Το διάστημα της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης δεν θα πρέπει να το αναλογιστούμε ως χρόνο εσωστρέφειας και απομόνωσης, αλλά αντιθέτως ως μια ευκαιρία και ένα προμήνυμα για το μέλλον.
Με την άρση των περιοριστικών μέτρων η αισιοδοξία επιστρέφει και οι ελληνικές επιχειρήσεις μπαίνουν σταδιακά σε κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας, αλλά και ανάπτυξης. Ιστορικά, μετά από περιόδους κρίσεων, αναμένεται εκθετική ανάπτυξη και επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Προκειμένου όμως αυτή η ανάπτυξη να είναι βιώσιμη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο και όχι από την κλασσική γραμμική οικονομία (παραγωγή-κατανάλωση-απόρριψη): αυτό της κυκλικής οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τις νέες ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, ξεκινώντας την αναδιαμόρφωση του παλαιότερου Εθνικού Σχεδίου για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, έχοντας παράλληλα θέσει ως προτεραιότητα για το διάστημα 2021-2025 την υλοποίηση των δράσεων του νέου «Εθνικού σχεδίου για την κυκλική οικονομία».
Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να διαμορφώσει για τη χώρα θερμότερες συνθήκες και μεγαλύτερες περιόδους ξηρασίας, με συχνότερη παρουσία ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι υποδομές δεν επαρκούν και οι πιθανότητες διακοπής της παραγωγικής διαδικασίας των βιομηχανιών για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα αυξάνονται σημαντικά δημιουργώντας ζητήματα βιωσιμότητας.
Παράλληλα, το 50% της ελληνικής επικράτειας κινδυνεύει με ερημοποίηση μέσα στην επόμενη εικοσαετία. Επομένως η πρόληψη για την διαφύλαξη των υδάτινων πόρων και για την αποφυγή φαινομένων ερημοποίησης πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο, τόσο σε ατομικό και τοπικό, όσο και σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο.
Πριν μερικούς μήνες γνωστοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος πως το μακροπρόθεσμο κόστος για τη χώρα, εάν δεν υιοθετηθούν τα απαραίτητα μέτρα για την κλιματική μετάβαση, θα ανέλθει στα 700 δισ. Ευρώ, με τις προβλέψεις αυτές να είναι εξαιρετικά βάσιμες, εάν παρατηρήσει κανείς την ένταση των κλιματικών φαινομένων τα τελευταία έτη.
Επομένως είναι σημαντικό η χώρα να μεταβεί σε ένα ισορροπημένο, πράσινο, οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, που θα βασίζεται στις αρχές της κυκλικής οικονομίας και θα συμπληρώνεται από καινοτόμες εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Παράλληλα, στο επίκεντρο του επιχειρησιακού σχεδιασμού πρέπει να ενσωματωθούν και τα ESG (Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά, Διακυβέρνησης) κριτήρια προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του Green Deal για το 2050. Οι ελληνικές επιχειρήσεις από την πλευρά τους καλούνται να μειώσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους μέσα από την εφαρμογή τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, την επαναχρησιμοποίηση του νερού και των αποβλήτων τους, αλλά και μέσω της ανάπτυξης συνεργειών και δράσεων βιομηχανικής συμβίωσης.
Τέλος, ως το 2027, το 30% τουλάχιστον του προϋπολογισμού της Ε.Ε. θα χρησιμοποιηθεί για την Πράσινη μετάβαση, γεγονός που μεταφράζεται συνολικά σε 550 δισ. σε επενδύσεις και οι συνολικές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 1 τρις μέχρι το 2030, με τους νέους ESG κανονισμούς να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο διαφάνειας για τους επενδυτές, διευκολύνοντας τη ροή ιδιωτικών κεφαλαίων και επιταχύνοντας περαιτέρω τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία.
*Του Δημήτρη Πειρουνάκη, Supervising Senior Advisor, Consulting, KPMG στην Ελλάδα