Το Αντίπαρος 1 είναι ένα μοναδικό υπόσκαφο έργο που πέτυχε να συγχωνευτεί με το περιβάλλον και παράλληλα να λουστεί με φυσικό φως.
Η ιδέα του Αντίπαρος 1 είναι μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία γιατί σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε το οικόπεδο που περιβαλλόταν από σχεδόν όλη τη χώρα της Αντιπάρου, να μπορεί να κρυφτεί και να ενσωματωθεί πλήρως στο τοπίο. Το αρχιτεκτονικό γραφείο Tsolakis architects με μια σειρά πέτρινων γραμμών ενέταξε το κτίριο στο ανάγλυφο του τοπίου απολαμβάνοντας την πανοραμική θέα προς την Πούντα της Πάρου.
Πηγή έμπνευσης του έργου ήταν μια ξερολιθιά η οποία γίνεται τεθλασμένη για δύο λόγους, σύμφωνα με τον ιδρυτή του γραφείου Γιώργου Τσολάκη. «Για να προστατεύσουμε πρώτον τα ανοίγματα του κτιρίου από το έντονα μελτέμια του καλοκαιριού και δεύτερον να δημιουργήσουμε ένα ανάγλυφο σκιάς πάνω στο κτίριο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκύπτει με τα υπόσκαφα κτίρια είναι ότι εξ ορισμού πρέπει να είναι μια επίπεδη ευθεία επιφάνεια, που εμείς όμως τη «σπάσαμε», την κάναμε τεθλασμένη με εξάρσεις και εσοχές οι οποίες παρήγαγαν πολύ ενδιαφέρουσες σκιές. Η διαφοροποίηση των δύο επιπέδων, δημιουργεί πολλούς προστατευμένους χώρους από το μελτέμι και ταυτόχρονα ο συνδυασμός των μικρών υπέργειων κατασκευών, καθώς και των μεγάλων υπαίθριων χώρων γύρω από τα κτίρια, μας βοήθησε πολύ στο να έχουμε εναλλακτικές θέσεις διημέρευσης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Το υπόσκαφο θεωρείται σήμερα ευεργετικό κτίριο, γιατί είναι αειφόρο από την ίδια του την υπόσταση. Για τους υπέρμαχους του είδους, είναι ένα κτίριο που μπορεί στη φάση της κατασκευής να δημιουργεί διάφορα ζητήματα εκσκαφών στο τοπίο αλλά όταν ολοκληρωθεί, εντάσσεται πλήρως μέσα στο χώρο και έχει την ελάχιστη δυνατή όχληση προς το φυσικό περιβάλλον. Η βλάστηση στην οροφή λειτουργεί ως φυσικός κλιματισμός αλλά και μόνωση ταυτόχρονα, ενώ ο διαμπερής φωτισμός και αερισμός του σπιτιού μέσω των μπροστινών ανοιγμάτων και των πίσω αιθρίων χώρων δημιουργεί τέτοιες συνθήκες ώστε να είναι φωτεινό και δροσερό. “Να φανταστείτε παρατηρήσαμε πως σχεδόν ποτέ το καλοκαίρι δε χρειάστηκε να ανάψουν κλιματιστικό σε αυτό το σπίτι. Υπήρχε σχεδόν πάντοτε ένα ελαφρύ αεράκι το οποίο ανανέωνε τον χώρο της κατοικίας».
Ενα σπίτι που χτίζεται στην ουσία μέσα στη γη, δεν διατρέχει τον κίνδυνο να είναι σκοτεινό; «Κι εμείς φανταζόμασταν ότι ένα υπόσκαφο σπίτι θα είναι πάρα πολύ σκοτεινό. Αλλά αν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει μελετηθεί η σωστή τοποθέτηση των αίθριων, τότε αυτό σου δίνει τη δυνατότητα του καλού φωτισμού μέχρι το βάθος του κτιρίου αρκεί να υπάρχει η σωστή αναλογία κλειστού και ανοικτού χώρου σε όλες τις πλευρές του. Ετσι στο κεντρικό χώρο διημέρευσης έχουμε τρεις διαφορετικές φωτιστικές επιφάνειες. Μια στο σαλόνι με θέα προς το κανάλι της Πούντας, μια προς τα δεξιά προς την τραπεζαρία σ’ ένα μεγάλο αίθριο και μια από την άλλη πλευρά με ένα μικρότερο αίθριο προς την κουζίνα», περιγράφει ο Γιώργος Τσολάκης.
