Ένα ονειρεμένο 8ωρο ταξίδι με την πρώτη τουριστική διαδρομή της ιστορίας, που ξεκίνησε το 1930.
Συνήθως όταν αποκαλούμε ένα τρένο «εξπρές» ο νους μας πάει στις ασύλληπτες ταχύτητες, με τις οποίες πλέον κινούνται πολλοί σιδηρόδρομοι στην Ευρώπη κι έχουν ουσιαστικά εκμηδενίσει τις αποστάσεις. Το Εξπρές των Παγετώνων (Glacier Express) κάνει το ακριβώς αντίθετο: Διαφημίζει την υπηρεσία του ως «το πιο αργό εξπρές τρένο στον κόσμο»! Και πράγματι, ένα κανονικό δρομολόγιο καλύπτει τα 291 χιλιόμετρα της διαδρομής σε 7 ώρες και 55 λεπτά. Ελάχιστα περισσότερο από 36 χιλιόμετρα ανά ώρα. Ακόμα και ο θρυλικός ελληνικός «καρβουνιάρης» ήταν γρηγορότερος.
Η πολύ αργή διαδρομή
Κανείς από τους ταξιδιώτες δεν διαμαρτύρεται γιατί αυτή είναι και η μαγεία της διαδρομής που προσφέρει μερικά από τα πιο μαγευτικά τοπία που μπορεί να δει όποιος επισκέπτεται τις ελβετικές Άλπεις. Ίσα-ίσα που πολλοί θα ήθελαν να είναι ακόμα πιο αργή η διαδρομή, για να απολαύσουν καλύτερα όσα έχει να τους δώσει το εντυπωσιακό θέαμα.
Το Glacier Express είναι η πιο παλιά αμιγώς τουριστική διαδρομή σιδηρόδρομου στον κόσμο, έχοντας ξεκινήσει τα δρομολόγιά του από το 1930, όταν η τουριστική βιομηχανία ακόμα και στην ανεπτυγμένη Ευρώπη βρισκόταν στα σπάργανα. Το δρομολόγιο συνδέει δύο από τα πιο διάσημα βουνά των Άλπεων, το Μάτερχορν στα νοτιοδυτικά και το Πιζ Μπερνίνα στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Η διαδρομή ξεκινάει από το Ζερμάτ, μια γραφική κωμόπολη στο γερμανόφωνο μέρος του κρατίδιο του Βαλέ κι έχει τρεις τερματικούς σταθμούς: Το Σουρ, την πόλη-πρωτεύουσα του κρατιδίου του Γκαουμπίντεν, και δύο πολύ πιο γνωστούς οικισμούς, το Σεν Μόριτζ με το εμβληματικό χιονοδρομικό του κέντρο και το Νταβός, μεταξύ άλλων παγκόσμιο κέντρο διεθνών συναντήσεων και συνεδρίων.
Από το Μάτερταλ, μια περιοχή ακριβώς κάτω από το Μάτερχορν σε υψόμετρο 1.606 μέτρων, το τρένο κατεβαίνει στην μεγάλη κοιλάδα του Βαλέ στο Μπριγκ. Ταξιδεύει συνολικά 291 χιλιόμετρα μέσω του κέντρου των Ελβετικών Άλπεων, πάνω από 291 γέφυρες, αλλά και μέσα από 91 σήραγγες. Η πιο διάσημη απ’ αυτές είναι η σήραγγα Φούρκα, μήκους 15,4 χιλιομέτρων, σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, η οποία παρακάμπτει το ομώνυμο πέρασμα Furka.
Μετά από μια ενδιάμεση στάση στο Άντερματ, σε μια απομονωμένη ψηλή κοιλάδα των Άλπεων, η διαδρομή διασχίζει στο πιο ψηλό της σημείο το πέρασμα Όμπεραλπ στα 2.033 μέτρα πριν κατέβει στο χαμηλό του σημείο στο Σουρr στα 585 μέτρα. Από το Σουρ το εξπρές ανεβαίνει και πάλι και σταματάει στον κόμβο Φίλισουρ, όπου οι ταξιδιώτες μπορούν να αλλάξουν τρένο και να φτάσουν είτε στο Νταβός προς τα ανατολικά, είτε στο θέρετρο Σεν Μποριτζ στα νότια. Για να φτάσουν εκεί διασχίζουν την οροσειρά Αλμπούλα μέσω μιας σήραγγας στα 1.800 μέτρα.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, τα βαγόνια που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη διαδρομή δεν έχουν σχέση με τα βαγόνια μιας κανονικής αμαξοστοιχίας. Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι στη μία τους πλευρά υπάρχει μόνο μία θέση κι όχι δύο ή τρεις, όπως συνήθως. Κι αυτό για να δίνουν την αίσθηση στον ταξιδιώτη ότι δεν χάνει το παραμικρό από τη θέα. Υπάρχουν, βέβαια, και διαφορές στις υπηρεσίες, όπως και στις θέσεις. Διαφορά, επίσης, υπάρχει και στα παράθυρα του τρένου, που είναι πιο μεγάλα και κάποια βαγόνια έχουν παράθυρα μέχρι και στην οροφή, για να προσφέρουν πλήρη θέαση.
