Ενας από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες του 20ού και 21ου αιώνα, γνωστός για τα μοναδικά και πρωτοποριακά έργα Τέχνης που έχει δημιουργήσει.
Μεγάλωσε σε οικογένεια επιχειρηματιών και από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την Τέχνη. Γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1955 στο Γιορκ. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων, ανακάλυψε τον κόσμο της ζωγραφικής και της γλυπτικής, εξ ου και η έντονη έμπνευσή του από καλλιτέχνες όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί και ο Πάμπλο Πικάσο. Ανέπτυξε το ταλέντο του στο σχέδιο και τη ζωγραφική και δεν δυσκολεύθηκε να δείξει την έμπνευσή του στο ευρύ κοινό, καθώς ο πατέρας του, σχεδιαστής εσωτερικών χώρων και διακοσμητής, παρουσίαζε συχνά το έργο του γιου του στον εκθεσιακό χώρο της επιχείρησής του. Από τον πατέρα του, θα αναπτύξει την αισθητική του και την αντίληψή του ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα χρώματα, τα αντικείμενα και οι χώροι μπορούν να επηρεάσουν τα συναισθήματα.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Κολέγιο Καλών Τεχνών του Μέριλαντ και στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο και μετά την αποφοίτησή του, το 1977, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να εργάζεται στο MoMA, πουλώντας συνδρομές. Εγινε γνωστός γρήγορα για τις εντυπωσιακές ικανότητές του στις πωλήσεις. Αντλώντας έμπνευση από καθημερινά αντικείμενα -παιδικά παιχνίδια, κινούμενα σχέδια, πορσελάνινα αγάλματα και διακοσμητικά-, οικειοποιείται διαφημιστικές καμπάνιες και εμπορικά αγαθά, αναδεικνύοντας τον προβληματισμό σχετικά με τον ρόλο των υλικών αγαθών στη ζωή μας και τον ακραίο καταναλωτισμό.
Αντί να προσβληθεί το σνομπ στοιχείο της καλλιτεχνίας, ο Κουνς προκαλεί το κοινό και τους συλλέκτες να αναθεωρήσουν κάποιες ιδέες τους περί τέχνης. Αυτή του η προσέγγιση έχει μεγάλη απήχηση, γι’ αυτό και τα έργα του συγκεντρώνουν τις υψηλότερες τιμές για εν ζωή καλλιτέχνη.
Θεωρείται ωστόσο πρόσωπο αμφιλεγόμενο στον καλλιτεχνικό χώρο και γι’ αυτό έχει δεχθεί δριμύτατη κριτική για το σύνολο του έργου του.
Αρχισε να δημιουργεί γλυπτά που αντιπροσωπεύουν φουσκωτά παιχνίδια στα ’70s. Ενα από αυτά, μάλιστα, το χαρακτηριστικό κουνέλι αποφάσισε να το χυτεύσει σε ανοξείδωτο χάλυβα. Το αποτέλεσμα ήταν το «Rabbit» (1986), ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα και η έμπνευση για τη σειρά του Statuary, που παρουσίασε το 1986 στην πολύ σημαντική ομαδική έκθεση στη SoHo Gallery της Ιλεάνα Σονάμπεντ. Το «Rabbit» συνδυάζει τον μινιμαλισμό με την αθωότητα του παιχνιδιού, είναι καθαρό και δροσερό, αλλά ενσωματώνει την οπτική γλώσσα της παιδικής ηλικίας.
Καθοριστική για την καριέρα του ήταν και η σειρά «The New», που αποτελείται από ηλεκτρικές σκούπες και στιλβωτικά εργαλεία σε διαφανείς ακρυλικές βιτρίνες, που θέτουν θέματα μεταξύ θνητότητας, εμπορίου και σύγχρονης κοινωνίας. Στη σειρά «Banality» δημιούργησε γλυπτικούς συνδυασμούς, όπως ο τραγουδιστής Μάικλ Τζάκσον και ο χιμπατζής του στο «Michael Jackson and Bubbles». Αυτή η σειρά περιελάβανε επίσης διαφημίσεις σε περιοδικά τέχνης, με τον ίδιο τον Κουνς στον πρωταγωνιστικό. Η δεκαετία του 1980 ήταν μια εποχή υπερβολής, με τη δεκαετία να αναφέρεται συχνά ως «η δεκαετία της απληστίας». Τα έργα του Κουνς παίζουν με αυτή την αφθονία.