Η κατοικία αποτελείται από 3 υπόσκαφα κτίρια και ένα υπέργειο, τα οποία με την χρήση τοπικών φυσικών υλικών (πέτρα και ξύλο) προσπαθούν να συγχωνευτούν με το περιβάλλον. Δημιουργούνται δηλαδή μικρά κτίρια ήπιας επέμβασης, δίνοντας έμφαση στον μετασχηματισμό του εδάφους και αποφεύγεται η επιβάρυνση ενός τόσο ιδιαίτερου τοπίου με μεγάλους κτιριακούς όγκους. Μπροστά από τα κτίρια, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν τα δωμάτια μιας κατοικίας, δημιουργούνται μεγάλοι υπαίθριοι χώροι εκτόνωσης, απαραίτητοι σε μια κυκλαδίτικη εξοχική κατοικία όπου η καθημερινή ζωή εκτυλίσσεται κυρίως στον υπαίθριο χώρο. Πέργκολες και δομικά στοιχεία πλήρως ενταγμένα στο περιβάλλον καλούνται να προστατέψουν τον χρήστη από τον έντονο ήλιο και τον αέρα. Το εσωτερικό τον υπόσκαφων κτιρίων φωτίζεται από μακριές σχισμές στο έδαφος, οι οποίες δημιουργούν μία σκηνογραφική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό των δωματίων.
Υπήρξαν πολλές δυσκολίες στο ξεκίνημα του έργου. Χρειάστηκε να γίνουν εκσκαφές βάθους περίπου δέκα μέτρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, με μηχανικά σφυριά που δούλευαν πάνω από τρεις μήνες και η μικρή επιφάνεια του οικοπέδου με την αρκετά έντονη κλίση, τους δυσκόλεψε πολύ γιατί οι εργασίες έπρεπε να γίνουν τμηματικά και κλιμακωτά.
Το άλλο πρόβλημα ήταν η μόνωση. Θερμομόνωση και υγρομόνωση. Η οποία έπρεπε να ήταν πάρα πολύ ισχυρή. «Εκεί επιλέξαμε τη μέθοδο της πολυουρίας. Πολύ σημαντική ήταν η τελική πλήρωση της περιοχής με χώμα. Η μεγάλη κλίση του εδάφους αφού γέμισε με φυτικό χώμα παρουσίασε μεγάλη ευαισθησία στις έντονες βροχοπτώσεις όπου κυλούσε προς τα κάτω, προς το κτίριο επειδή δεν είχαν πιάσει οι ρίζες του. Με το πέρασμα του χρόνου, το πρόβλημα σταμάτησε. Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των σπιτιών στις Κυκλάδες είναι η διαχείριση του αέρα. Σε αυτήν την κατοικία υπάρχουν τουλάχιστον πέντε – έξι περιοχές που κατά τη διάρκεια του μελτεμιού μπορεί κάποιος να καθίσει ήρεμα. Ταυτόχρονα η κατοικία έχει τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή θέα προς τη χώρα της Αντιπάρου. Ειδικά το βράδυ το θέαμα είναι μαγευτικό. Και στο τέλος ήταν και η διαχείριση της ιδιωτικότητας. Μιλάμε για σπίτια που είναι μεγάλα, έχουν πολλούς ξενώνες και ένας πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ο σχεδιασμός με τις τεθλασμένες γραμμές που εξασφαλίζει την ιδιωτικότητα του κάθε καλεσμένου».