Καλό, αγνό, γνωστό, φθηνό… Μακάρι να ίσχυε κάτι από τα παραπάνω για το χύμα κρασί που γεμίζει το ποτήρι μας.
Το χύμα είναι η κατηγορία κρασιού που με βεβαιότητα δεν εγγυάται καμία από τις αρετές που υπόσχεται. Ισως μόνο λίγο την έννοια της τιμής, αν και οι διάφορες μορφές τυποποιημένου κρασιού που προσφέρονται σήμερα στην αγορά θέτουν ακόμα και την οικονομική υπεροχή τού χύμα υπό αμφισβήτηση.
Στήρα, καραβίδες, χύμα…
Ομως ακόμα και να δεχτούμε ότι το χύμα είναι η πιο οικονομική επιλογή -κάτι που τίθεται υπό αμφισβήτηση από πολλές τυποποιημένες ετικέτες- δεν είναι αυτή που το φέρνει στα ποτήρια των περισσοτέρων θιασωτών του είδους. Και σίγουρα όχι σε αυτών που το έχουν δίπλα σε μια 4κιλη στήρα των 400 και βάλε ευρώ και σε ένα βουνό από καραβίδες που αξίζουν όσο το ΑΕΠ μιας μικρής Αφρικανικής χώρας!
Είναι η πεποίθηση ότι το χύμα είναι καλύτερο, αγνότερο και …δοκιμασμένο αυτό που ωθεί μια μερίδα καταναλωτών να το προτιμήσουν, με την αστικοποίηση της Ελλάδας που έλαβε χώρα τις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μεταφέρουν ήθη, έθιμα και γευστικές μνήμες του χωριού στην πόλη. Ετσι με τα αρώματα της οξείδωσης από το βαρελάκι του παππού και τις εικόνες από το 250αράκι κατρούτσο να αδειάζει με κάθε γύρα στα κρασοπότηρα έντονα καρφωμένα στο μυαλό, το τυποποιημένο -και δη το εμφιαλωμένο κρασί- φάνταζε ως ο απόλυτος εχθρός. Και ως τέτοιος έπρεπε να αποδομηθεί, με την έλλειψη γνώσης και την αποφυγή δοκιμής καλών, εμφιαλωμένων κρασιών να συντηρούν τον μύθο μέχρι και σήμερα.
Μύθος που σαν θεμέλιο λίθο έχει την πεποίθηση ότι το χύμα είναι αγνότερο και καλύτερο, αφού κανένα χημικό δεν προστίθεται σε αυτό ενώ την ίδια στιγμή ο παππούς καλλιεργεί το αμπελάκι του και οινοποιεί τα σταφυλάκια του με μεράκι που θα έκανε ακόμα και τον Christian Moueix στο Petrus να χλομιάζει! Με τη μόνη διαφορά βέβαια ότι το χύμα σχεδόν ποτέ δεν προέρχεται απ’ αυτόν αλλά από νόμιμα ή παράνομα οινοποιεία -πολλές φορές μάλιστα ευρισκόμενα σε γειτονικές, εκτός Ελλάδας χώρες- που σίγουρα δεν είναι σε θέση να παράγουν ποιοτικά και “αγνά” κρασιά με τους περιορισμούς κόστους που θέτει το χύμα.
Το σακουλάκι του παππού
Ακόμα πάντως και αν κανείς ζει με την ψευδαίσθηση ότι κάποιος παππούς είναι υπεύθυνος για το κρασί στο καραφάκι του, ποτέ δεν τον έχει παρακολουθήσει μέχρι το οινολογικό εργαστήριο της περιοχής του και ποτέ δεν έχει αναλύσει το σακουλάκι με το οποίο φεύγει απ’ αυτό. Γιατί αν το έκανε θα διαπίστωνε ότι η συντριπτική πλειοψηφία ενός τυποποιημένου κρασιού από ένα ποιοτικό οινοποιείο είναι πολύ αγνότερο. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι αντίθετο άλλωστε, αφού η παραγωγή κρασιού είναι πάνω από όλα μια επιστήμη που απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, αλλά και πανάκριβο εξοπλισμό προκειμένου το κρασί να προστατευτεί από τον χειρότερο εχθρό του που είναι το οξυγόνο.
