Ο οίκος οπτικών E.B. Meyrowitz κατασκευάζει από το 1875 τα γυαλιά οράσεως που έχουν γράψει ιστορία για την τέχνη της κατασκευής τους, αλλά και τους διάσημους που τα λάτρεψαν.
Eλάχιστα έχουν αλλάξει στο Royal Arcade στο Μayfair του Λονδίνου εδώ και 140 χρόνια. Η εμπορική στοά με την γυάλινη οροφή, τις πλούσια διακοσμημένες καμάρες από γυψομάρμαρο, τις καμπύλες γυάλινες βιτρίνες και τις κομψές ιωνικές κολώνες είναι η επιτομή του βικτοριανού ντιζάιν. Μία από τις πιο κομψές μπουτίκ της στοάς, με χειροποίητα ντουλάπια από βρετανική καρυδιά είναι εκείνη του οίκου E.B. Meyrowitz, που δημιουργεί bespoke γυαλιά οράσεως και ηλίου, δίνοντας τόση προσοχή στη φυσιογνωμία του προσώπου, όσο κι ένας ράφτης της Savile Row στον σωματότυπο και το στιλ βαδίσματος.
Ο οίκος είναι τόσο παλιός όσο και η στοά∙ ιδρύθηκε το 1875 και το κατάστημά του στο Λονδίνο διευθύνεται σήμερα από την Sheel Davison-Lungley και τον γιο της Jamie, ένα ντουέτο που τοποθετεί την παραδοσιακή δεξιοτεχνία και την άψογη εξυπηρέτηση στην κορυφή της λίστας των εταιρικών τους αξιών. Στο εργαστήρι του οίκου κατασκευάζονται ready-to-wear και bespoke γυαλιά με χειροποίητους σκελετούς από πολύτιμα μέταλλα, ταρταρούγα, βιώσιμο κέρατο βούβαλου και απολιθωμένο κοράλλι, σε τιμές που ξεκινούν από 700 ευρώ για τα ready-to-wear, από 1920 ευρώ για τα ένα bespoke από οξική κυτταρίνη και από 3500 ευρώ για τα bespoke από κέρατο βούβαλου.
Μητέρα και γιος συνεχίζουν την κληρονομιά του ιδρυτή της εταιρίας, Emil Bruno Meyrowitz, που γεννήθηκε το 1852 στη σημερινή Γερμανία και κατάφερε να χτίσει μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες οπτικών στον κόσμο με υποκαταστήματα σε Η.Π.Α., Παρίσι και Λονδίνο. Πρωτοπόρος στη δημιουργία γυαλιών οράσεως και οπτικού εξοπλισμού, ο Meyrowitz κέρδισε ανυπολόγιστη φήμη σχεδιάζοντας και κατασκευάζοντας γυαλιά που χρησιμοποιήθηκαν στην αεροπορία και τους αγώνες αυτοκινήτων. Από το 1920 έως το 1950 πολλά ρεκόρ ταχύτητας καταρρίφθηκαν από θρυλικούς οδηγούς αγωνιστικών αυτοκινήτων όπως ο Sir Malcolm Campbell, o Henry Seagrave, και ο John Cobb που φορούσαν τα περίφημα γυαλιά Luxor της μάρκας.
Στον πρώτο αγώνα Le Mans “24 Ώρες” που έγινε το 1923 νίκησε ο André Lagache, φορώντας τα ίδια γυαλιά. O Woolf Barnato -ένα από τα “Bentley Boys” της δεκαετίας του ’20, και ο Luigi Chinetti που έκανε διάσημη την Ferrari στις Η.Π.Α προστάτευαν τα μάτια τους με τα γυαλιά του Μeyrowitz. Ωστόσο, οι παγκόσμιες πρωτιές δεν περιορίζονταν μόνο στην πίστα. O Charles Lindbergh ολοκλήρωσε την υπερατλαντική πτήση του φορώντας Luxor, το ίδιο και η Amelia Earhart στο παρθενικό της ταξίδι. Luxor φορούσαν οι Sir Douglas Douglas-Hamilton και David McIntyre στην πρώτη τους πτήση πάνω από το Εβερεστ, τον Απρίλιο του 1933. Και αυτά ήταν τα αγαπημένα πολλών πιλότων μαχητικών αεροσκαφών κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολιτικοί όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι Πρόεδροι Αιζενχάουερ και Τζορτζ Μους, φορούσαν γυαλιά οράσεως EB Meyrowitz.
