσότερες αγορές, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η ΕΚΤ.
Αν η ελληνική αγορά μπορέσει να συνεχίσει να αυτονομείται θα φανεί στο επόμενο διάστημα. Θεωρητικά, η Ελλάδα εξυπηρετεί τον δανεισμό της με κλειδωμένα επιτόκια. Επίσης, σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων θεωρητικά ευνοείται ο τραπεζικός κλάδος. Ετσι, με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά την ανησυχία σε ποιο βαθμό η SVB αποτελεί ή όχι συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό κλάδο των ΗΠΑ και το τεχνολογικό οικοσύστημα να παραμένουν ο μεγάλος άγνωστος Χ, προς το παρόν η αγορά αναζητά νέο momentum.
Διαβάστε ακόμη
Υψηλό ενδιαφέρον: Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί θέλουν να αγοράσουν ακίνητα στην Ελλάδα