Λίγο η ανάγκη για μετακίνηση και η χρήση ως επαγγελματικά οχήματα, τα “τζιπ”, όπως αποκαλούμε (μάλλον λανθασμένα) τα οχήματα που έχουν δυνατότητα κίνησης εκτός δρόμου, μπήκαν στη ζωή μας.
Από τα πρώτα Jeep των συμμάχων που ξέμειναν μετά τον πόλεμο, μέχρι τα Renegade της δεκαετίας του 80, τα Lada Niva, τα Suzuki Samurai, τα Land και Range Rover, ως τα Porsche Cayenne και τα Ελληνικά Νεώριο Σικάγο, τα Pony και τα Renault Farma, θα επιχειρήσουμε μία αναδρομή με τα μοντέλα που έγιναν δημοφιλή, έγιναν μόδα και κάποια έπαιξαν και σε ταινίες ή σειρές. Μα πάνω από όλα έγραψαν, και γράφουν, στον δρόμο, και τον χρόνο, τη δική τους ιστορία.
Πώς βρέθηκαν τα πρώτα Jeep στην Ελλάδα;
Με τη βοήθεια των βιβλίων: «Η ιστορία του αυτοκινήτου στην Ελλάδα, εμπόριο και παραγωγή στη μέγγενη του κράτους» από τους Ευφροσύνη Ρούπα και Ευάγγελο Χεκίμογλου, «Made in Greece» του Λάμπρου Σκαρτσή αλλά και της ομάδας Hellenic Motor History, βρίσκουμε τα ίχνη από τους τροχούς των πρώτων τζιπ. Οπως ήταν αναμενόμενο τα οχήματα του Στρατού της Αμερικής αρχικά έμειναν στη χώρα μας, αμέσως μετά την απελευθέρωση, ως οχήματα διαφόρων συμμαχικών αποστολών. Τα πρώτα Jeep ήταν της Willys Overland, αργότερα τα Willys και κάποια Ford που έφτασαν στην Ελλάδα σε δεύτερο χρόνο, ως βοήθεια προς το κράτος, από το κέντρο συντήρησης και ανακατασκευής που είχε ο στρατός των ΗΠΑ στην… Ιαπωνία. Πολλά από αυτά διατέθηκαν μέσω δημοπρασιών του ΟΔΙΣΥ, του Οργανισμού Διαχείρισης Συμμαχικού Υλικού, σαν ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα. Η τιμή τους ήταν αρκετά προσιτή, με μικρή προκαταβολή και πολλές δόσεις.
Φυσικά πολλά από αυτά πέρασαν και στο Ελληνικό κράτος (Ελληνικός Στρατός, Αστυνομία, αλλά και αρκετές άλλες υπηρεσίες). Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση τον Οκτώβριο του 1947 του Γενικού Διευθυντή του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία αφορούσε την απόφαση για τη διάθεση 280 jeep, που θα κάλυπταν τις ανάγκες της Χωροφυλακής. Ενώ στη Γαλλία και την Αγγλία υπήρξαν πολλές εταιρίες οι οποίες ανακατασκεύαζαν τα εναπομείναντα στρατιωτικά οχήματα, στην Ελλάδα γίνονταν κάποιες ενέργειες μεμονωμένα και ανάλογα με τις ανάγκες των ιδιοκτητών τους.
Παράλληλα, με τα εκατοντάδες μεταχειρισμένα που υπήρχαν, ξεκίνησαν και οι εισαγωγές καινούργιων, περίπου στις αρχές του 1950. Αντιπροσωπεία των Willys-Jeep ήταν η «ΤΙΤΑΝ Εμπορίας Αυτοκινήτων και Ελαστικών Α.Ε», με έδρα στο κέντρο της Αθήνας. Η εταιρία σκεφτόταν αρκετά μπροστά και μαζί με τα «κλασικά» μοντέλα εισήγαγε και τα Willys-Jeep Panel Van & Station Wagon για επαγγελματική χρήση. Η αντοχή τους, σε συνδυασμό με την ευκολία χειρισμών (μην ξεχνάτε πως είμαστε στο τέλος του 1940 και την αρχή του 1950), κάνουν τα jeep αγαπητά. Επιπλέον οι δρόμοι της χώρας ήταν από ανύπαρκτοι ως κακοί και τα αυτοκίνητα από την Αμερική έδιναν ένα αίσθημα ασφάλειας και φυσικά… ανωτερότητας.
