Μιλήσαμε με τον Χρήστο Πασσά, Design Director των Zaha Hadid Architects, ενός από τα πιο σημαντικά γραφεία αρχιτεκτονικής στον κόσμο.
Ο Χρήστος Πασσάς έγινε μέλος του κορυφαίου γραφείου Zaha Hadid Architects, ως Senior Designer, τον Φεβρουάριο του 1998 και υπήρξε βασικό μέλος στην ανάπτυξη της συνολικής καλλιτεχνικής εξέλιξης του studio, της επιχειρηματικής του ανάπτυξης, της πολιτισμικής προσέγγισης και της διεύθυνσης ενός μεγάλου φάσματος κατασκευασμένων και μη κατασκευασμένων έργων και σχεδιαστικών προτάσεων που υπεβλήθησαν σε διάφορους διαγωνισμούς.
Έλαβε το πτυχίο αρχιτεκτονικής με Honours στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου Pratt στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1995, ως Fulbright Scholar, και το Μεταπτυχιακό του το 1998 στο Advanced Architectural Design από το Architectural Association, στο Λονδίνο. Έλαβε το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα το 1998 στο Advanced Architectural Design από το Architectural Association, στο Λονδίνο.
Η συμμετοχή του στην κριτική επιτροπή των επερχόμενων Grail Αwards ήταν η αφορμή: “Σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις, τα βραβεία αυτά, συμπεριλαμβανομένων και των Grail, προσπαθούν να καταφέρουν κάποιους στόχους. Πρώτον, η ανάδειξη του καλού design, της όμορφης σκέψης που έχει άμεση σχέση με τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική, το interior και ο φωτισμός επιδρούν στην ποιότητα ζωής. Ο ρόλος των κριτών σε τέτοιους διαγωνισμούς είναι να ξεχωρίσουν τις δουλειές που εκφράζουν την αίσθηση της εποχής και έχουν έναν “αέρα” καινοτομίας. Μιας εναλλακτικής σκέψης. Έτσι θα ξεχωρίσουμε τις εξέχουσες προτάσεις που θα εμπνεύσουν κι άλλους ανθρώπους”.
–Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με το γραφείο της Ζάχα Χαντίντ; Σε συνέχεια της εκπαίδευσής μου στην Αμερική ως αρχιτέκτονα, στα early ’90s στο Μπρούκλιν και συγκεκριμένα στο Pratt Institute, γνώρισα μια γενιά Αμερικάνων αρχιτεκτόνων οι οποίοι με δίδαξαν και με ενέπνευσαν περί αρχιτεκτονικής με τέτοιο τρόπο ώστε ίσως αργότερα, ανεπαίσθητα, αυτό με καθοδήγησε στο γραφείο της Ζάχα Χαντίντ. Το Pratt ήταν ένα σχολείο που μας εκπαίδευε και στο μηχανικό, αλλά και στο καλλιτεχνικό, κομμάτι της εργασίας ενός αρχιτέκτονα. Η αρχιτεκτονική ήταν λοιπόν, ο κοινός παρανομαστής μεταξύ της μηχανικής και της Τέχνης. Έτσι μπορούσες να μάθεις διάφορα πράγματα για το μπετόν και το σίδερο τα οποία ήξερα και καταλάβαινα, χωρίς να τα βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όσο το να κάνεις γλυπτική, ζωγραφική, φωτογραφία, σχεδιασμό κοσμημάτων. Επομένως όλα αυτά τα πράγματα εμπλούτιζαν τη διδακτική δομή και σε συνδυασμό με το εκπαιδευτικό προσωπικό δημιουργείτο ένα πολύ ενδιαφέρον κλίμα για να μάθεις πράγματα. Όταν έφυγα το 1995-96 από την Αμερική για την Ευρώπη, είχε ήδη ξεκινήσει η τεχνολογική επανάσταση, με αποτέλεσμα τα PCs να αρχίσουν να γίνονται κομμάτι της καθημερινής ζωής και σιγά-σιγά άρχισαν να μπαίνουν προγράμματα όπως το Αutocad/3DS στην καθημερινότητα της δουλειάς μας. Τότε ερχόμενος στο Λονδίνο και μπαίνοντας στην Architectural Association ένα από τα πιο ενδιαφέροντα “μέτωπα” που είχαμε ως φοιτητές ήταν να εντάξουμε το ψηφιακό design στην καθημερινότητα της δουλειάς μας. Χτες μιλούσα με κάποιον από το Phaeno Science Center στο Βόλφσμπουργκ που κλείνει τα 20 χρόνια λειτουργίας του -ένα από τα πρώτα μου έργα που έκανα για τη Ζάχα Χαντίντ. Ο τρόπος που έγινε η σύλληψη αυτού του κτιρίου ήταν μέσα από ένα άλλο μέσο, με κάποιον άλλο τρόπο ενόρασης, της όλης σχεδιαστικής προσπάθειας. Τότε τα computers είχαν δώσει αυτήν την αλλαγή στον τρόπο δουλειάς μου ως αρχιτέκτονα και τη σχέση μου με το προϊόν της δημιουργικής παραγωγής.
