Ξεκίνησε από το γκαράζ του σπιτιού του, σήμερα κατασκευάζει αδιανόητα ηλεκτρικά supercars και έχει αναλάβει το πέρασμα της Bugatti στην ηλεκτρική εποχή. Θα υποτιμούσαμε αν αποκαλούσαμε τον Κροάτη Mate Rimac τον ευρωπαίο Elon Musk. Είναι πολλά περισσότερα.
«Δυστυχώς, δεν μπορείτε να βρεθείτε κάπου εκτός εταιρείας. Ο Mate έχει περιορισμένο χρόνο», μου εξηγεί στο τηλέφωνο η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Rimac, Marta Longin, όταν της εξηγώ τον λόγο της επίσκεψής μου στα κεντρικά της εταιρείας, στην κωμόπολη Sveta Nedelja, κοντά στο Ζάγκρεμπ. Και συμπληρώνει: «Σαφώς και είναι σε θέση να σας πει ό,τι χρειαστείτε, απλώς σημειώστε ότι δεν πίνει καθόλου καφέ». O Mate Rimac έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση η αξία της οποίας αγγίζει τα 800 εκ. ευρώ καθώς προμηθεύει την ηλεκτρική της τεχνολογία σε άλλους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Ρωτάω τον Mate πόσοι είναι αυτοί και μου απαντά με έκδηλη υπερηφάνεια ότι έχουν φτάσει ήδη τους δεκαπέντε, ανάμεσά τους η Aston Martin, η Koenigsegg και η Pininfarina Automobili. Να αναφέρουμε επίσης ότι ανάμεσα στους επενδυτές της κροατικής εταιρείας, που απασχολεί 1.000 εργαζομένους από 29 διαφορετικές εθνικότητες, βρίσκονται τόσο ο όμιλος Hyundai όσο και η Porsche.
O Mate Rimac είναι για τους Κροάτες ένα ίνδαλμα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αστέρες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Ενας ημίθεος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο οδηγός του ταξί που μας παρέλαβε από το αεροδρόμιο του Ζάγκρεμπ: όταν έμαθε ότι προορισμός μας ήταν η Rimac, εμφανώς βουρκωμένος, δέχτηκε με δυσκολία και μετά από μεγάλη πίεση τα χρήματα της διαδρομής.
Το να συναντάς κάποιον που θεωρείται πλέον ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία πραγματικά σε ιντριγκάρει. Κι όμως, ο 34χρονος Mate δεν έχει καμία σχέση με τους αρτηριοσκληρωτικούς επιχειρηματίες που κατά καιρούς έχουμε συναντήσει. Είναι λιτός στην ομιλία του, απαντά άμεσα και έξυπνα στις ερωτήσεις, ενώ παρά την παντελή απουσία καφεΐνης είναι υπερκινητικός παρακολουθώντας τα πάντα με το βλέμμα του. Ο Rimac γεννήθηκε στη Βοσνία, ενώ σε παιδική ηλικία μετακόμισε με τους γονείς του στη Γερμανία. Σε ηλικία 14 ετών επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στο Ζάγκρεμπ φοιτώντας σε τεχνικό λύκειο. Για να πάρει το απολυτήριο έπρεπε να παραδώσει την πτυχιακή του με θέμα να δημιουργήσει ένα αντικείμενο. Αυτό ήταν ένα “έξυπνο” γάντι με το οποίο ο χρήστης δεν είχε την ανάγκη πληκτρολογίου ή ποντικιού για να δουλέψει σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Χάρη σε αυτό ο Rimac κέρδισε αρκετά διεθνή βραβεία και απέκτησε τα πρώτα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, προτού καν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.
«Ζω για την τεχνολογία, αλλά πάνω απ’ όλα είμαι λάτρης του αυτοκινήτου. Τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Ποτέ όμως δεν νοσταλγώ το παρελθόν της αυτοκίνησης. Καθετί νέο αποτελεί εξέλιξη». Στην ηλικία της ενηλικίωσης ο Mate, με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τα βραβεία και τις ελάχιστες πωλήσεις του iGlove, αγόρασε μια μεταχειρισμένη BMW Σειρά 3 (Ε30) με την οποία συμμετείχε σε αγώνες. Οταν ο κινητήρας παρέδωσε πνεύμα, αντικαταστάθηκε με ένα ηλεκτρικό μοτέρ το οποίο το είχε φτιάξει ο ίδιος, ενώ το αυτοκίνητο βάφτηκε σε έντονο πράσινο χρώμα αποκτώντας το προσωνύμιο “Green Monster”. Οπως μας εκμυστηρεύεται ο Rimac, «το αυτοκίνητο βρέθηκε αρκετές φορές στο γκαράζ του σπιτιού της οικογένειας, εκεί όπου προσπαθούσα να αντικαταστήσω τις όποιες μηχανικές βλάβες παρουσίαζε, είτε με την μπαταρία είτε με το κιβώτιο. Και κάθε φορά έδειχνε σαφώς βελτιωμένο. Αυτό το πνεύμα που ίσχυε τότε ισχύει και τώρα: να προσπαθώ να εξελίσσομαι. Το ίδιο λέω και στους ανθρώπους της εταιρείας: κάθε νέα ιδέα μπορεί να γίνει πράξη, μπορεί το καλό να γίνει καλύτερο». Οσο για εκείνη την πρώτη BMW, ή έστω ό,τι έχει απομείνει από αυτή, να σημειωθεί ότι έχει στην κατοχή της πέντε παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας, πιστοποιημένα από τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου (FIA).