Οσο λιγότερη επομένως είναι η ικανότητα προστασίας από το τελευταίο, τόσο περισσότερα και τα συντηρητικά -με πρώτο και καλύτερο τον θειώδη ανυδρίτη- που πρέπει να προστεθεί προκειμένου το κρασί να μην οξειδωθεί. Και αν αυτά ελέγχονται αυστηρά στην περίπτωση των τυποποιημένων κρασιών, δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση των -έτσι και αλλιώς ασύδοτων- χύμα, με έρευνες που έχουν κατά καιρούς διενεργηθεί να βρίσκουν το 70% εξ αυτών πάνω από τα ανώτατα όρια που ισχύουν για τα θειώδη! Πάντως ακόμα και αν κάποιος είχε κάθε διάθεση να παράξει ένα απόλυτα αγνό κρασί, που δεν θα απολάμβανε ποτέ την θαλπωρή μιας φιάλης, οι πιθανότητες να μην βρεθεί με ένα ξίδι εντός λίγων μηνών είναι λιγότερες και από αυτές του να κερδίσει το τζακ ποτ στο Powerball!
1,5€ το σταφύλι 2,5€ το κρασί; Τα κόκαλα του Alfred Weber τρίζουν!
Εξίσου μαύρα είναι τα πράγματα όσον αφορά στην ποιότητα, αρχής γενομένης από το αμπέλι. Γιατί πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα αφελής ή παραδόπιστος για να πιστέψει ότι κάποιο πραγματικά καλό σταφύλι θα βρει θέση σε ένα χύμα των 2-3€ ανά λίτρο, ενώ θα μπορούσε εύκολα να πουληθεί σε πολλαπλάσια τιμή σε ένα σοβαρό οινοποιείο το οποίο θα το οινοποιούσε σωστά, θα το εμφιάλωνε και με βάση την ποιότητά του θα το πουλούσε τουλάχιστον 10€ ανά φιάλη. Κακή ποιότητα, μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις, χρήση επιτραπέζιων σταφυλιών και επιλογή φθηνού μούστου από τις τελευταίες “παρτίδες” του πιεστηρίου είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στο χύμα κρασί.
Πάντως ακόμα και αν όλο το σύμπαν βρισκόταν σε συναστρία και ένα χύμα της προκοπής κατάφερνε να βγει από τη δεξαμενή ή το βαρέλι, είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι δεν θα παρέμενε ως τέτοιο μέχρι να φθάσει στο ποτήρι. Η έλλειψη οποιασδήποτε προστασίας από το οξυγόνο που συνεπάγεται η πώληση σε ένα διάφανο πλαστικό μπουκάλι ή σε οποιοδήποτε μεγάλο περιέκτη, αλλά και η ταλαιπωρία που υφίσταται το κρασί εξαιτίας αυτής, θα ήταν ικανή να γκρεμίσει μέσα σε ελάχιστες μέρες τον πύργο της ποιότητας, ακόμα και αν αυτός ονομαζόταν Chateau Latour!
Οπως κανείς μπορεί να παρατηρήσει, στο κείμενο χρησιμοποιήθηκε επί το πλείστον ο όρος “τυποποιημένο” και όχι “εμφιαλωμένο”, μιας και στον αντίποδα του χύμα βρίσκονται όχι μόνο τα επώνυμα κρασιά σε μπουκάλι, αλλά και σε άλλες συσκευασίες όπως τα tetra pack. Μάλιστα σε χώρες με υψηλή οικολογική όσο και αθλητική συνείδηση, όπως η Σουηδία, μπορεί κανείς να βρει σε τέτοιες συσκευασίες κρασιά και από μυθικά οινοποιεία όπως το Ornellaia!
Gucci no name
Τελευταία, αλλά διόλου αμελητέα, προβλήματα του χύμα κρασιού είναι η έλλειψη συνέπειας και ταυτότητας. Ναι, το placebo effect μπορεί να παίζει τα δικά του όμορφα παιχνίδια, όμως είναι απολύτως βέβαιο ότι το “πάντα λουκούμι” χύμα του Γιώργη δεν είναι ποτέ το ίδιο ούτε από φορά σε φορά ούτε από χρονιά σε χρονιά. Οσο για την έλλειψη ταυτότητας, αυτή δεν αφορά μόνο τον έλεγχο σε όλα τα επίπεδα και τη διασφάλιση της ποιότητας, αλλά και την ίδια την ευχαρίστηση που προσφέρει η ιδιοκτησία και η κατανάλωση ενός καταξιωμένου προϊόντος. Αν διαφωνείτε ξεκολλήστε το μεταλλικό GG από την Gucci τσάντα σας, αφαιρέστε το αστέρι και το όνομα από τη Mercedes σας και βουρ για χύμα στο καπηλειό…
Φωτογραφίες: Getty images / Ideal Image