Το «Equilibrium» (1983-1993) είναι η σειρά που τον εισάγει πια στον χώρο της τέχνης με μεγάλη επιτυχία και περιλάμβανε γλυπτά που αποτελούνταν από μπάλες του μπάσκετ που επέπλεαν σε δοχεία νερού. Αυτή η αιωρούμενη μπάλα αποτελούσε την κεντρική ιδέα της πρώτης ατομικής έκθεσης του καλλιτέχνη με τίτλο “Equilibrium”, στην International With Monument Gallery στο Lower East Side της Νέας Υόρκης το 1985. Τότε ήταν που συναντήθηκε με τον Δάκη Ιωάννου, όταν ο ιστορικός τέχνης και art dealer Jefrey Deictch συνόδευσε μια ομάδα συλλεκτών να επισκεφθούν τις εκθέσεις νέων καλλιτεχνών.
Με αφορμή τη σχέση του με την Τσιτσιολίνα μάλιστα, το 1990, παρουσιάστηκε η πιο αμφιλεγόμενη σειρά έργων του “Made in Heaven”, που περιλάμβανε μεγάλες φωτογραφίες και γλυπτά που τον απεικόνιζαν γυμνό και σε σεξουαλικά προκλητικές στάσεις με τη διάσημη Ιταλίδα πορνοστάρ (κατά κόσμον Ιλόνα Στάλερ). Ο Κουνς πέταξε στη Ρώμη και της πρότεινε να συνεργαστούν γι’ αυτή την ενότητα έργων και κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους ερωτεύτηκαν, παρά το γεγονός ότι κανείς από τους δύο δεν μιλούσε τη γλώσσα του άλλου.
Η σειρά αυτή προκάλεσε μια ισχυρή αποδοκιμαστική αντίδραση από τους κριτικούς. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία όλου του κόσμου κάλυψαν τη σειρά εικόνων έργων. Η Στάλερ και ο Κουνς παντρεύτηκαν το 1991 και έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν έναν γιο, τον Λούντβιχ. Ο καλλιτέχνης, σε συνέντευξή του δήλωσε ότι “ζούσε τον προσωπικό του Παράδεισο και ήθελε να τον μοιραστεί με τους θεατές”.
Ο γάμος τους διαλύθηκε σύντομα και o Koυνς πήρε την κηδεμονία του πεντάχρονου γιου του, αλλά η Τσιτσιολίνα με τη βοήθεια μιας στενής της φίλης-βαρόνης ζήτησε να συναντήσει το παιδί για λίγες ώρες στη Ν. Υόρκη, με εγγυήτρια την κοινή τους φίλη από την οποία φημολογείται ότι γνωρίστηκαν.
Οι δύο γυναίκες είχαν στήσει μια καλά δομημένη απαγωγή και με βάση τους Ευρωπαϊκούς Νόμους ο Κουνς δεν μπορούσε να τον ξανασυναντήσει, παρά μόνον όταν ενηλικιώνονταν. Από αυτή την οδυνηρή ιστορία προέκυψε η σειρά «Celebration», που εμπεριέχει την επιθυμία της επιστροφής του παιδιού από τη Ρώμη. Χρονολογείται στο 1994 και αποτελείται από μια σειρά μεγάλης κλίμακας, γλυπτά και ζωγραφιές με μπαλόνια σε σχήμα σκύλων, καρδιών για τον Αγιο Βαλεντίνο, διαμάντια και αυγά του Πάσχα. Κάθε μία από τις 20 διαφορετικές γλυπτικές κατασκευές της σειράς παρουσιάζεται σε πέντε διαφορετικά “μοναδικά” χρώματα.
