search icon

Fine Living

Palazzo Papadopoli: Πώς είναι να ζεις στο πιο διάσημο μνημείο της Βενετίας

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες οι σταρ της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας μοιάζουν διατεθειμένοι να δώσουν και το ένα τους νεφρό, προκειμένου να διεκδικήσουν μια θέση στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι και το αρχαιότερο του κόσμου. Δεν υπάρχουν πολλοί που θα μπορούσαν να αντισταθούν στο κοσμικό σουλάτσο στο Λίντο, στα […]

Μπορεί αυτές τις ημέρες η Γαληνοτάτη να είναι το επίκεντρο της παγκόσμιας κινηματογραφικής δράσης, όμως για την οικογένεια Arrivabene η λιμνοθάλασσα με την συγκλονιστική μυθολογία είναι απλώς… το σπίτι της.

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες οι σταρ της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας μοιάζουν διατεθειμένοι να δώσουν και το ένα τους νεφρό, προκειμένου να διεκδικήσουν μια θέση στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι και το αρχαιότερο του κόσμου. Δεν υπάρχουν πολλοί που θα μπορούσαν να αντισταθούν στο κοσμικό σουλάτσο στο Λίντο, στα φλας των παπαράτσι και στην πολλή συνάφεια του κόσμου, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι παραπάνω από καλοδεχούμενη -άλλωστε ηθοποιοί, δημιουργοί, σκηνοθέτες και παραγωγοί έχουν έναν κύριο στόχο να επιτύχουν, πέρα από το λουστράρισμα του γοήτρου τους: να προωθήσουν τη δουλειά τους.

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες μια από τις από τις πιο κινηματογραφικές πόλεις του κόσμου -και μάλλον η ωραιότερη επί γης- είθισται να βουλιάζει λίγο περισσότερο από το μέσο όρο, τον οποίο οι επιστήμονες έχουν υπολογίσει στα 1-2 χιλιοστά βύθισης ετησίως. Διάσημοι, δημοσιογράφοι, κριτικοί, τουρίστες ή απλώς περίεργοι που στήνουν ξώβεργες στο κόκκινο χαλί για να ‘χουν να λένε πως συνάντησαν τον αγαπημένο τους σταρ της μεγάλης οθόνης προκαλούν το αδιαχώρητο στα ούτως ή άλλως κορεσμένα νησιά της λιμνοθάλασσας. Ευτυχώς για τους Βενετσιάνους τα στίφη πολιορκούν την πόλη μόλις για ένα δεκαήμερο -όχι δηλαδή ότι κατόπιν η κατάσταση εξομαλύνεται θεαματικά. Υπάρχουν πάντως κάποιοι που έχουν το προνόμιο να αποκαλούν τη Βενετία σπίτι τους και να ζουν 365 ημέρες το χρόνο εκείνο που οι επισκέπτες βιώνουν ως ολιγοήμερη οπτασία.

Tο εμβληματικό Palazzo
Η οικογένεια Arrivabene έχει στη ιδιοκτησία της ένα από τα 8 παλάτσο της πόλης, που εύλογα το ιταλικό κράτος έχει ανακηρύξει σε προστατευόμενα μνημεία. Ο σημερινός πατριάρχης της φαμίλιας Giberto Arrivabene είχε την τύχη να είναι το μοναδικό αγόρι της οικογένειάς του -άρα να έχει εκ γενετής το πρόκριμα στην κληρονομιά των προγόνων του- αλλά και την ατυχία να χάσει τον πατέρα του σε ηλικία μόλις 9 ετών. Από μικρός ανέλαβε μια ευθύνη δυσανάλογη με την ηλικία του και έκτοτε την υπηρετεί ακατάβλητος και ακαταπόνητος. Πριν ακόμα συμπληρώσει μια δεκαετία ζωής ο Giberto ήξερε πως το Palazzo Papadopoli ή αλλιώς ένα από τα θρυλικότερα παλάτσο της Βενετίας κάποτε θα περνούσε στην κατοχή του.

The Ballroom
The Library
Games Room
Yellow Dining Room
The Bar

Χτισμένο το 1570 στο κεντρικό κανάλι της πόλης (βλ. Canal Grande) το μπαρόκ παλάτσο ανήκε αρχικά στην οικογένεια Coccina, όμως στα τέλη του 19ου αιώνα πέρασε στην ιδιοκτησία των Κερκυραίων αδελφών Νικολό και Άντζελο Παπαντόπολι. Οι δύο τραπεζίτες που την εποχή εκείνη ήταν σάρκα από τη σάρκα της βενετσιάνικης ελίτ προχώρησαν σε ανακαίνιση και επέκταση του εντυπωσιακού κτίσματος ενώ επί των ημερών τους δημιουργήθηκαν και οι περίφημοι σήμερα κήποι.
Η μοίρα όμως του κτιρίου φαίνεται πως ήταν να καταλήξει σε ιταλικά χέρια, αφού η κόρη του Νικολό Βέρα Παπαντόπολι παντρεύτηκε τον Giberto Arrivabene -πρόκειται για την γιαγιά και τον παππού του σημερινού ιδιοκτήτη- κι έτσι εδώ και έναν αιώνα οι τίτλοι ιδιοκτησίας του χιλιοτραγουδισμένου παλάτσο της πόλης ανήκουν στους Arrivabene.