Τα 15 λεπτά δημοσιότητας
Παίρνουμε την… πάσα από την προηγούμενη πρόταση και βλέπουμε ένα πρόβλημα που εμφανίζεται ακούσια μέσα από την Ελληνική ταινία «Τζιπ Περίπτερο και Αγάπη» της Μαρίας Πλυτά, που έκανε πρεμιέρα στις 18 Φεβρουαρίου 1957. Σε αυτή, δύο βιοπαλαιστές περιπτεράδες, Νίκος Σταυρίδης και Νίκος Ρίζος, ζουν καθημερινά με τον φόβο των τζιπ που τρέχουν σαν τρελά, περνώντας δίπλα από το «κατάστημά» τους. Είναι η εποχή που η… αγάπη/ελπίδα για κάτι καλύτερο ανθεί, το επάγγελμα του περιπτερά είναι ότι καλύτερο/εύκολο και το Τζιπ είναι το απόλυτο όχημα (έχει ένα και ο «επιτυχημένος» της ταινίας Γιάννης Γκιωνάκης).
Σε άλλες ταινίες είχαν συνήθως δεύτερο ρόλο ως οχήματα τις αστυνομίας, όπως στις τελευταίες σκηνές της ταινίας «Το δόλωμα». Περισσότερα πλάνα με στρατιωτικό τζιπ υπάρχουν στην ταινία: «Ο κος Πτέραρχος» όπου ο Γιώργος Τσιτσόπουλος οδηγεί προς το χωριό του, ενώ ένα πέρασμα κάνει ένα Willys Station Wagon στην ταινία: «Τα Κίτρινα Γάντια». Το ίδιο μοντέλο Willys Jeep Overland Station Wagon του 1948, ήταν το όχημα διαφυγής του ζευγαριού Λίτσα και Αργύρη (Ντίνα Τριάντη Θανάσης Μυλωνάς) στην ταινία «Της κακομοίρας».
Το αντίπαλο δέος
Ο μεγάλος αντίπαλος του Jeep ήταν και παραμένει το Αγγλικό Land Rover, το οποίο ήρθε στη χώρα μας μερικούς μήνες μετά την παρουσίασή του το 1948. Το εισήγαγε επίσημα ο Ιωάννης Φωστηρόπουλος, ο οποίος είχε την αντιπροσωπεία της Rover στη χώρα μας, με έδρα στο κέντρο της Αθήνας. Το 1970 την Rover ανέλαβαν οι αδερφοί Δούκα, ενώ από τo 1973 η γενική αντιπροσωπεία ανατέθηκε στην «ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ» Α.Ε. Τα Land Rover έγιναν πολύ γνωστά στην Ελληνική επαρχία τις δεκαετίες 1960, 1970 και 1980 όταν τα χρησιμοποιούσε η ΔΕΗ, τα Δασαρχεία, η Ελληνική Αστυνομία και η… ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων) για τις μετακινήσεις/περιπολίες/ κινηματογραφήσεις. Η χρήση τους επιβεβαιώνεται από τη συμμετοχή ενός Land Rover 109 Series IIA Station Wagon του 1970 στην ταινία του Νίκου Περάκη «Λούφα και Παραλλαγή» της οποίας η πλοκή/ιστορία τοποθετείτε το 1967.
