Ο Sir David Chipperfield, παγκόσμιος σταρ της βιώσιμης αρχιτεκτονικής, αναδείχθηκε ο μεγάλος νικητής του βραβείου Pritzker.
Η κριτική επιτροπή των βραβείων Pritzker 2023 αιτιολόγησε την απόφασή της: “Ο Sir David Chipperfield αποφεύγει τις τάσεις και διατηρεί τη δέσμευσή του σε μια αρχιτεκτονική με διακριτική αλλά και μετασχηματιστική αστική παρουσία. Μια τέτοια ικανότητα εκτέλεσης είναι μια διάσταση της βιωσιμότητας που δεν ήταν προφανής τα τελευταία χρόνια”.
Οπως μάς είπε ο ίδιος κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα με αφορμή το μεγάλο έργο του Μουσείου, “ο ξένος αρχιτέκτονας που αναλαμβάνει ένα μεγάλο εθνικό έργο πρέπει να ξεκινά από τη βάση της άγνοιας. Η οποία πρέπει να συνδυάζεται με ένα ορισμένο επίπεδο σεμνότητας. Πρέπει να έχεις πολύ σεβασμό. Αν δεν ακολουθούσα αυτήν τη διαδικασία δεν θα σχεδίαζα κτίρια στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη και σε όλον τον πλανήτη. Θα έπρεπε να σχεδιάζω κτίρια μόνο στο Λονδίνο. Ως ξένος αρχιτέκτονας πρέπει πέρα απ’ όλα αυτά να έχεις το άγχος της ευθύνης του ρόλου σου και να ξέρεις το λόγο γιατί πρέπει να συμβούν όλα αυτά”.
Γεννημένος στο Λονδίνο το 1953, ο Chipperfield ξεκίνησε την καριέρα του μετά την αποφοίτησή του από το Kingston School of Art το 1976 και αργότερα από το Architectural Association το 1977. Εργάστηκε για τους επίσης βραβευμένους με το βραβείο Pritzker, Norman Foster και Richard Rogers, πριν ιδρύσει το ομώνυμο στούντιο David Chipperfield Architects στο Λονδίνο το 1985. Σήμερα, το στούντιό του διαθέτει γραφεία στο Βερολίνο, το Μιλάνο, τη Σαγκάη και το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Απαντώντας στην είδηση της βράβευσής του, ο Sir David Chipperfield δήλωσε ότι είναι “τόσο συγκλονισμένος που λαμβάνει αυτή την εξαιρετική τιμή και που συνδέεται με τους προηγούμενους νικητές. Εκλαμβάνω αυτό το βραβείο ως ενθάρρυνση να συνεχίσω να στρέφω την προσοχή μου όχι μόνο στην ουσία της αρχιτεκτονικής και στο νόημά της, αλλά και στη συμβολή που μπορούμε να κάνουμε ως αρχιτέκτονες για την αντιμετώπιση των υπαρξιακών προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής και της κοινωνικής ανισότητας”.
Eνα από τα πρώτα μεγάλα έργα του David Chipperfield Architects ήταν το Μουσείο Ποταμού και Κωπηλασίας στον ποταμό Τάμεση, το οποίο ολοκλήρωσε το 1997. Αυτό τον καθιέρωσε ως αρχιτέκτονα για πολιτικά και πολιτιστικά κτίρια και οδήγησε το στούντιό του στη δημιουργία κτιρίων-ορόσημων, όπως το Hepworth στο Wakefield το 2011, το Saint Louis Art Museum στο Μιζούρι το 2013, το Museo Jumex στην Πόλη του Μεξικού το 2013 και η James Simon Galerie στο Βερολίνο το 2018.
Παράλληλα με το βραβείο αρχιτεκτονικής Pritzker, ο Chipperfield έχει λάβει πολλές άλλες διακρίσεις και τιμές, όπως το χρυσό βασιλικό μετάλλιο RIBA το 2010, το βραβείο Mies van der Rohe το 2011 και το Praemium Imperiale για την αρχιτεκτονική της Japan Art Association το 2013. Το 2004, διορίστηκε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αργότερα, χρίστηκε ιππότης το 2010, προτού διοριστεί στο Τάγμα των Companions of Honour το 2021.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική, ο Chipperfield είναι συγγραφέας και καθηγητής σε διάφορα ινστιτούτα, όπως η Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στουτγκάρδης και το Πανεπιστήμιο Yale. Εχει επίσης επιμεληθεί την 13η Μπιενάλε Architettura το 2012. Το ότι το βραβείο θα του απονεμηθεί στην τελετή απονομής του βραβείου Pritzker 2023 στην Αθήνα τον Μάιο, είναι μια πράξη τυχαία, αλλά δεν στερείται παρόλα αυτά συμβολισμών αφού γίνεται στην πόλη που ανέλαβε την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της.
Φωτογραφίες: pritzkerprize.com