Σε μια εποχή γεμάτη προκλήσεις και απαιτήσεις, ο χρόνος δεν πρέπει να χάνεται από κανέναν. Ωστόσο, αναπόφευκτα κάποιοι βρίσκονται μπροστά στην «κούρσα» της επίτευξης των στόχων μιας βιώσιμης ανάπτυξης και άλλοι μένουν πιο πίσω.

Σε αυτό το «μέτωπο», υπάρχουν λοιπόν οι επιχειρήσεις που προηγούνται στη μάχη περιορισμού (ή και μηδενισμού) του ανθρακικού αποτυπώματος. Θετικό είναι το παράδειγμα το οποίο δίνουν αρκετές μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες (ή και ισχυροί όμιλοι άλλων κλάδων), οι οποίες τοποθετούνται λογικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Υιοθετώντας και υλοποιώντας την εφαρμογή ανάλογων μέτρων και στρατηγικών καταφέρνουν να μειώνουν τους ρύπους και παράλληλα να «δείχνουν» τον δρόμο και σε άλλες επιχειρήσεις, ενδεχομένως μικρότερου μεγέθους.

Με σημαντικού ύψους επενδύσεις, που ωστόσο αποφέρουν σε βάθος χρόνου τα ζητούμενα οφέλη. Όμιλοι από τους κλάδους της ενέργειας, του εμπορίου, των τηλεπικοινωνιών κ.λπ. ακολουθούν με συνέπεια την ίδια στρατηγική, σε κάθε επίπεδο των δραστηριοτήτων τους. Και δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Όπως αναφέρεται σε άρθρα ειδικών και σε μελέτες, ως γενικότερο συμπέρασμα, η Ελλάδα εργάζεται ενεργά για τη μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος στον κτιριακό τομέα και σε ολόκληρη την οικονομία της με φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα και την ενέργεια.

Η χώρα διανύει ήδη μια πορεία επίτευξης καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, ευθυγραμμιζόμενη με τους κλιματικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται προς αυτή την κατεύθυνση, συμπεριλαμβάνουν τη σημαντική μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, ιδίως λιγνίτη, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την αντίστοιχη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Πολλές ελληνικές βιομηχανίες, μεγάλοι εμπορικοί όμιλοι, ενεργειακοί κ.ά., επενδύουν στην κατασκευή φωτοβολταϊκών κατά κύριο λόγο για την παραγωγή της καθαρής ενέργειας που χρειάζονται για τις ανάγκες των εγκαταστάσεών τους και με αυτό τον τρόπο υπηρετούν τους στόχους.

Η μείωση ωστόσο του ανθρακικού αποτυπώματος του κτιριακού τομέα στην Ελλάδα απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες αθροιστικά για την περίοδο 2023-2030 ανέρχονται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.

Κορυφαίοι ενεργειακοί όμιλοι της Ελλάδας έχουν θέσει ως στόχο να μειώσουν δραστικά το ανθρακικό τους αποτύπωμα, ώστε να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των αιτιών και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, να οδηγηθούν σε ενεργειακό μετασχηματισμό και να εξελιχθούν σε μια εταιρεία ουδέτερου (net zero) αποτυπώματος άνθρακα μέχρι το 2050, με ιδιαίτερα μεγάλες επενδύσεις και στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.

Σε αυτόν τον τομέα μάλιστα έχουν ήδη προηγηθεί υπογραφές συμφωνιών για στρατηγικές συνεργασίες, για εξαγορές χαρτοφυλακείων ΑΠΕ, ανάπτυξη άλλων κ.λπ., με συνολική αξία αρκετών δισ. ευρώ.

Ταυτόχρονα, τοποθετούν τον μετριασμό αλλά και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πυρήνα της στρατηγικής τους για βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ αποτυπώνουν και διαχειρίζονται τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προκύπτουν, στο πλαίσιο του αποτελεσματικού σχεδιασμού των δράσεων τους.

Σε επίπεδο παραγωγής, συναντούμε παραδείγματα ελληνικών βιομηχανιών οι οποίες μπορούν και μειώνουν το ανθρακικό αποτύπωμα ορισμένων διαδικασιών ακόμα και σε ποσοστά που φτάνουν το 80% (με βάση δικές τους παραδοχές).

Προς αυτόν τον σκοπό, ακολουθούν μια σταθερή στρατηγική επενδύσεων και έμφασης στην έρευνα και ανάπτυξη για βιώσιμες, καινοτόμες λύσεις που αυξάνουν τη βιωσιμότητα και την υπεραξία των προϊόντων τους.

Συμπερασματικά, η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος προκύπτει με ποικίλους τρόπους, σε μια προσπάθεια πολυετή, με πολύ δρόμο ακόμα μέχρι την επίτευξη όλων των στόχων της.