-Πώς ξεκινήσατε να εργάζεστε με τη Ζάχα Χαντίντ; Η δουλειά με τη Ζάχα ξεκίνησε μέσα από αυτούς τους δημιουργικούς “πειραματισμούς” με την τεχνολογία. Την συνάντησα μια φορά στην Archtectural Association (AA). Ως φοιτητής είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω προτάσεις μου και είχαμε πολύ έντονες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις, και ειδικά για τον ρόλο των computers και του σχεδίου, αλλά και το πώς ο αρχιτέκτονας πρέπει να βλέπει την κάτοψη, την τομή μέσα από αφηρημένες αναπαραστάσεις. Αυτή η κουβέντα εξελίχθηκε μέσα από τη δουλειά που κάναμε μαζί τα επόμενα χρόνια. Κι έτσι βγήκαν τα έργα που βλέπουμε σήμερα. Εκείνη ζήτησε να κάνω αίτηση για να δουλέψουμε μαζί. Εργαστήκαμε αρκετά, μέρα-νύχτα, προκειμένου να καταφέρουμε να υλοποιήσουμε αυτό που είχε η Ζάχα στο μυαλό της.
-Πώς ήταν η Ζάχα ως αρχιτέκτονας; Ήταν εξαίρετη αρχιτέκτονας, με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και αντίληψη του χώρου. Αυτό το έβρισκα πολύ ελκυστικό και ενδιαφέρον επαγγελματικά. Η δουλειά ήταν μια διαδικασία αναζήτησης για το που οδεύει όλο αυτό. Υπήρχαν κάποιες κυρίαρχες ιδέες και δομές και στη συνέχεια μια αναζήτηση και ταυτόχρονα μια ανακάλυψη τού τι ήταν αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Η Ζάχα ενθάρρυνε τον πειραματισμό και την εντελώς εναλλακτική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής. Στην αρχή δεν ήμασταν εκεί για τα χρήματα. Στην καλύτερη περίπτωση ήμασταν ένα Startup και στην χειρότερη ένα πειραματικό εργαστήριο χωρίς χορηγό.
-Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχετε μόλις ακούτε το όνομά της; Η ένταση με την οποία γινόταν η δουλειά. Δεν ήταν κάτι το σύνηθες και το βαρετό. Ήταν ένα “μαγειρείο πίεσης” όπως έλεγε ένας συνάδελφος μας.
-Πόσα άτομα ήσασταν το 1998; Ήμασταν 7 άτομα συνολικά. Τώρα είμαστε 520 άτομα.
-Ήσασταν ο πρώτος Έλληνας στο γραφείο; Παρότι η Zαχα είχε συνεργαστεί παλιότερα με Έλληνες αρχιτέκτονες, ήμουν, ναι, ο πρώτος που εργάστηκε μαζί της σε συστηματική βάση. Προσπάθησα να φέρω σχεδιαστικά κάποιες από τις ελληνικές αρετές, ιδέες και πρακτικές όπως θέματα συμμετρίας κι ασυμμετρίας αλλά και θέματα ροής. Υπήρχε μια πολυπολιτισμική αντιμετώπιση των έργων μας. Έπρεπε να αντιληφθείς το πώς έβλεπε κάθε αρχιτέκτονάς μας, ένα έργο. Έτσι καταφέραμε την κωδικοποίηση μιας παγκόσμιας γλώσσας. Το σημαντικό ήταν ότι πίσω από το σχεδιασμό μας υπήρχαν αξίες που παραμένουν επίκαιρες και σήμερα. Η Ζάχα, για παράδειγμα, εμπνέονταν από την αραβική καλλιγραφία, μέσα από την οποία επινόησε αυτές τις ρευστές μορφές στη σχεδιαστική γλώσσα του γραφείου. Το graffiti project που κάναμε στη Βιέννη ήταν όμως ένα άλλου είδους γλώσσας. Στο “pression cooker” συνδυάστηκαν όλες αυτές οι καταστάσεις και ιδέες. Αυτές που επιβίωσαν ήταν αυτές που ήταν πιο άξιες αλλά και διαχρονικά πιο επίκαιρες.