Ο Κουνς δεν συμπεριλήφθηκε στους 44 Αμερικανούς καλλιτέχνες που επιλέχθηκαν να εκθέσουν το έργο τους στην Documenta 9 το 1992, στο Κάσελ της Γερμανίας, αλλά τρεις έμποροι Τέχνης τού ζήτησαν να δημιουργήσει ένα έργο για το κοντινό κάστρο Arolsen. Το αποτέλεσμα ήταν το «Puppy», ένα γλυπτό με φυσικά λουλούδια ύψους 13 μέτρων, που απεικονίζει ένα West Highland White Terrier. Το μέγεθος και η τοποθεσία του «Puppy», στην αυλή ενός μπαρόκ παλατιού, προσέλκυσε πάρα πολλούς θεατές. Το έργο αγοράστηκε το 1997 από το Ιδρυμα Solomon R. Guggenheim και τοποθετήθηκε στη αυλή έξω από το Μουσείο Guggenheim Bilbao. Πριν την εγκατάστασή του στο Μουσείο, τρία μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Euskadi Ta Askatasuna (ETA), μεταμφιεσμένα σε κηπουρούς, προσπάθησαν να τοποθετήσουν γλάστρες με εκρηκτικά κοντά στο γλυπτό, αλλά αποτράπηκαν από έναν αστυνομικό που στη συνέχεια δολοφονήθηκε από μέλη της ETA.
Ο Κουνς παντρεύτηκε την Τζαστίν Ουίλερ έναν χρόνο αργότερα και απέκτησαν έξι παιδιά. Ο καλλιτέχνης έπεισε τους βασικούς συλλέκτες του, Δάκη Ιωάννου, Πίτερ Μπραντ και Ιλάι Μπρόουντ και τους έμπορους τέχνης Τζέφρι Ντάιτς, Αντονι Ντ’ Οοφέ και Μαξ Χέλτζερ, να επενδύσουν σημαντικά ποσά στη δαπανηρή παραγωγή της σειράς. Οι έμποροι τέχνης χρηματοδότησαν το έργο, εν μέρει πωλώντας έργα σε συλλέκτες πριν αυτά κατασκευαστούν. Το 1999, το γλυπτό του «Pink Panther» που είχε δημιουργήσει το 1988, πωλήθηκε σε δημοπρασία για 1,8 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Ο μεγαλύτερος γκαλερίστας του κόσμου Λάρι Γκαγκόσιαν συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την ολοκλήρωση όλων των ατελών έργων της σειράς «Celebration», με αντάλλαγμα τα αποκλειστικά δικαιώματα πώλησής τους.
Από το 2002- 2014, εργάστηκε πάνω σε δύο σειρές που είχαν σχέση σε κινούμενα σχέδια, τον «Popeye» και τον «Hulk Elvis» και περιλαμβάνουν γλυπτά και έργα σε λάδι. Το 2013 συνεργάστηκε επίσης με τη Lady Gaga στο άλμπουμ «Artpop», δημιουργώντας το γλυπτό που εμφανίζεται στο εξώφυλλο. Εκμεταλλευόμενος το κύμα ενδιαφέροντος και ανοδικών αξιών της σύγχρονης τέχνης, τα έργα του τα τελευταία χρόνια συνεχίζουν να εξερευνούν θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα, τους διάσημους, τον καταναλωτισμό και την παιδική ηλικία.
Οσο για τη σχέση του με τη χώρα μας, αυτή είναι ισχυρή, καθώς ο Ηλιος του, “Apollo Wind Spinner” (2020-2022), που δημιούργησε πέρυσι στα Σφαγεία της Υδρας, που χρησιμοποιεί το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ ως εκθεσιακό χώρο την τελευταία δεκαετία, δώρισε ο συλλέκτης και χρηματοδότης του Δάκη Ιωάννου στο νησί, με την επιθυμία να λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν, σε ένα νησί όμως, που ήδη από τη δεκαετία του ’60, έχει συνδέσει την ύπαρξή του με τον πολιτισμό και την κουλτούρα, από τη Σοφία Λώρεν (“Το παιδί και το Δελφίνι”) και τον Λέοναρντ Κοέν, μέχρι τον Μπράις Μάρντεν, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον Αλέξη Μάρδα -τον χρυσό Αλέξη- μάνατζερ των Μπιτλς.
Εισαγωγική φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image