Στην εποχή της ψηφιακής μετάβασης θεωρείται αυτονόητο ότι η κάθε επιχείρηση, όποιο μέγεθος και αν διαθέτει, σε όποιον κλάδο και αν ανήκει, σε όποιο καταναλωτικό κοινό και αν απευθύνεται, οφείλει να χαράξει το δικό της μονοπάτι εξέλιξης, με βάση τις ξεχωριστές ανάγκες της: από ένα εμπορικό κατάστημα, το οποίο δεν ανήκει σε μια μεγάλη αλυσίδα, μέχρι μια βιομηχανία, έναν ενεργειακό ή τηλεπικοινωνιακό όμιλο, μια τράπεζα ή μια ναυτιλιακή εταιρεία.
Τα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αυτά παραδείγματα καταγράφουν επί της ουσίας το εύρος του Ψηφιακού Μετασχηματισμού που επιχειρείται στην ελληνική οικονομία, καθώς και την σημασία την οποία αποκτά το γεγονός ότι κάθε οργανισμός οφείλει να καταγράφει τα «θέλω», τους στόχους και τις προτεραιότητές του με βάση τις ανάγκες του και να πορεύεται με οδηγό αυτά.
Σημαντική παράμετρος θεωρείται η ψηφιακή ωριμότητα που διακρίνει μια επιχείρηση, κάτι από το οποίο εξαρτάται το ύψος και το είδος των επενδύσεων που χρειάζεται για να καταστεί βιώσιμη και ανταγωνιστική και να αναπτυχτεί με τους επιθυμητούς ρυθμούς, όσο και τα χρονοδιαγράμματα υλοποίησής τους.
Όπως είχε επισημανθεί από κορυφαίους φορείς της ελληνικής επιχειρηματικότητας π.χ. ως προς τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό του λιανικού εμπορίου, πρόκειται για μια διαδικασία που «ζητά» πόρους και τεχνογνωσία.
Τα προηγούμενα χρόνια η πανδημία εξώθησε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε έναν βίαιο Ψηφιακό Μετασχηματισμό, ο οποίος παρουσίασε ορισμένες ασυνέχειες. Κυρίως επειδή απαιτείται μια άλλη επιχειρηματική κουλτούρα και μια πολύπλευρη ανασυγκρότηση διαδικασιών εντός των ΜμΕ, κάτι που προϋποθέτει χρόνο και σχεδιασμό, σύμφωνα με θέση την οποία έχει διατυπώσει ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας.
Ο ίδιος στάθηκε, ανάμεσα σε άλλα, στην αρχική επιφυλακτικότητα μέρους των μικρότερων επιχειρήσεων απέναντι σε αυτόν τον μετασχηματισμό, είτε επειδή δεν διέθεταν την τεχνογνωσία ή τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να υιοθετήσουν τεχνολογίες αιχμής, είτε επειδή θεωρούσαν ότι η νέα πραγματικότητα δεν θα τις «αγγίξει».
Εν κατακλείδι, συμπέρανε ότι η μετάβαση σε ένα άλλο «υβριδικό» περιβάλλον κρίνεται απαραίτητη, καθότι το εμπόριο «αυτοματοποιείται».
Οι online αγορές έχουν κερδίζει έδαφος και το e-commerce συνδυάζεται με τις πωλήσεις μιας επιχείρησης σε φυσικά καταστήματα, μα όχι μόνο.
Με τους καταναλωτές συνδεδεμένους περισσότερο από ποτέ άλλοτε με το διαδίκτυο και με τις ψηφιακές τεχνολογίες να προσφέρουν προοπτικές και ευκαιρίες υψηλότερης και ταχύτερης ανάπτυξης, η προσαρμογή στις ψηφιακές υποδομές όπως ένα ολοκληρωμένο e-shop, η διαχείριση ενός όγκου δεδομένων, το ψηφιακό μάρκετινγκ συμπεριλαμβανομένης της προβολής μέσω των social media κ.ά. θεωρείται πια απαραίτητη ακόμα και για ένα μικρό εμπορικό κατάστημα, ώστε να καταστεί ανταγωνιστικό και να διεκδικήσει μεγαλύτερες πωλήσεις και κερδοφορίες.
Εφοδιαστική αλυσίδα και Βιομηχανική Επανάσταση
Οι ψηφιακές τεχνολογίες αλλάζουν ριζικά το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, όπως έχει τονιστεί και μέσα από την Βίβλο του Ψηφιακού Μετασχηματισμού.
Επίσης ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις σήμερα χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό Πληροφοριακά Συστήματα υποστήριξης των επιχειρησιακών διαδικασιών τους, καθώς και υποστήριξης πελατών και εφοδιαστικής αλυσίδας.
Μέσα σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο εύρος ψηφιακών διαδικασιών, περιλαμβάνονται τομείς όπως η οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστεί πιο αποδοτική και πιο ασφαλής ως προς τους πιθανούς κινδύνους για την διατάραξή της και την αποφυγή τους, η ενίσχυση των Πληροφοριακών Συστημάτων και ψηφιακών υπηρεσιών σε σχέση με τον εξαγωγικό προσανατολισμό των επιχειρήσεων, η αύξηση της αναγνωρισιμότητας και της εμπιστοσύνης στις πλατφόρμες και τους δικτυακούς τόπους του ελληνικού ψηφιακού επιχειρείν σε ό,τι αφορά διασυνοριακές συναλλαγές κ.ά.
Η ανάγκη για την δημιουργία νέων οικοσυστημάτων συμβαδίζει με την επιτάχυνση του Ψηφιακού Μετασχηματισμού της οικονομίας.
Ένα από τα μότο της ψηφιακής εποχής είναι και το ότι βαδίζοντας διεθνώς με επιταχυνόμενους ρυθμούς προς την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να αναζητούν πρόσβαση σε πολύτιμους πόρους για να υλοποιήσουν επιχειρησιακά μοντέλα που θα τους εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται.