Θέμα χρόνου αποτελεί να καταστεί αρνητικό το spread μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων, γράφει η Capital Economics, αφού όπως αναφέρει οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων σύντομα θα υποχωρήσουν περισσότερο από εκείνες των ιταλικών.

Όπως αναφέρει η Capital Economics, το ιταλικό χρέος είναι λιγότερο βιώσιμο από ό,τι αυτό της Ελλάδας, ενώ ο πολιτικός κίνδυνος είναι υψηλότερος στην Ιταλία.

Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται ελαφρώς υψηλότερα από την αντίστοιχη απόδοση του ιταλικού ομολόγου. Το ενδεικτικό κόστος δανεισμού για το ελληνικό 10ετές υποχωρεί στο 1,15%, μειωμένο κατά 3% σε σχέση με το άνοιγμα. Η απόδοση του πενταετούς ομολόγου υποχωρεί ακόμη πιο ραγδαία, καθώς σήμερα υποχώρησε κάτω και από το επίπεδο του 0,40% – μια υποχώρηση της τάξης του 12%.

Δεδομένης της αδύναμης ανάπτυξης της ιταλικής οικονομίας, της δυναμικής του χρέους και του υψηλού πολιτικού ρίσκου, το αρνητικό spread είναι θέμα χρόνου. Συγκεκριμένα, το spread των ιταλικών με τα ελληνικά ομόλογα μειώθηκε στις 12 μονάδες αυτή την εβδομάδα, στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που ξεκίνησε η κρίση, με τον οίκο να θεωρεί ότι θα μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.

Η πρόβλεψη του οίκου είναι ότι το spread θα μηδενιστεί έως τα τέλη του έτους και θα καταστεί αρνητικό από το 2020, σημειώνοντας ότι δεν θα αποτελέσει έκπληξη κάτι τέτοιο να συμβεί νωρίτερα.

 

Η απόφαση του ESM να επιτρέψει στην Ελλάδα την πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού, τονίζει η Capital Economics.

Την ίδια ώρα, το πολιτικό ρίσκο στην Ιταλία είναι αυξημένο, με τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι να παραμένει το ισχυρότερο κόμμα, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις περιφερειακές εκλογές της Ούμπρια.

Την ίδια ώρα, τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν μη επιλέξιμα για τον νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ.
Ωστόσο, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας είναι υψηλότερη κατά πέντε μονάδες σε σχέση με τα μέσα του 2015, όταν υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, ενώ επίκεινται αναβαθμίσεις εφόσον η νέα κυβέρνηση εφαρμόσει με επιτυχία τις μεταρρυθμίσεις. Στον αντίποδα, η Ιταλία έχει υποβαθμιστεί κατά μία μονάδα έκτοτε, με το outllok να είναι αρνητικό. Ως εκ τούτου, το χάσμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων μεταξύ των δύο χωρών, έχει συρρικνωθεί.