Οι Κ-Studio είναι ένα αρχιτεκτονικό γραφείο που με μια μοντέρνου τύπου φιλοσοφημένη προσέγγιση αφήνει έντονα το αποτύπωμά του γύρω μας τα τελευταία χρόνια. Η Villa Mandra στη Μύκονο είναι ένα αντιπροσωπευτικό έργο για το πως ο χώρος γίνεται χρόνος ευζωϊας.
Στην περίπτωση της Villa Mandra το τοπίο της Μυκόνου συναντιέται αρμονικά με την ανθρώπινη παρέμβαση. Η ιδέα για τη Villa ξεκίνησε ύστερα από συζήτηση των αρχιτεκτόνων με τον ιδιοκτήτη, μια οικογένεια που ερχόταν στο νησί τακτικά από το εξωτερικό, και κατέληξαν ότι η ενδεδειγμένη τοποθεσία είναι η πλαγιά του λόφου της Αλεόμανδρας. Ελαφρώς προστατευμένη από τους βορινούς ανέμους, ατενίζει το ηλιοβασίλεμα πάνω από το γειτονικό νησί της Δήλου και την ψηλότερη κορυφή του, το όρος Κύνθος. H θέα συμπληρώνει την ομορφιά της κατοικίας και το αντίστροφο. Για να απολαύσουν το Μυκονιάτικο καλοκαίρι είναι ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ του “μέσα και του έξω”.
“Αναφέρομαι σε αυτόν τον χώρο της πέργκολας, της αυλής, της βεράντας. O οποίος βρίσκεται στο σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο αίσθημα της έκθεσης -στα καιρικά φαινόμενα της Μυκόνου, τον έντονο αέρα και τον ήλιο- και της απομόνωσης από αυτά τα στοιχεία που δίνουν ενέργεια στο εσωτερικό του σπιτιού. Σε αυτούς τους ενδιάμεσους χώρους αυτά τα φαινόμενα φιλτράρονται και ο δυνατός αέρας γίνεται breeze, αναζωογονητικό αεράκι και ο έντονος ήλιος φιλτράρεται σε μια απαλή αντηλιά”, λέει ο συνιδρυτής του K-Studio, Δημήτρης Καραμπατάκης.
Τα μυκονιάτικα παραδοσιακά σπίτια είχαν τη χαρακτηριστική ονομασία “χωριά”. Οταν δύο παιδιά αποφάσιζαν να παντρευτούν έλεγαν “έλα να κάνουμε χωριό μαζί”, που σήμαινε “έλα να φτιάξουμε σπίτι μαζί”. Και αυτά τα σπίτια ξεκινούσαν σε μια κοινή αυλή με έναν-δύο όγκους για σαλόνι, τραπεζαρία και πιο μέσα την ‘κάμαρα’ κι αυτό το σπίτι ενώ η οικογένεια μεγάλωνε, οι δύο κυκλαδίτικοι όγκοι γίνονταν τρεις, πάντα σε αρμονική σχέση με το τοπίο, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι όλον αυτόν τον χώρο τον περιέκλειε η αυλή.
“Με τον ίδιο τρόπο φτιάξαμε την αυλή του συγκεκριμένου σπιτιού, το σαλόνι, την κουζίνα, την εσωτερική τραπεζαρία και τον χώρο άθλησης. Η οικογένεια αθλείται καθημερινά, οπότε ο χώρος ήταν αναγκαίος, όπως είναι η κουζίνα ή το σαλόνι για άλλες οικογένειες. Της συγκεκριμένης οικογένειας της αρέσει να μαγειρεύει και να τρώει μέσα στην κουζίνα και να βλέπει μια ταινία σε ένα πιο cosy καθιστικό, ή να διαβάζει βιβλία. Οπότε αυτοί οι τρεις όγκοι στελέχωσαν την αυλή, αφήνοντας τον χώρο για τέταρτο, που έβλεπε προς τη Δήλο και το απίστευτο ηλιοβασίλεμα που έχει από εκεί”.
