Στο απομονωμένο νησί του Ινδικού Ωκεανού, που ανήκει στην Αυστραλία, η 25η Δεκεμβρίου είναι σχεδόν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Πώς είναι να περνάς τα Χριστούγεννα στο Νησί των Χριστουγέννων; Το μυαλό πηγαίνει αυτόματα σε φαντασμαγορικές εκδηλώσεις, Άγιους Βασίληδες παντού, έλκηθρα, κάλαντα και χριστουγεννιάτικα δέντρα. Δεν χρειάζεται παρά μια μικρή έρευνα για να διαπιστώσει κανείς ότι το νησί των Χριστουγέννων δεν… γιορτάζει τα Χριστούγεννα! Ή, τέλος πάντων, δεν τα γιορτάζει όπως θα άρμοζε στο όνομά του.
Αυτό το απομονωμένο νησί στον Ινδικό Ωκεανό, με έκταση 135 τ.χλμ. (ελάχιστα μεγαλύτερο από τη Τζια) και πληθυσμό κάτι παραπάνω από 1.500 ψυχές, βιώνει κάθε χρόνο την ημέρα των Χριστουγέννων με κάποια αμηχανία. Η γιορτή μπορεί να είναι επίσημη, ωστόσο συμμετέχει μόνο ένας στους δέκα κατοίκους του. Για τους υπόλοιπους είναι μια φολκλορική γιορτή, περίπου όπως εμείς αντιμετωπίζουμε π.χ. τις εκδηλώσεις για την κινεζική πρωτοχρονιά. Κι αυτό, επειδή στο Νησί των Χριστουγέννων, το οποίο διοικητικά αποτελεί Εξωτερική Περιοχή (external territory) της Αυστραλίας, μόνο το 12,5% των σημερινών κατοίκων του είναι χριστιανοί. Πάντα, βέβαια, αποτελούσαν μειοψηφία σ’ αυτό το απομονωμένο νησί που βρίσκεται μακριά από τις δημοφιλείς θαλάσσιες διαδρομές και για αιώνες υπήρξε ένας από τους πιο ανέγγιχτους τόπους του πλανήτη.
Ενα… ξεχασμένο νησί
To Νησί των Χριστουγέννων ονομάστηκε έτσι διότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι το αντίκρυσαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1643. Ο Γουίλιαμ Μάινορς, καπετάνιος του πλοίου Βασίλισσα Μαρία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, σημείωσε την ύπαρξη του νησιού στο ημερολόγιό του, την ανέφερε στο βρετανικό Ναυαρχείο για να συμπεριληφθεί στους χάρτες και… το ξέχασε. Το νησί άρχισε να εμφανίζεται στους χάρτες της περιοχής, βρετανικούς και ολλανδικούς, μετά το 1666.
Ένας άλλος Άγγλος καπετάνιος, ο Γουίλιαμ Ντάμπιερ, ήταν ο πρώτος που αποβιβάστηκε στο νησί, το 1688. Όπως κατέγραψε στο δικό του ημερολόγιο, βρήκε πολλά παράξενα φυτά, ολόκληρες περιοχές καλυμμένες με τόνους από… περιττώματα πουλιών, αλλά κανέναν άνθρωπο. Και η δική του αναφορά ξεχάστηκε για πάνω από 1,5 αιώνα! Η Βρετανία δεν είχε μπει καν στον κόπο να κατοχυρώσει το νησί ως δικό της, επειδή κανένας άλλος δεν ενδιαφερόταν. Το νησί βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό, αλλά απέχει πάνω από 350 χλμ. νότια της Ιάβας, του μεγάλου νησιού της Ινδονησίας, που οριοθετεί κατά κάποιον τρόπο τις εμπορικές οδούς της νοτιοανατολικής Ασίας.
Το 1857 η αναφορά του καπετάνιου Ντάμπιερ ξεθάφτηκε από τα αζήτητα για… οικονομικούς λόγους. Η φρεγάτα Αμέθυστος του βρετανικού βασιλικού ναυτικού εστάλη στο νησί για να διαπιστώσει αν το νησί έχει εμπορική αξία. Κι ανακάλυψε έναν ολόκληρο θησαυρό: Τα περιττώματα των πουλιών που επισκέπτονταν το νησί για αιώνες, αν όχι χιλιετίες, είχαν μετατραπεί σε φωσφορικά άλατα (φωσφάτα), τα οποία αποτελούν και σήμερα ένα από τα καλύτερα φυσικά λιπάσματα. Πέρα απ’ αυτό, η απομόνωση του νησιού και η ανύπαρκτη ανθρώπινη παρουσία είχε βοηθήσει στην ανάπτυξη διάφορων φυτών που ήταν άγνωστα ως τότε στους επιστήμονες.
Τα πράγματα εξομαλύνθηκαν ακόμα περισσότερο όταν ο καπετάνιος Τζον Μακλίαρ ανακάλυψε ένα φυσικό αγκυροβόλιο στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού -η προσέγγιση γινόταν σχεδόν πάντα από τα βορειοδυτικά. Και το ονόμασε Fyling Fish Cove, δηλαδή «Το Λιμανάκι του Ιπτάμενου Ψαριού», επειδή Flying Fish ήταν το όνομα του πλοίου του! Κι αυτό το παράξενο όνομα παρέμεινε στους χάρτες, όπως και το όνομα του νησιού.