-Κάνατε κτίρια με πιο αυθόρμητες διαδικασίες, πχ ένα σκίτσο; Όχι ακριβώς. Αν και στο γραφείο είχαμε ένα έντονα πειραματικό στάδιο. Γιατί στην αρχή δεν είχαμε πάρα πολλές δουλειές. Κάναμε έργα που δεν κτίζονταν. Μέσα από αυτό το πειραματικό πεδίο μαθαίναμε κι εμείς το πώς μπορούσαμε να αναπτύξουμε όλες αυτές τις ιδέες που προανέφερα.
-Η “εκτίναξη” των έργων του γραφείου πότε έγινε; Έγινε γύρω στο 2000 όταν με την αλλαγή της χιλιετηρίδας εργαζόμασταν σε έργα όπως το Mind Zone, installation που φτιάξαμε στο Millemnium Dome του Richard Rodgers κι ασχολούταν με το μυαλό και τον τρόπο λειτουργίας του. Kαι το Lois & Richard Rosenthal Center στο Σινσινάτι των ΗΠΑ. Όπως η μελέτη που ετοιμάσαμε στο Phaeno Science Center στη Γερμανία -το πιο μεγάλο και πολύπλοκο κτίριο που πραγματοποιήσαμε μέχρι τότε. Και το μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Ρώμη που έγινε επίσης την ίδια εποχή. Ήταν πολύ όμορφα κτίρια όλα από μπετόν και με ρευστές μορφές. Ήταν μια πραγματική έκρηξη, όπου όλα αυτά τα κτίρια μάς ανατέθηκαν μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών. Μέχρι το 2000 είχαμε 6 projects. Από εκεί και πέρα έγινε αυτό που το “μπαμ”. Μέχρι το 2005 φτάσαμε από τα 7 στα 140 άτομα.
-Ποια είναι τα καθήκοντα και ποια τα προσόντα που απαιτούνται για τη δουλειά σας; Χωρίς σεμνότητα μου ζητάς να σου πω; Η ταπεινοφροσύνη είναι μέρος του χαρακτήρα κάποιου, δεν μπορείς να την αφαιρείς έτσι στα καλά καθούμενα.
-Η ταπεινοφροσύνη μπορεί να είναι επίκτητη. Μπορείς να την αποκτήσεις μετά από κάποια χρόνια στο εξωτερικό, για παράδειγμα. Εκεί που συνειδητοποιείς μακριά από τους δικούς σου, ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου… Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν τα ξέρεις όλα. Μεγάλη κουβέντα το “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”. Κι αυτό σε φέρνει σε μια άλλη θέση που είναι πολύ πιο “νεανική”, γιατί σου δίνει το περιθώριο να ζήσεις πιο όμορφα αφού πάντα έχεις να μάθεις κάτι. Ακόμα, να έχεις ενδιαφέρον για πολλά και ποίκιλα θέματα. Να ηρεμείς, επίσης, κάποιες φορές την ψυχούλα σου για να βλέπεις τις ευαισθησίες της ζωής. Και νομίζω ότι είναι αυτή η “ποίηση του Θείου” που πρέπει να φέρνεις στη δουλειά. Μαζί με το work ethic. Πολλοί δεν αντέχουν την ένταση της δουλειάς αλλά αυτή, πρέπει να υπάρχει. Να ξέρεις τι σημαίνει ο υπολογιστής και τι ο άνθρωπος. Δύο μορφές που θα παλέψουν άγρια στο τέλος.