Ο σχεδιασμός στόχευσε στο να χωριστούν οι βασικές λειτουργίες σε μία χωροταξία, η οποία σε αρχιτεκτονική μορφή ήταν αρκετά απλή: δύο όγκοι και μία πέργκολα. Ο ένας ήταν η τραπεζαρία και η κουζίνα, πίσω ήταν ο χώρος της άσκησης και η πέργκολα. Με τον πελάτη τους γνωρίστηκαν πριν αγοραστεί το οικόπεδο. Είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο κατοικίες που χρειάζονταν ανακαίνιση και ένα νεόδμητο σπίτι σε ένα άδειο οικόπεδο. Μπορεί το τελευταίο να ήταν πιο ακριβό αλλά ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του “εντολέα”. Η αναζήτηση είχε κρατήσει έξι μήνες.
“Το οικόπεδο το διαλέξαμε μαζί”, περιγράφει ο Δημήτρης Καραμπατάκης. “Είναι ένα πρισματικό οικόπεδο που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό κομμάτι του νησιού, ακριβώς απέναντι από τη Δήλο, άρα δεν έχεις απλά το απέραντο γαλάζιο, αλλά έχει και μια ιστορική έννοια η θέα, που προσδίδει στο τοπίο μια μορφολογική αλλά και εννοιολογική ομορφιά. Και βέβαια είχε το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα. Το άλλο του πλεονέκτημα είναι ότι το οικόπεδο βρίσκεται σε έναν λόφο που κόβει τον βορειοδυτικό άνεμο. Παρόλο που βλέπει Δύση, δεν το χτυπάει το βορειοδυτικό μελτέμι της Μυκόνου”.
Ο Δημήτρης Καραμπατάκης, λόγω της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας του νησιού, έχει καταλήξει να πηγαίνει στη Μύκονο πιο συχνά τον χειμώνα παρά το καλοκαίρι. “Υπάρχει μια ηρεμία, ενώ η φύση ξαναξυπνάει παίρνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο” είπε χαρακτηριστικά. Όμως, υπήρξε παράλληλα και μια βασική δυσκολία του συγκεκριμένου έργου: “Το σπίτι σχοινοβατεί ανάμεσα στο να εμπνέεται και να ριζώνει στον τόπο και από την άλλη έχει μια πρόθεση να μιλήσει για έναν πιο μοντέρνο τρόπο ζωής αλλά και κατασκευής. Οπότε προσπαθεί να αφήσει να μιλήσει η ωμή ομορφιά των υλικών, όπως είναι η τοπική πέτρα, το ξύλο της καστανιάς, που παραδοσιακά χρησιμοποιείται στις πέργκολες, αλλά και να τα τακτοποιήσει και να τα εξορθολογίσει με έναν πιο σύγχρονο τρόπο. Αυτή η ισορροπία ήταν το πιο δύσκολο στοίχημα του σπιτιού”.
“Η Villa Mandra έχει πολλές πλευρές από τις οποίες έχουμε να μάθουμε πολλά. Το πρώτο ήταν μετά από 5-6 mockups να καταφέρουμε να φτιάξουμε μια ξερολιθιά χωρίς αρμολόι, να σφηνώνουμε τη μία πέτρα στην άλλη με ένα συγκεκριμένο σχεδόν μοντερνίστικο στοιχείο. Μόλις είδα αυτόν τον τοίχο να στέκει ορθά ένιωσα πολύ ωραία, γιατί αυτή η διαδικασία μου έμαθε πολλά και γι’ αυτό ένιωσα υπερήφανος”.
Η Villa Mandra είναι ένα έργο που συνεχίζει να εμπνέει. Καταξιώθηκε με το International Architects Award από το μουσείο Αtheneum αρχιτεκτονικής και design του Σικάγο.