Στις αγορές βγήκε σήμερα επιτυχώς η Αθήνα επιδιώκοντας την άντληση 2,5 δισ. ευρώ, ώστε να επιτύχει τον ετήσιο στόχο της συγκέντρωσης 7 δισ. ευρώ, αλλά και την προσέλκυση επενδυτών «υψηλής ποιότητας».
Οι προσφορές ξεπέρασαν τα 12,5 δισ. ευρώ, ενώ το επιτόκιο, λόγω της υψηλής ζήτησης διαμορφώθηκε τελικά στο στο 1,9% – χαμηλότερα από το 2,1% που ήταν οι πρώτες εκτιμήσεις.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα προσέλαβε τις Barclays, BofA Merrill Lynch, Deutsche Bank, Morgan Stanley, Nomura και Societe Generale για να οργανώσουν την έκδοση.
Η Ελλάδα πώλησε επταετή ομόλογα τον Φεβρουάριο του 2018, συγκεντρώνοντας 3 δισ. ευρώ με απόδοση 3,5%. Αυτή τη φορά το υπουργείο Οικονομικών προσπαθεί να εξασφαλίσει περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ με πολύ χαμηλότερο κόστος, σχολιάζει το πρακτορείο Bloomberg.
Όπως έγραφε νωρίτερα το NM, μέχρι τώρα οι εκδόσεις ομολόγων στα χρόνια του Μνημονίου στόχευαν να επιστρέψει η χώρα στις αγορές και να καλύψει τρέχουσες ανάγκες χρηματοδότησης. Με την νέα έκδοση, επιχειρεί να επιστρέψει στην κανονικότητα, όπου οι επενδυτές θα μπαίνουν σε μια αγορά με βάθος, επιλέγοντας να διαβάζουν τεχνικά στοιχεία των αγορών αντί για …Εκθέσεις των θεσμών.
Το στοίχημα του νέου οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι, μόλις κλείσει –αυθημερόν- το βιβλίο προσφορών, να αποδειχθεί ότι αγοραστές ήταν κυρίως μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές και ασφαλιστικά Ταμεία που θα διακρατήσουν μέχρι τη λήξη τους τα νέα ομόλογα, αντί για καιροσκοπικά funds που μπαινοβγαίνουν επιθετικά ή «ξεφορτώνουν» κατά βούληση τα κρατικά ομόλογα.
«Εθνικός» στόχος είναι πλέον, όπως λένε στην κυβέρνηση, να αποκτήσει το ελληνικό Δημόσιο την απαραίτητη «καμπύλη αποδόσεων» των επιτοκίων για τα ομολόγά του σε βάθος χρόνου, με βάση την οποία θα μπορούν μελλοντικά οι υποψήφιοι επενδυτές να σχηματίζουν άποψη και να λαμβάνουν αποφάσεις για τοποθετήσεις στην αγορά ελληνικών ομολόγων.
Μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει επιστροφή στην κανονικότητα τιμολόγησης των κρατικών τίτλων από τις αγορές.
Μάλιστα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα των επενδυτών που θα προσελκύσει η νέα έκδοση, παρά το ύψος του επιτοκίου παρότι, εκ των πραγμάτων, θα είναι τουλάχιστον 40% χαμηλότερο από εκείνο του αντίστοιχου ομολόγου το οποίο εκδόθηκε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, πριν περίπου ενάμισι χρόνο (αναμένεται κοντά στο 2% ετησίως, ενώ εκείνο του Φεβρουαρίου 2018 είχε κουπόνι 3,375%).
Και είναι η αυτή η διαφορά αποδόσεων εν σχέσει με το πρόσφατο παρελθόν, που καθιστά την νέα έκδοση ιδιαίτερα σημαντική και «πιλότο» για τις αγορές προκειμένου να εμπιστευθούν και άλλα κεφάλαιά τους σε επόμενες εκδόσεις με σταθερά χαμηλότερο επιτόκιο, συμβάλλοντας στην ταχύτερη και δραστική μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας.