Τα διαμάντια του στέμματος της αυτοκρατορίας Pinault στη Βενετία.
Μπορεί το αδιαφιλονίκητο εικαστικό γεγονός, όχι μόνο της εβδομάδας ή του μήνα αλλά ολόκληρου του 2024, να είναι η 60η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Βενετίας (εγκαίνια στις 20 Απριλίου), όμως πραγματικός πρωταγωνιστής δεν είναι κάποιο πολυαναμενόμενο έργο ή κάποιος από τους καλλιτέχνες και τους επιμελητές των εθνικών συμμετοχών, αλλά ο Γάλλος μεγιστάνας και μαικήνας των τεχνών Φρανσουά Πινό. Ο 87χρονος δισεκατομμυριούχος άλλωστε φρόντισε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του τον τίτλο του πιο επιδραστικού ανθρώπου στη Γαληνοτάτη, μέσω της αγοράς αρχικά του περίφημου Palazzo Grassi και κατόπιν της Punta della Dogana στα μέσα των ΄00s.
Πρόκειται για δύο από τα πλέον φωτογενή και εντυπωσιακά μουσεία, στα οποία ο ίδιος εκθέτει κάθε τόσο μέρος της μυθικής συλλογής τέχνης του, η οποία αθροίζεται σε περισσότερα από 10.000 έργα 400 μοντέρνων και σύγχρονων καλλιτεχνών και αθροίζεται σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδημόνων σε περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.
Δεν αποκλείεται μάλιστα ο επίτιμος πρόεδρος του γαλλικού γκρουπ Kering, το οποίο διαφεντεύει μεταξύ άλλων τους οίκους Gucci και Balenciaga, τον οίκο δημοπρασιών Christie’s, το οινοποιείο Chateau La Tour, τα περιοδικά Le Point και Point de Vue και από το φθινόπωρο του 2023 την εταιρία διαχείρισης ταλέντων και φήμης Creative Artists Agency, να σουλατσάρει ως κοινός θνητός ανάμεσα στα εκθέματα του Giardini και της Arsenale, προκειμένου να εντοπίσει τον επόμενο καλλιτέχνη στον οποίο θα επενδύσει μέρος από το βιός του. Είναι εξάλλου γνωστό ότι όταν ο Πινό ο πρεσβύτερος αποφασίσει να ψωνίσει τέχνη βγαίνει παγανιά με το καρότσι του σούπερ μάρκετ και, όπως λέει, ο καλλιτέχνης που τον συγκινεί περισσότερο από κάθε άλλον είναι εκείνος που θα ανακαλύψει στο εγγύς μέλλο
Φρανσουά Πινό και Τέχνη
Η σχέση του πατριάρχη της δυναστείας Πινό με την τέχνη μετρά περισσότερο από μισό αιώνα. Ξεκίνησε το 1972 όταν ο πίνακας «Φάρμα στη Βρετάνη» του μεταϊμπρεσιονιστή ζωγράφου Πολ Σερυζιέ αφύπνισε μέσα του περασμένες, αλλά καθόλου ξεχασμένες αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του στην επαρχία του γαλλικού βορά. Ο άνθρωπος η περιουσία του οποίου αποτιμάται σήμερα σε περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ ξεκίνησε τη ζωή του σχεδόν έχοντας τα προγνωστικά εναντίον του. Τις ταπεινές καταβολές του μαρτυρά το γεγονός πως δεν ολοκλήρωσε καν τη φοίτησή του στο σχολείο. Στα 16 του τα παράτησε για να ασχοληθεί με την επιχείρηση παραγωγής ξυλείας του πατέρα του. Μετά τον θάνατο του τελευταίου στις αρχές του ‘60 ο Πινό ξεκίνησε να ξεδιπλώνει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Οχι μόνο γιγάντωσε την πατρογονική εταιρία και πέρασε στην εμπορία ξυλείας, αλλά αποφάσισε να χρησιμοποιεί τη ρευστότητά της για την εξαγορά άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Κάπως έτσι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 τον βρήκαν να κατέχει ένα ετερόκλητο χαρτοφυλάκιο εταιριών, στην ομπρέλα του οποίου ανήκαν μεταξύ άλλων η αλυσίδα ένδυσης Printemps, τα καταστήματα Fnac και ο οδηγός αγορών μέσω ταχυδρομείου La Redoute. Τη στροφή του από τα είδη λιανικής στα προϊόντα πολυτελείας την έκανε μια δεκαετία αργότερα, σφραγίζοντάς την με τις εξαγορές των βαρύτιμων οίκων Gucci και Yves Saint Laurent. Σε όλο αυτό το διάστημα βέβαια ο Φρανσουά Πινό δεν ασχολούνταν μόνο με τη γεωμετρική αύξηση της περιουσίας και της επιρροής του. Αλλά και με το σμίλευμα του γοήτρου του με εργαλείο τους σύγχρονους δημιουργούς τέχνης. Μπορεί στην πολυποίκιλη συλλογή του από έργα τέχνης περίοπτη θέση να έχουν εμβληματικοί καλλιτέχνες, όπως ο Πικάσο ή ο Μοντριάν, όμως ο Γάλλος μεγιστάνας επιθυμεί να αποκτά έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, με τους οποίους, όπως έχει πει, μπορεί να συνομιλήσει ή ακόμα και να επηρεάσει -εννοείται ότι η συλλογή του περιλαμβάνει από Τζεφ Κουνς και Σίντι Σέρμαν μέχρι Ντάμιεν Χερστ και Σάι Τουόμπλι.
Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντα αιώνα η συλλογή Πινό είχε μεγαλώσει τόσο, ώστε χρειαζόταν πια να αυτονομηθεί και να αποκτήσει τη δική της στέγη. Κάποιοι κρίνουν τη διάθεση των μεγάλων συλλεκτών να εκθέτουν τις ιδιωτικές συλλογές τους ως ακραία επιδειξιμανία, άλλοι τη μεταφράζουν ως γενναιοδωρία. Οποια κι αν είναι η αλήθεια ή η πρόθεση, η πρόσβαση του κοινού σε σημαντικά έργα τέχνης είναι κρίσιμη και αποδεικνύεται τουλάχιστον χρήσιμη.
Ο Πινό επέλεξε ως ιδανικό τόπο έκθεσης των έργων του όχι το Παρίσι, αλλά μια πόλη που είναι ολόκληρη ένα παλίμψηστο τεχνών, επιρροών και καλλιτεχνικών κινημάτων, τη Βενετία. Το 2005 αγόρασε από την οικογένεια Agnelli το περίφημο Palazzo Grassi, ένα αριστουργηματικό νεοκλασικό του 18ου αιώνα με προνομιακή θέση στο Μεγάλο Κανάλι της πόλης. Το γεγονός ότι βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Μουσείο Guggenheim έκανε ακόμα πιο δελεαστική την αγορά – ποιος δε θα ήθελε να μετρήσει το μπόι του με ένα από τα πλουσιότερα και πιο ισχυρά πολιτιστικά ιδρύματα του κόσμου. Για την ανακατασκευή του Palazzo Grassi επιστρατεύθηκε ο σπουδαίος Ιάπωνας αρχιτέκτονας Ταντάο Αντο, τον οποίο ο Πινό συνηθίζει να αποθεώνει στις συνεντεύξεις του για την αφαιρετική προσέγγισή του.
Το 2006 το πρώτο μουσείο του ιδρύματος Πινό υποδέχτηκε τους πρώτους επισκέπτες του προσφέροντας έναν φαραωνικό -ειδικά για τα μέτρα της Βενετίας- εκθεσιακό χώρο 5.000 τετραγωνικών μέτρων. Την ίδια χρονιά στην ιδιοκτησία του ιδρύματος πέρασε και το εγκαταλειμμένο κτίριο των αλλοτινών τελωνείων, η περίφημη Punta della Dogana στα όρια της περιοχής του Ντορσοντούρο, που σχεδόν «συνομιλεί» με την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Μάλιστα, ο Πινό έδωσε μάχη με το ίδρυμα Γκουγκενχάιμ για την απόκτηση -μέσω μακροπρόθεσμης ενοικίασης 33 ετών- του εν λόγω χώρου, ο οποίος τελικά αποδόθηκε σε εκείνον από τις τοπικές αρχές λόγω του σαφέστερου σχεδίου που κατέθεσε σχετικά με τα έργα που θα φιλοξενούνταν εκεί. Δύο χρόνια και 20 εκατομμύρια ευρώ μετά το κτήριο-φάντασμα της Βενετίας πήρε ξανά ζωή. Εννοείται ότι το φιλί ανέλαβε να δώσει και πάλι ο εκλεκτός αρχιτέκτονας του Πινό, Ταντάο Αντο. Υπενθυμίζεται ότι πέρασαν άλλα 13 χρόνια προκειμένου το 2021 το ίδρυμα Πινό να αποκτήσει μουσείο και στο Παρίσι, στο κτίριο του αλλοτινού χρηματιστηρίου ή κατά κόσμον Bourse de Commerce. Ηταν δίκαιο και έγινε πράξη.
Πριν από λίγες εβδομάδες ο Φρανσουά Πινό αποσύρθηκε από τη θέση του επικεφαλής του οίκου δημοπρασιών Christie’s, δίνοντας το χρίσμα της διαδοχής στον 26χρονο εγγονό του Φρανσουά Λουί Νικολά Πινό. Με δεδομένο ότι και τα ινία του ομίλου εταιριών (Artemis και Kering) έχουν περάσει εδώ και δύο δεκαετίες στον γιο του, τον 61χρονο Φρανσουά-Ανρί Πινό -σύζυγο της ηθοποιού Σάλμα Χάγιεκ-, ο Πινό ο πρεσβύτερος έχει όλο τον χρόνο ή τουλάχιστον όσο του απομένει, αν υπολογίσει κανείς πως έχει συμπληρώσει αισίως 87 έτη ζωής, για να ασχολείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με το χόμπι ή, αν προτιμάτε, με το μεράκι του. Δηλαδή τη σύγχρονη τέχνη. Και να καμαρώνει για δύο μουσεία του στη Γαληνοτάτη, τα οποία δε θα μπορούσαν παρά να δηλώσουν εμφατικά παρόντα, τη στιγμή μάλιστα που στην πόλη συγκεντρώνεται η ελίτ της παγκόσμιας εικαστικής σκηνής -και όλες οι φιλότεχνες και συνήθως ζάμπλουτες φυλές.
Στο Palazzo Grassi φιλοξενείται αυτή την περίοδο μια αναδρομική έκθεση της περίφημης αιθιοπικής καταγωγής εικαστικού Τζούλι Μεχρετού, ενώ η Punta de la Dogana παραχωρήθηκε ως «παιδική χαρά» σε έναν από τους αγαπημένους καλλιτέχνες του Πινό, στον συμπατριώτη του Πιερ Ουίγκ.
www.pinaultcollection.com/