Το πιο ακριβό έργο του Ζαν Μισέλ Μπασκιά “Untitled” (1982) που αναφέρεται ως Devil, πουλήθηκε στις 18 Μαϊου 2022, από τον οίκο Δημοπρασιών Phillips Auctioneers στη Νέα Υόρκη, για 85 εκατομμύρια δολάρια σε έναν ανώνυμο συλλέκτη από την Ταϊβάν.
Aρχικά είχε πουληθεί το 2004 για 4,5 εκατομμύρια δολάρια στον συλλέκτη έργων τέχνης Adam Lindemann και ξανά το 2016 στον Ιάπωνα δισεκατομμυριούχο λιανικής πώλησης ρούχων, Yusaku Maezawa στην τιμή ρεκόρ τότε, των 57,3 εκατομμυρίων δολαρίων.
Σε αυτό το έργο που είναι από τα μεγαλύτερα του (239 x 500 εκ.), ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί σποραδικές πινελιές και μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων για να επικαλύψει μια φιγούρα που μοιάζει με διάβολο. Οι πιτσιλιές και οι κηλίδες του χρώματος που περιβάλλουν το κερασφόρο πλάσμα, συγκαλύπτουν την παρουσία του, απεικονίζοντάς τον «διάβολο» που υπάρχει μέσα σε όλους μας, παρά τις προσπάθειές μας να το κρύψουμε. Αυτός ο πίνακας δίνει συνέχεια σε ένα κοινό θέμα στο έργο του Μπασκιά με τη χρήση σκελετικών μορφών και θρησκευτικών υπονοούμενων που δείχνουν τον ενθουσιασμό του για την θνησιμότητα και την ταυτότητα του εαυτού του.
Η αγάπη του για την ανθρώπινη ύπαρξη και η κατανόηση του εαυτού, είναι εμφανής σε πολλά έργα του, ωστόσο οι μελετητές του έργου του, διαπιστώνουν ότι συνεχώς αναζητούσε ή εξέταζε κάτι μέσα του ή στους άλλους, χρησιμοποιώντας θρησκευτικές προσωπικότητες. Τα πιο σημαντικά έργα της καριέρας του, όμως, είναι αυτά που δημιουργήθηκαν το 1982, μια και συνδυάζουν τις ενεργητικές, δυναμικές γραμμές της δουλειάς του στο δρόμο ως street artist με την βαθιά γνώση της τέχνης. Αν και αυτοδίδακτος έχει ασχοληθεί με την τέχνη διεξοδικά στα μουσεία της Νέας Υόρκης από έξι ετών, που ήταν κάτοχος της κάρτας “junior member” του Brooklyn Museum, ενώ επισκεπτόταν τακτικά και το Met κατά τη διάρκεια της εφηβείας του.
Ομως οι υψηλές τιμές των έργων του και οι άνοδός τους, δεν μπορούν να συνοψιστούν σε έναν και μόνο παράγοντα. Ηταν ένας συνδυασμός δυνάμεων που καταλήγουν στην χρονιά-σταθμό της καριέρας του το 1982. Η «μετατόπισή του από δρόμο σε στούντιο», όπως το έθεσε ο ειδικός της σύγχρονης τέχνης των Sotheby’s, David Galperin, μια νέα προμήθεια μεγάλων καμβάδων -προσφορά του νέου του γκαλερίστα Bruno Bischofberger,- μια σειρά τομικών εκθέσεων σε όλο τον κόσμο και η ελευθερία από τις πιέσεις της αγοράς που θα τον βαρύνουν τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του. Είναι τα στοιχεία εκείνα που συντείνουν σε έργα πολύ δυνατά και ξεχωριστά, αλλά και το σκαλί μιας ανείπωτης επιτυχίας.
Το 1984, αρχίζει να νιώθει πίεση από τους art dealer και να τσακώνεται μαζί τους, όπως πολύ ορθά είχε υποστηρίξει ο έμπορος τέχνης και επιμελητής εκθέσεων Jeffrey Deitch. “Κατά καιρούς, αυτή η ένταση του δημιουργούσε έλλειψη ενέργειας και εστίασης στη δουλειά του”. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα “δεν έφτιαχνε πίνακες γιατί έπρεπε να τους δώσει στον Bishofberger για την αμοιβή του ή για τις εκθέσεις του, στη Mary Boone Gallery στη Ν. Υόρκη, ούτε γιατί ήταν υποχρεωμένος, αλλά γιατί πήγαζαν μέσα από το προσωπικό του πάθος, που ξεχείλιζε έμπνευση και δημιουργικότητα’’. Αυτή η ανεξάντλητη ενέργεια, κατακλύζει ακόμη και σήμερα το έργο του, 34 χρόνια μετά το θάνατό του, το 1988, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ηλικία μόλις 27 ετών, εκτοξεύοντας τις τιμές των έργων του, όλο και πιο ψηλά.