Το πρώτο και δεύτερο SUV
Εχουμε φτάσει στο 1969 και το πρώτο SUV κάνει την εμφάνισή του. Πρόκειται για το Range Rover. Αν οι Βρετανοί υπερηφανεύονται για το πρώτο SUV, στην Ελλάδα περίπου έξι χρόνια μετά (το 1974 σύμφωνα με το βιβλίο Made in Greece του Λάμπρου Σκαρτσή), κατασκευάστηκε το δεύτερο. Ο Γιάννης Γουλανδρής είχε την ιδέα για ένα νέο μοντέλο, που συνδύαζε την άνεση μίας λιμουζίνας και τον χαρακτήρα ενός οχήματος 4Χ4. Τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της ιδέας αναλαμβάνει ο Γιώργος Μιχαήλ και μία ομάδα Ελλήνων μηχανικών. Μετά από 8 μήνες δουλειάς στα ναυπηγεία του Νεωρίου στη Σύρο δημιουργείται το Neorion Chicago, μία λιμουζίνα με ρετρό σχήμα, αμάξωμα από αλουμίνιο κατασκευασμένο στο ναυπηγείο και ατσάλινο σκελετό. Τα μηχανικά μέρη ήταν από Jeep Wagoneer (V8 κινητήρας αυτόματο κιβώτιο και τετρακίνηση). Κατασκευάστηκαν δύο, τα οποία είναι στην Ελλάδα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 1980, (η Ελλάδα φαίνεται να ανοίγεται προς τα έξω) έκαναν τα Jeep μόδα, ιδιαίτερα στους γόνους πλούσιων οικογενειών. Αλλωστε ο μεγάλος κυβισμός του κινητήρα και η υψηλή τιμή αγοράς τα έκαναν απαγορευτικά για όλους τους άλλους. Η Atlantic Motors ήταν η αντιπροσωπεία της AMC (American Motors Company) στην Ελλάδα, η οποία διαφήμιζε με πολλούς τρόπους τα Jeep, με εμφανίσεις σε Ελληνικά σήριαλ της εποχής. Τα CJ5, 6, και 7 έγιναν περισσότερο γνωστά ως Renegade, με εξοπλισμό που περιλάμβανε καθίσματα με blue Jean καλύμματα από τη Lewis, αλλά και ζάντες αλουμινίου με ελαστικά μεγάλης διαμέτρου. Ολα τα παραπάνω τόνωναν το εγώ των ιδιοκτητών τους που ξεχώριζαν στις disco της παραλιακής. Το κράτος είδε την μόδα και επέβαλε τόσους φόρους, που μόνο η επαγγελματική/αγροτική χρήση επέτρεπε την αγορά τους. Επιπλέον ποτέ δεν άφησε τα εκτός δρόμου οχήματα να χαρακτηριστούν επιβατικά.
Pony και Farma
Τα Citroen Pony και τα Renault Farma κατασκευάστηκαν στη χώρα μας, δεν ήταν 4Χ4 αλλά χάρη στην ανάρτηση και το χαμηλό βάρος τους μπορούσαν να κινηθούν σε κακούς χωματόδρομους. Ηταν φτηνά και πολύ πρακτικά. Τα Pony κατασκευάζονταν στη μονάδα των αδελφών Κοντογούρη στη Θεσσαλονίκη. Το αρχικό σχέδιο για το Pony-Citroen (1972-1983) δημιουργήθηκε από μία ομάδα Γάλλων μηχανικών για να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο, χαμηλού κόστους αυτοκίνητο. Είχε μηχανικά μέρη από το Citroen 2CV. Η Namco ξεκίνησε την παραγωγή του αυτοκινήτου το 1975 (18.000 παράχθηκαν, περίπου 8-10 αυτοκίνητα ημερησίως). Το Pony γνώρισε επιτυχία επειδή το κόστος λειτουργίας και συντήρησής του ήταν πολύ χαμηλό, για τον λόγο αυτό ο Ελληνικός Στρατός, η Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό τα χρησιμοποίησαν.
Τα Renault Farma
Η εταιρεία MAVA ήταν ο ελληνικός εισαγωγέας των αυτοκινήτων Renault. Το 1979 αποφάσισε να περάσει στην παραγωγή αυτοκινήτων για λόγους φορολογικής κατηγοριοποίησης. Σύμφωνα με το βιβλίο «Made in Greece» του Λάμπρου Σκαρτσή, η MAVA ανέθεσε τη δημιουργία του αυτοκινήτου στον Γεώργιο Μιχαήλ, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το Neorion Chicago. Ο Μιχαήλ, με την ομάδα του, ολοκλήρωσε την ανάπτυξη και την κατασκευή του πρωτότυπου σε χρόνο-ρεκόρ και το αυτοκίνητο, που ονομάστηκε Farma, παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά. Το πρωτότυπο δοκιμάστηκε και εγκρίθηκε από τη γαλλική εταιρεία. Είχε έναν τετρακύλινδρο κινητήρα 845 κ.εκ. 34 ίππων και κατασκευάστηκαν συνολικά 4500 κομμάτια. Το 1985 η ελληνική νομοθεσία άλλαξε και επηρέασε την αγορά γι’ αυτό το είδος των οχημάτων, κάνοντας την παραγωγή τους ασύμφορη.