Για πολλά χρόνια λειτουργούσαν τρεις διαφορετικές θέσεις (φυσικά με διαφορετικές τιμές εισιτηρίου), αλλά από το 2017 και μετά οι θέσεις έχουν περιοριστεί σε δύο. Στην πρώτη θέση παρέχεται και ένα πλήρες γεύμα σε ειδικά διαμορφωμένο βαγόνι-εστιατόριο με μεγάλα παράθυρα, για να απολαμβάνει ο ταξιδιώτης τη θέα μαζί με το μενού. Η δεύτερη θέση προσφέρει τη δυνατότητα απευθείας ταξιδιού χωρίς φαγητό, αν και υπάρχει η δυνατότητα να αγοράσει κανείς ένα σνακ ή νερό από περιφερόμενα τρέιλερ με υπαλλήλους του τρένου (όπως γίνεται π.χ. στα αεροπλάνα).
Η τιμή, βέβαια, είναι τσουχτερή. Για μία πλήρη διαδρομή πρώτης θέσης –με γεύμα- από το Ζερμάτ στο Σεν Μόριτζ ή το Νταβός θα χρειαστείτε 270 ελβετικά φράγκα (ελάχιστα περισσότερα από 250 ευρώ). Η απλή διαδρομή στη δεύτερη θέση κοστίζει λίγα περισσότερα από 150 ελβετικά φράγκα, δηλαδή 140 ευρώ. Η τιμή αυτή δεν απέτρεψε καθόλου περισσότερους από 187.000 ανθρώπους να ζήσουν αυτή την εμπειρία μόνο το 2023.
Τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας του δρομολογίου, η υπηρεσία ήταν διαθέσιμη μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Κι αυτό διότι το χειμώνα σε συγκεκριμένες περιοχές έπεφτε τόσο χιόνι, που κάλυπτε τις γραμμές και έκανε αδύνατη τη διάβαση. Τα πρώτα χειμωνιάτικα δρομολόγια έγιναν το 1982, όταν και δόθηκε προς χρήση το τούνελ στο πέρασμα Φούρκα.
Οι εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τη συγκεκριμένη διαδρομή έσπευσαν να προγραμματίσουν δρομολόγια όλο το χρόνο και αμέσως οι πωλήσεις εισιτηρίων εκτοξεύθηκαν. Το 1982 μόλις 20.000 ήταν αυτοί που ταξίδεψαν στη διαδρομή, αλλά το 1984 είχαν τετραπλασιαστεί (80.000). Την πρώτη δεκαετία του 2000 η συγκεκριμένη γραμμή έφτασε σε υψηλότατα επίπεδα δημοφιλίας, συγκεκριμένα το 2005 έσπασε το φράγμα των 250.000 ταξιδιωτών.
Μετά από μια μικρή υποχώρηση λόγω κυρίως των περιορισμών της πανδημίας COVID-19, η γραμμή βρίσκει την παλιά της δημοφιλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διατηρούν οι εταιρείες εκμετάλλευσης, οι πιο φανατικοί χρήστες της γραμμής είναι οι Γερμανοί, οι Ιάπωνες και οι Ινδοί.
Από το 2018 προσφέρεται και μια ημερήσια «κυκλική» διαδρομή, από το Ζερμάτ στο Σουρ ή από το Σεν Μόριτζ στο Μπριγκ, διάρκειας περίπου πέντε ωρών. Το ταξίδι ξεκινάει νωρίς το πρωί, ο ταξιδιώτης είναι ελεύθερος το μεσημέρι στην πόλη προορισμού και ο σιδηρόδρομος επιστρέφει στη βάση του το απόγευμα.
Eξωτερική φωτογραφία: www.switzerlandtravelcentre.com