Τα 20 εκατ. δολάρια της Αυστραλίας
Τη δεκαετία του 1890 ξεκίνησε μια μικρή προσπάθεια αποικισμού στο νησί, όμως κανείς από τους Βρετανούς αποίκους που βρίσκονταν στη σημερινή Μαλαισία ή το πολυσύχναστο λιμάνι της Σιγκαπούρης δεν ήθελε να φύγει και να ξεκινήσει κάτι καινούργιο σ’ αυτό το απομονωμένο νησί. Έτσι ουσιαστικά οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι εργάτες στα ορυχεία φωσφάτων, που ξεκίνησαν να δουλεύουν το 1899. Οι περισσότεροι ήταν Μαλαισιανοί και Κινέζοι. Ελάχιστοι Βρετανοί έμειναν, κυρίως επιστάτες των ορυχείων και διοικητικοί υπάλληλοι. Το νησί υπήρχε διοικητικό «εξάρτημα» της αποικίας της Σιγκαπούρης, από την οποία προερχόταν σχεδόν το σύνολο των εργατών που δούλευαν εκεί. Λίγοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο νησί με τις οικογένειές τους μετά το τέλος του συμβολαίου τους. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο νησί αποβιβάστηκε μια βρετανική φρουρά (αποτελούμενη κυρίως από Ινδούς στρατιώτες και ελάχιστους Βρετανούς αξιωματικούς), η οποία όμως δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εισβολή από τους Ιάπωνες. Οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τα φωσφάτα, αλλά για τα τηλεφωνικά καλώδια, που συνέδεαν τη βρετανική Σιγκαπούρη με την Αυστραλία.
Το 1958, κι ενώ οι βρετανικές αποικίες στην περιοχή της σημερινής Μαλαισίας (μαζί και η Σιγκαπούρη) είχαν ήδη βαδίσει το δρόμο προς την ανεξαρτησία, η Βρετανία αποφάσισε να μεταφέρει διοικητικά το νησί στην ευθύνη της Αυστραλίας. Η αυστραλιανή κυβέρνηση πλήρωσε 20 εκ. δολάρια στη Σιγκαπούρη για την «απώλεια εσόδων» από τα φωσφάτα και το πήρε δικό της. Ουσιαστικά, όμως, το άφησε στην ησυχία του, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε καμία προσπάθεια ανάπτυξης. Έτσι, λοιπόν, το νησί έμεινε πολύ αραιοκατοικημένο, με το 90% του πληθυσμού του εργάτες στα ορυχεία ή απογόνους των Κινέζων, Μαλαισιανών και λίγων Ινδών που είχαν μείνει εκεί. Αυτοί είναι κατά κύριο λόγο μουσουλμάνοι ή βουδιστές, οπότε δεν έχουν καμία σχέση με τα Χριστούγεννα. Υπήρξε, μάλιστα, μια προσπάθεια τη δεκαετία του 1980 να μετονομάσουν το νησί σε «Μόνι», όπως υποστηρίζουν ότι ήταν το παλιό του παραδοσιακό όνομα, αλλά η κυβέρνηση της Αυστραλίας δεν το συζήτησε καν.
Την τελευταία πενταετία μόνο έχει αναθερμανθεί το ενδιαφέρον να αξιοποιηθεί το νησί τουριστικά. Αυτό συνεπάγεται να φτιαχτεί ένα αεροδρόμιο, υποτυπώδες έστω, καθώς η απόσταση από την κοντινότερη μεγάλη πόλη της Αυστραλίας, το Περθ, είναι σχεδόν 3.500 χιλιόμετρα και τα σύγχρονα πλοία θέλουν περίπου πέντε μέρες (!) στην απεραντοσύνη του Ινδικού για να την καλύψουν.
Η μεγαλύτερη τουριστική ατραξιόν βέβαια του νησιού των Χριστουγέννων είναι τα τεράστια κόκκινα καβούρια. Κάθε χρόνο, από τον Οκτώβριο έως τις αρχές Δεκεμβρίου, εκατομμύρια καβούρια μεταναστεύουν από το νησί στον ωκεανό, για να ζευγαρώσουν και να γεννήσουν. Τα καβούρια εγκαταλείπουν τα δάση και πλημμυρίζουν τους δρόμους του νησιού ενώ κατευθύνονται προς τη θάλασσα.
Στο νησί λειτουργούν μόνο τρία μικρά ξενοδοχεία, τα οποία υποδέχονται κυρίως επιστήμονες που θέλουν να ερευνήσουν περισσότερο την ιδιαίτερη χλωρίδα ή τουρίστες που θέλουν μια πραγματική απόδραση απ’ όλα. Έχει γίνει, όμως, δημοφιλές μεταξύ των νέων και για το… πάμφθηνο αλκοόλ (!), σε σχέση με τις τιμές της Αυστραλίας. Οι οποίοι περιμένουν με ανυπομονησία την αεροπορική σύνδεση, ώστε να μεταβαίνουν εκεί και να πίνουν με την άνεσή τους. Κι ας μην είναι Χριστούγεννα.
Eξωτερική Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image