Κοπτοραπτική και κυνήγι
Στην μέση των 80ties μπαίνει στο παιχνίδι των ιδιαίτερων επιλογών αυτοκινήτων και το Range Rover. Σε αντίθεση με το Renegade, το οποίο αγόραζαν ως αγροτικό όχημα/εργαλείο, το Range Rover το αγόραζαν ως επαγγελματικό. Πρώτοι το αγόρασαν οι έμποροι ρούχων, οι οποίοι καταργούσαν τα πίσω τζάμια και το πίσω κάθισμα, βάζοντας ράγες για τις… κρεμάστρες. Εκτός από κάποιους λίγους που χρησιμοποιούσαν τα Jeep Renegade και τα Range Rover για τη… ζούγκλα του Κολωνακίου ή της Γλυφάδας, οι περισσότεροι αγόραζαν τότε αυτά τα αυτοκίνητα για τις εκτός δρόμου δυνατότητές τους, τις οποίες αξιοποιούσαν στο… κυνήγι, ή για να φτάσουν μέχρι τα χιονοδρομικά κέντρα. Βλέπετε η οδήγηση 4Χ4 με σκοπό την περιπέτεια δεν ήταν ακόμη αναπτυγμένη στη χώρα μας.
Η επιλογή της ανατολής
Οσοι δεν μπορούσαν να φτάσουν τα κυβικά των δύο κυρίαρχων της μόδας κοιτούσαν προς την ανατολή. Η ανατολική Ευρώπη/ Ρωσία, μας έδωσε τα Lada Niva και η… Απω Ανατολή (Ιαπωνία) τα Suzuki SJ 410 ή Samurai. Τα δύο αυτά μοντέλα είχαν χαμηλό κυβισμό, 1600 κ.εκ. το Niva και 1000 κ.εκ. το Samurai και χαμηλή τιμή αγοράς. Ηταν πολύ ανθεκτικά, με τη συντήρησή τους να είναι φτηνή, και αμέσως έγιναν αγαπητά γεμίζοντας τα επαρχιακά κέντρα και μετά την Αθήνα.
Τα χρόνια των SUV
Τα Nineties φεύγουν, το Millennium έρχεται και λίγο πριν το ξεκίνημά τους το 1997, κάνει την εμφάνισή του το Jeep Cherokee XJ, που είναι θεωρητικά το πρώτο Sport Utility Vehicle (Οχημα Ελεύθερου Χρόνου) της σύγχρονης ιστορίας. Στην Ελλάδα πούλησε αρκετά γιατί κυκλοφόρησε σε μία εποχή… αφθονίας. Το 2000 ξεκινά η κυριαρχία των οχημάτων αυτού του τύπου στην Παγκόσμια Αγορά αλλά και την Ελλάδα. Την ίδια χρονιά οι αγώνες εκτός δρόμου 4Χ4, άνοιξαν μία νέα αγορά, η οποία έχει μία νέα άνθηση μετά την κρίση, αυτή των βελτιωμένων εκτός δρόμου οχημάτων. Δυνατοί κινητήρες, τεράστιοι τροχοί, πολύπλοκες αναρτήσεις, μεταμορφώνουν αθώα μοντέλα σε… όπλα. Οι παρέες ψάχνουν μονοπάτια και κάθε Κυριακή τα βουνά κυριολεκτικά οργώνονται.
Τότε εμφανίζεται η Porsche Cayenne. Το 2002 που παρουσιάστηκε έκανε αίσθηση και έγινε το απόλυτο σύμβολο στους Ελληνικούς δρόμους, τόσο που ο βαθμός επιτυχίας κάποιου, εξαρτιόταν από το αν έχει μία Cayenne. Το Γερμανικό μοντέλο έγινε μάλιστα δείγμα οικονομικού δείκτη, αδήλωτων εισοδημάτων από Ελληνα οικονομολόγο και σύμβουλο πρωθυπουργού. Κάπως έτσι μπήκαμε στην κρίση και τα μεγάλα SUV «παρέδωσαν» πινακίδες και έμειναν στο γκαράζ και τις πυλωτές, ή κυκλοφορούσαν με κακή συντήρηση, ή ακόμη έγιναν ανταλλαγές για ένα πιο φτηνό σε συντήρηση όχημα. Πάντως τα περισσότερα μεγάλου κυβισμού SUV ταξίδευσαν προς πώληση σε ανατολικές χώρες…
Το ηλεκτρικό μέλλον
Οι νέες νομοθεσίες για οχήματα με λιγότερους ρύπους σήμαναν την επιστροφή των Οχημάτων Ελεύθερου Χρόνου στην Ελληνική αγορά. Εγιναν υβριδικά, δεν πληρώνουν φόρους, μπαίνουν στον δακτύλιο και δίνονται και ως εταιρικά οχήματα. Βέβαια αν δεν φορτίζονται οι μπαταρίες τους απλά κοροϊδεύουν τους νόμους, αφού εκπέμπουν πολύ περισσότερους ρύπους.