Η αρχιτεκτονική αισθητική του μπρουταλισμού επανέρχεται δυναμικά σε παγκόσμιο επίπεδο και επαναπροσδιορίζει μια καινούργια ήσυχη πολυτέλεια.
Η πεποίθηση ότι οι τάσεις είναι κυκλικές και ότι το παλιό γίνεται και πάλι καινούργιο μοιάζει να έχει μεγάλη ισχύ στους τομείς της μόδας, της μουσικής και της τέχνης. Στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής, δεν υπάρχει κανένα αρχιτεκτονικό στυλ που να αποτελεί καλύτερο παράδειγμα αυτής της αρχής, από τον μπρουταλισμό. Από τα μέσα του 20ού αιώνα, αυτή η αισθητική αύξησε κατακόρυφα τη δημοτικότητά της, φτάνοντας στο απόγειό της στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μέχρι την απόρριψή της ως πρότυπο κακογουστιάς. Oλα φαίνεται να αλλάζουν όμως, καθώς ξεπηδούν από παντού νέες εικόνες και προσεγγίσεις με ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον και εκτίμηση για αυτό το κάποτε περιφρονημένο αρχιτεκτονικό στυλ.
Brutalism, μέσα στα χρόνια
Ο μπρουταλισμός είναι στην πραγματικότητα ένας συγκεκριμένος κλάδος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Δεδομένου ότι είναι τόσο ξεχωριστός, ορισμένοι πιστεύουν ότι πρέπει να αποτελεί παράδειγμα μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής. Είναι, όπως οι περισσότεροι μοντερνισμοί, μια μελέτη της απλούστερης δυνατής λύσης σε ένα χωρικό πρόβλημα.
Η ιστορία αυτής της αισθητικής ξεκινάει τη δεκαετία του 1950, όπου κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως μια νέα ιδέα, η οποία ταυτίζεται με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και θα λύσει χωροταξικά προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Ο όρος “μπρουταλισμός” επινοείται για πρώτη φορά από τους Βρετανούς αρχιτέκτονες Alison και Peter Smithson και στη συνέχεια διαδίδεται από τον ιστορικό αρχιτεκτονικής Reyner Banham το 1954. Ο μπρουταλισμός γίνεται άμεσα συνώνυμο των κοινωνικά προοδευτικών στεγαστικών λύσεων που οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι προωθούν. Μαζί με την επιρροή της κονστρουκτιβιστικής αρχιτεκτονικής και στόχο τον κοινωνικό ουτοπισμό, διαδίδεται ολοένα και περισσότερο στις ευρωπαϊκές κομμουνιστικές χώρες, όπως η Σοβιετική Eνωση, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία και η Τσεχοσλοβακία.
Το στυλ γίνεται δημοφιλές καθ’ όλη τη διάρκεια της δυναμικής δεκαετίας του 1960, προσπερνώντας την εποχή των μέτρων λιτότητας της δεκαετίας του 1950. Αντιμετωπίζει την κρίσιμη ανάγκη για στέγαση και χρησιμοποιείται συνήθως για κυβερνητικά έργα, πανεπιστήμια, χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, κέντρα αναψυχής, εμπορικά κέντρα και πολυκατοικίες.
Η arte povera της αρχιτεκτονικής
Ο μπρουταλισμός ονομάζεται έτσι, όχι λόγω της “βάναυσης” και τραχιάς αισθητικής του, αλλά από το υλικό από το οποίο συνήθως χρησιμοποιεί. Προέρχεται από το “Béton brut”, έναν γαλλικό όρο που μεταφράζεται κυριολεκτικά ως “ακατέργαστο σκυρόδεμα” και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εμβληματική αυτή αισθητική, που είναι γνωστή ως μπρουταλιστική αρχιτεκτονική. Συνδέθηκε για πρώτη φορά με τον όρο αυτό, από τον Le Corbusier, ο οποίος σχεδίασε το Cite Radieuse στη Μασσαλία στα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Eνα πρωτοποριακό στυλ, ιδιαίτερα ξεχωριστό, καθώς δίνει μεγάλη έμφαση στη μάζα, τις τραχιές υφές και τα ακατέργαστα υλικά. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τα μεγάλα σε κλίμακα, σχήματα σκυροδέματος που του προσδίδουν και αυτή τη βιομηχανική και ταυτόχρονα γήινη άποψη. Η ψυχρή αισθητική του συνδέεται με τις ημιτελείς επιφάνειες, τα ασυνήθιστα σχήματα, τα υλικά που μοιάζουν βαριά, τις ευθείες γραμμές και τα μικρά παράθυρα. Συχνά χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα στοιχεία για να σχηματίσουν μάζες που αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες λειτουργικές ζώνες, ομαδοποιημένες σε ένα ενιαίο σύνολο. Εκτός από το σκυρόδεμα, άλλα υλικά που χρησιμοποιούνται συνήθως στα κτίρια του μπρουταλισμού περιλαμβάνουν τούβλα, γυαλί, χάλυβα, ακατέργαστη πέτρα και εμφανή τοποθέτηση αγωγών εξαερισμού.
