To Glade house των Potiropoulos & Partners αποτελεί, σύμφωνα με το ίδιο το αρχιτεκτονικό γραφείο, μια μοντέρνα εξύμνηση της παραδοσιακής ελληνικής αυλής των παιδικών μας χρόνων.
Αν βρίσκαμε ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του Glade house και την υψηλή γαστρονομία θα ήταν κάτι πέρα από τα υλικά κατασκευής, το λειτουργικό χώρο ή τη μορφή του έργου. Το κοινό τους στοιχείο κι αυτό αποτελεί κοινό παρονομαστή στα έργα του γραφείου Potiropoulos & Partners είναι η θεατρική αντίληψη του χώρου, ένας τρόπος παρέμβασης παράδοξος αλλά και πολύτιμος σαν σπάνια αρχιτεκτονική πέτρα, όπου ο αρχιτέκτονας καταφέρνει με τον τρόπο του να κάνει την καθημερινότητα των πελατών αλλά και των απλών περαστικών πιο όμορφη, όπως μας εξηγεί παρακάτω ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος.
Πώς προέκυψε η ιδέα του «Glade House» και ποια η πηγή έμπνευσης για τη σύλληψή της;
Αν υπάρχει ένας χώρος στην τυπολογία της κατοικίας που συναντάται διαχρονικά στη διεθνή αρχιτεκτονική παράδοση είναι η αυλή. Ενας τόπος αρχετυπικός, τόπος συνεύρεσης, γεμάτος μνήμες και όνειρα για το μέλλον. Στην σχεδόν αδόμητη αυτή περιοχή της Παιανίας, ανάμεσα από συστάδες δέντρων και καλλιέργειες, την αυλή υποκαθιστά το «ξέφωτο». Ο κτιριακός όγκος αναπτύσσεται σε μια τεθλασμένη γραμμή που δημιουργεί το πρώτο όριο, ενώ το δεύτερο, σε αντίστιξη, διαμορφώνεται από σειρά υψίκορμων δέντρων και χαμηλής βλάστησης, από την ίδια τη φύση. Μεταξύ τους περιέχεται ο υπαίθριος ενδιάμεσος χώρος, το «ξέφωτο», που δηλώνει τον χωρικό καμβά πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η συγκεκριμένη αφήγηση.
Το οικόπεδο το επέλεξε ο πελάτης ή μαζί σας; Πώς και κατέληξε στη συγκεκριμένη επιλογή μίας γης «μέσα στο πουθενά»;
Ο ίδιος ο πελάτης το επέλεξε, αλλά εξαρχής συμφωνήσαμε απόλυτα. Για τον Heidegger (σ.σ.: Γερμανός φιλόσοφος), μόνο σε μια κατοικία συμφιλιωμένη με τη φύση ο άνθρωπος «είναι μέσα στον κόσμο» και σε μία ασφαλή σχέση μαζί του. Οφείλουμε να κτίζουμε με τον τρόπο που καλλιεργούμε τη γη, κατοίκηση έχουμε μόνο στην ύπαιθρο, ριζωμένοι στο έδαφος, στην οικεία μνήμη. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος έπρεπε να παλεύει με τη φύση και πλέον, ενώ διανύουμε την τρίτη χιλιετία, έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι για να επιβιώσει πρέπει να την προστατέψει, να ζήσει μαζί της.
Τι σας απασχόλησε περισσότερο κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού, σε τι εστιάσατε;
Στις ημέρες μας ανακύπτει στην αρχιτεκτονική ένα ζήτημα «ευελιξίας», με την έννοια της μετάβασης από το σημερινό στάτους, όπου το κτίριο λειτουργεί με «συμβατικά» δεδομένα, σε ένα μελλοντικό, όπου θα λειτουργεί βάσει άγνωστων σε μας παραμέτρων, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ολα αυτά προσφέρουν ένα γόνιμο πεδίο για να σκεφτούμε ότι βαδίζουμε προς μια αρχιτεκτονική με απροσδιόριστο προφίλ, με την οποία δεν έχουμε έρθει ακόμη αντιμέτωποι. Το «Glade House» δίνει ακριβώς την ευκαιρία να διερευνηθούν πιθανές αναλογίες και σχέσεις που εισάγονται στον σχεδιασμό από άλλα, πιο «ελαστικά» χωρικά συστήματα οργάνωσης.
Ποια η διάρκεια κατασκευής του έργου;
Περίπου δύο χρόνια.
Ποιο μήνυμα εκπέμπει το κτίριο;
Βασική συνθετική επιλογή αποτέλεσε η επινόηση χειρονομιών που αντιμετωπίζουν το κτίριο όχι στενά ως λειτουργία, αλλά σαν ένα σύνολο πολλαπλών εμπειριών με κύριο θέμα το φυσικό στοιχείο. Στην προσέγγιση αυτή, η αρχιτεκτονική «ιδέα» έχει δώσει τρισδιάστατη υπόσταση, την αντιλαμβάνεται ως πυκνωτή αφηγήσεων, όπου κάθε συνιστώσα της έχει υφή, βαρύτητα, θερμοκρασία και ακουστική ποιότητα, χαρακτηριστικά που δεν έχουν να κάνουν με αφηρημένες έννοιες αλλά με μια εμπεριστατωμένη εμπειρία. Το «Glade House» θέτει όρια, διαιρεί, παράλληλα συνδέει, συνομιλεί με το περιβάλλον του, παράγει χώρο. Ομως, πάνω από όλα, απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου, σε ένα συνεχές βιωματικό παρόν υπάρχει ο άνθρωπος.