Όχι, η ζωή για τους τελευταίους απογόνους της οικογένειας δηλαδή τον Giberto Arrivabene, την σύζυγό του Vera, τις τρεις κόρες και τον μοναχογιό του, δεν ήταν πάντα τόσο εύκολη και ανέφελη όσο προϊδεάζει η ουρανομήκης σε αξία ακίνητη περιουσία τους. Ένα παλάτσο μνημειακών διαστάσεων στο οποίο μπορεί κανείς να θαυμάσει ακόμα τις άρτια διατηρημένες από το 18ο αιώνα τοιχογραφίες του Τζιαμπαντίστα Τιέπολο, έχει δυσθεώρητα έξοδα συντήρησης. Μπορεί να ακούγεται βγαλμένο από σελίδες μυθιστορήματος το να έχει κανείς ως μόνιμο τόπο κατοικίας τη Βενετία, όμως τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει είναι βγαλμένα από την αληθινή ζωή.

Στα τέλη των ‘00s ο Giberto Arrivabene, ο οποίος καθοδηγούμενος από την αγάπη του για οτιδήποτε ωραίο, αισθητικά θελκτικό και βενετσιάνικο δημιούργησε μια φιλόδοξη εταιρία παραγωγής υαλικών στο Murano, είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να πουλήσει το παλάτσο που κληρονόμησε από τους προγόνους του. Το να αποχωριστεί ένα μεγάλο κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας του και μάλιστα με μια μέθοδο που έμοιαζε περισσότερο με ακρωτηριασμό παρά με χειρουργική αφαίρεση καθόλου δεν τον ανακούφιζε. Όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Την πιο κρίσιμη στιγμή ως από μηχανής Θεός εμφανίστηκε στην ζωή του ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας πολυτελών ξενοδοχείων Aman. Η κοινωνική γνωριμία του με τον Andrian Zecha εξελίχθηκε σε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και φιλίας. Ο 90χρονος σήμερα Ινδονήσιος hotelier δεν άργησε μάλιστα να προτείνει στον Arrivabene κάτι που δεν περίμενε, αλλά ήθελε διακαώς να ακούσει. Έπειτα από μια 15ετία άκαρπης έρευνας για ένα κτίριο που θα μπορούσε να στεγάσει το πρώτο ξενοδοχείο της αλυσίδας επί ιταλικού εδάφους, ο Zecka το είχε μπροστά του. Ναι, ήταν το Palazzo Papadopoli.

Ο κόμης Giberto Arrivabene με τις τέσσερεις κόρες του. @veraarrivabene/Instagram

Ο Arrivabene σκέφτηκε δυο και τρεις φορές την πρόταση, ζύγισε τα θετικά και τα αρνητικά της και τελικά αποδέχτηκε την πρόταση του φίλου του θέτοντας όμως κάποιες προϋποθέσεις. Ο Zecka θα ενοικίαζε και δε θα αγόραζε το παλάτσο, το ξενοδοχείο που θα προέκυπτε δε θα είχε περισσότερα από 40 δωμάτια και σουίτες και κυρίως τα κλειδιά των δύο τελευταίων ορόφων θα παρέμεναν στους Arrivabene. Το 2013 το εφτάστερο Aman Venice υποδέχτηκε τους πρώτους επισκέπτες του στα μόλις 24 δωμάτιά του ενώ μια δεκαετία μετά η οικογένεια των Ιταλών αριστοκρατών εξακολουθεί να κατοικεί σε αυτά που πιθανότατα είναι τα πιο προνομιακά σε έκταση, ανέσεις, πολυτέλεια, ιστορία και βέβαια θέα διαμερίσματα της Γαληνοτάτης.
Ο Giberto Arrivabene εξακολουθεί παράλληλα με την εργασία του σε μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρίες ασφαλίσεων να καταπιάνεται με το μεράκι του -ήτοι τα γλυπτά Μουράνο- και να επισκέπτεται το ομώνυμο νησί δις εβδομαδιαίως, η σύζυγός του, κόμισσα του έκπτωτου οίκου της Σαβοΐας, διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο του οίκου Christie’s στην Ιταλία ως αναπληρώτρια πρόεδρος ενώ οι μεγαλύτερες κόρες του ζευγαριού, Viola και Vera εκτός από επιφανή μέλη της νέας γενιάς του ευρωπαϊκού τζετ σετ είναι και δημιουργοί του brand ViBi, κατασκευάζοντας πολυτελείς σύγχρονες εκδοχές των παραδοσιακών βενετσιάνικων υποδημάτων (furlane).
Όλοι τους μοιράζονται την ίδια στέγη στους δύο τελευταίους ορόφους του Palazzo Papadopoli αλλά και τη δυστυχία, όπως την ονομάζει η Bianca Arrivabene, να έχουν μεγαλώσει στη Βενετία και άρα να μη νιώσουν ποτέ το αίσθημα της πρώτης επίσκεψης στη Serenissima. Αυτά κι αν είναι βάσανα.
www.aman.com, @aman_venice/Instagram

Exit mobile version