Ωστόσο η χρήση όλων αυτών των δομικών υλικών στην πρωταρχική, ωμή τους μορφή, σε συνδυασμό με την γκρίζα χρωματική του παλέτα και τη «σκοτεινή» του φύση, οδήγησε πολλούς να το απορρίψουν το 1980, καθώς το χαρακτήρισαν ως αφιλόξενο και απάνθρωπο. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στην ψυχρή και αυστηρή φύση της αρχιτεκτονικής, η οποία συνδέθηκε με την κοινωνική εξαθλίωση. Ωστόσο, αιτία αποτέλεσε και η ταύτισή του με τα πολυώροφα κτήρια που πλημμύριζαν από εγκληματικότητα και αστική παρακμή.
Η αναβίωση
Το 2006, τρεις αρχιτέκτονες από τη Βοστώνη της Μασαχουσέτης ξεκίνησαν μια εκστρατεία επαναπροσδιορισμού της ονομασίας του μπρουταλισμού. Η προσπάθειά τους επιχειρούσε να αφαιρέσει τον αρνητισμό του αρχικού όρου, διατηρώντας παράλληλα την αναφορά στην κλίμακα και την ουσία του. Μπορούμε σίγουρα να πούμε πως αυτή η προσπάθεια πέτυχε, καθώς τα τελευταία χρόνια η αισθητική αυτή έχει επανεκτιμηθεί κριτικά, με ορισμένα κτίρια να θεωρούνται μάλιστα, αρχιτεκτονικά ορόσημα.
Τα τελευταία 5 χρόνια έχει αναδυθεί μια νέα εκτίμηση για τον μπρουταλισμό, με εκδόσεις δεκάδων βιβλίων που αποτίουν φόρο τιμής στο μοναδικό του στυλ. Η Virginia McLeod, εκδότρια του Atlas of Brutalist Architecture του Phaidon, παρατήρησε για πρώτη φορά το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον μπρουταλισμό στο Instagram. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφεραν στην επιφάνεια την όμορφη και μοναδική αισθητική αυτής της αρχιτεκτονικής, με το hashtag #brutalism να έχει πάνω από 500.000 εικόνες και τις ομάδες διατήρησης να προσπαθούν να σώσουν όλο και περισσότερα μπρουταλιστικά κτήρια, τα οποία πολύ συχνά κατεδαφίζονται χωρίς δεύτερη σκέψη.
Επιβλητικά και γεωμετρικά, τα μπρουταλιστικά κτίρια έχουν μια ξεχωριστή γραφική ποιότητα που είναι μέρος αυτού που τα κάνει ξανά τόσο ελκυστικά σήμερα. Το Frame House, του αρχιτέκτονα Carl Turner, το οποίο αποτελεί ωδή στον αστικό μπρουταλισμό, ξαναβγήκε στην αγορά του Λονδίνου στην τιμή των 2,5 εκατομμύρια δολαρίων. Πολυτελείς οίκοι μόδας, όπως ο Balenciaga και η Khaite ανακαινίζουν τα καταστήματά τους σε αντίστοιχη αισθητική.
Νέα μπρουταλιστικά έργα χτίζονται ακόμη, με ξεχωριστούς μνημειακούς όγκους από σκυρόδεμα και με την αναβίωση να χαρακτηρίζεται ως “νεο-μπρουταλισμός”. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς γιατί ο μπρουταλισμός έγινε ξανά της μόδας, αλλά ο Brad Dunning του GQ έχει μια ενδιαφέρουσα θεωρία. Αναφέρει πως ο μπρουταλισμός είναι «η techno μουσική της αρχιτεκτονικής», σκληρή και απειλητική. Τα μπρουταλιστικά κτίρια είναι ακριβά στη συντήρηση και δύσκολα καταστρέφονται. Δεν μπορούν εύκολα να αναδιαμορφωθούν ή να αλλάξουν, οπότε τείνουν να μένουν όπως τα σχεδίαζε ο αρχιτέκτονας. Ισως λοιπόν στον χαοτικό καταρρέοντα κόσμο μας, η ακεραιότητα αυτού του αρχιτεκτονικού κινήματος να είναι τελικά ιδιαίτερα ελκυστική.
Εισαγωγική φωτογραφία: “La Tulipe” του Jack Vicajee Bertoli στην Γενεύη.