Η σημερινή ιδιοκτήτρια και creative director του οίκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ουγκάντα, και στην εφηβεία της μετακόμισε με την οικογένεια της στο Λονδίνο. Από μικρό κορίτσι έδειχνε ενδιαφέρον τόσο για την τέχνη όσο και για την επιστήμη και οι δάσκαλοι έλεγαν στους γονείς της ότι πρέπει να εστιάσει σε κάποιο από τα δύο. «Τότε πήρα μια απόφαση. Οτι και να έκανα, η τέχνη θα αποτελούσε κομμάτι του» ανέφερε η Davison-Lungley. Σπούδασε οπτικός στο Λονδίνο, και ξεκίνησε να εργάζεται στο κατάστημα Meyrowitz. Οταν το 1993 η εταιρία βγήκε προς πώληση, έπεισε τους γονείς της να βάλουν υποθήκη το σπίτι τους ώστε να μπορέσει να την αγοράσει. «Ολοι μιλούσαν για τον Ε.Β. Meyrowitz όταν σπούδαζα, ακόμα και οι καθηγητές μου», είπε. «Ηταν τόσο σπουδαίος και είχε δημιουργήσει καταπληκτικά πράγματα για τους πελάτες του».
Η επιχείρηση, μέχρι τότε, πουλούσε μόνο ready-to-wear γυαλιά και η Davison-Lungley αποφάσισε να δημιουργήσει bespoke γυαλιά, καθώς εκτιμά ιδιαίτερα ότι είναι κατά παραγγελία. Αλλωστε, από την εφηβεία της είχε ξεκινήσει να σχεδιάζει τα δικά της ρούχα και έχει λατρεία για το χειροποίητο. Για να φτιαχτεί ένα ζευγάρι χειροποίητα γυαλιά, έχει προηγηθεί μία συνάντηση, στην οποία εκείνη κοιτάζει προσεκτικά το πρόσωπο και το κεφάλι του πελάτη, και μόνο με το μάτι, κάνει έως και 23 μετρήσεις για να εξασφαλίσει τέλεια εφαρμογή, μεταξύ των οποίων η απόσταση μεταξύ των ματιών και το ύψος των αυτιών. Πιο σημαντικό από τις μετρήσεις, εξηγεί, είναι η γνωριμία και η κατανόηση του πελάτη, ώστε να τον βοηθήσει να κάνει τη σωστή επιλογή στο υλικό. Τα γυαλιά του οίκου έχουν ξεχωριστό, ιδιαίτερο στιλ όμως το ζητούμενο είναι να μην παρατηρήσει κανείς ότι τα φοράτε — «θα πρέπει να γίνουν μέρος της δομής των οστών σας και κομμάτι του προσώπου σας, να φαίνεστε υπέροχοι χωρίς οι άλλοι να καταλαβαίνουν γιατί».
Χρειάστηκε 15 χρόνια για να βρει τους καλύτερους τεχνίτες για το εργαστήριο του οίκου που βρίσκεται στο Ηampton, νοτιοδυτικά του Λονδίνου. Εκεί, τα ζωγραφισμένα στο χέρι σχέδια της Davison-Lungley μεταμορφώνονται σε bespoke σκελετούς γυαλιών, οι οποίοι κόβονται και βάφονται στο χέρι, και στα οποία εφαρμόζονται premium φακοί της Zeiss ή άλλων ανεξάρτητων κατασκευαστών φακών. Από το πρώτο ραντεβού με τον πελάτη μέχρι την παράδοση των γυαλιών μεσολαβούν 6-10 εβδομάδες, με την εταιρία να εξυπηρετεί περίπου χίλιες παραγγελίες ετησίως. H διακριτικότητα είναι μία από τις αρχές του οίκου και η Davison-Lungley δεν μαρτυρά ποτέ τα ονόματα των πελάτων της – μία εκ των οποίων ήταν και η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Το σχέδιο που φτιάχτηκε για εκείνη τη δεκαετία του ’90, πρόσφατα επανακυκλοφόρησε ως μέρος της συλλογής ready-to-wear…
Photo: @ebmeyrowitz