Από τη μετατροπή του κινητήρα της “3άρας” από συμβατικής τεχνολογίας σε ηλεκτρικό, αντιλαμβάνομαι την επιθυμία του Mate να κατασκευάσει ένα ηλεκτρικό supercar. H BMW ήταν η πρώτη επιτυχημένη δοκιμή, κυρίως για την αξιοπιστία του συνόλου. Μετά από μια έντονη περίοδο ταξιδιών, γνωριμιών και αναζήτησης χρημάτων, ο Rimac βρήκε στο Αμπού Ντάμπι τους πολυπόθητους επενδυτές και ξεκίνησε τον σχεδιασμό του πρώτου μοντέλου, Concept One, που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 στο Σαλόνι της Φρανκφούρτης. Με λιγοστές ελπίδες σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα της εταιρείας, καθώς η περιορισμένη παραγωγή τέτοιων οχημάτων μόνο κέρδη δεν αποφέρει, ο νεαρός ιδιοκτήτης ήλπιζε σε ένα θαύμα. Και το ηλεκτρικό supercar των 1.241 PS και των 2,5” για το 0-100 km/h όντως τράβηξε το ενδιαφέρον σημαντικών προμηθευτών και κατασκευαστών αυτοκινήτων, οι οποίοι ήθελαν να υλοποιήσουν στα δικά τους ηλεκτρικά μοντέλα υψηλών επιδόσεων μία ή και περισσότερες από τις 24 πατέντες που διέθετε.
«Φυσικά, δεν πήραμε όλα τα πρότζεκτ στα οποία υπολογίζαμε», λέει ο Mate. «Για κάποιους το γεγονός ότι θα έπρεπε να συνεργαστούν με έναν 20χρονο Κροάτη, ιδιοκτήτη start-up εταιρείας, ήταν μεγάλο ρίσκο. Και το καταλαβαίνω απόλυτα αυτό, διότι οι μεγάλοι κατασκευαστές αυτοκινήτων δεν είχαν συνηθίσει να ασχολούνται με σαφώς μικρότερης κλίμακας εταιρείες όπως ήμασταν εμείς πριν από μία δεκαετία. Η Hyundai, για παράδειγμα, έχει τετραπλάσια έσοδα από το ΑΕΠ της Κροατίας. Πραγματικά, είναι ασύλληπτο». Και συνεχίζει χαριτολογώντας: «Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να αλλάξω ήταν η εμφάνισή μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να αφήσω γενειάδα για να μπορέσω να δείχνω μεγαλύτερης ηλικίας, άρα και πιο ώριμος, ώστε να πείσω τους εν δυνάμει συνεργάτες, επενδυτές και πελάτες. Και μάλλον τα κατάφερα».
Μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό η απορία γιατί εταιρείες όπως η Porsche και η Huyndai, που όχι απλώς αγόρασαν κάποια από τις πατέντες του Rimac, αλλά και μετοχές της εταιρείας του, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν τη δική τους τεχνολογία επάνω στην ηλεκτροκίνηση. Την απάντηση μου τη δίνει άμεσα ο Mate: «Εμείς εστιάζουμε στην απόδοση. Τα ηλεκτρικά μοτέρ που κατασκευάζουμε διαθέτουν την υψηλότερη πυκνότητα ισχύος και ενέργειας. Οποιος επιθυμεί μεγάλη ισχύ σε κόμπακτ διαστάσεις απευθύνεται σε εμάς». Περπατώντας μέσα στο εργοστάσιο, μου δείχνει τις μπαταρίες του Koenigsegg Regera τονίζοντας ότι η ενεργειακή αποδοτικότητά τους φτάνει στα 7 kW/kg, ενώ η αντίστοιχη αναλογία για την μπαταρία των Tesla πέφτει κάτω από το 1 kW, αν και προορίζονται για οχήματα διαφορετικής χρήσης. Αλλά ακόμα και σε άλλα supercars που διαθέτουν υβριδική τεχνολογία, οι μπαταρίες τους δεν ξεφεύγουν πάνω από τα 2 ή τα 3 kW/kg (όπως οι Ferrari LaFerrari και Porsche 918 Spyder).
Και συμπληρώνει: «Διαθέτουμε τεχνογνωσία για το πώς θα πρέπει να διαχειριστούμε την απόδοση μιας μπαταρίας, κυρίως μέσω της σωστής ψύξης, αλλά και στην κατασκευή υψηλής απόδοσης inverters. Ολοι αρχίζουν τώρα να μιλάνε για τις μπαταρίες 800V, τις οποίες εμείς χρησιμοποιούμε από το 2011. Είναι σπάνιο πλέον το γεγονός να ξεκινά η δημιουργία ενός νέου μοντέλου από μια λευκή κόλλα χαρτί. Αλλά εάν θέλεις να διαφέρεις από τους υπόλοιπους θα πρέπει να ακολουθήσεις το συγκεκριμένο μοτίβο που έχουμε δημιουργήσει. Φυσικά, μας έγινε βίωμα, καθώς στην αρχή δεν είχαμε τα χρήματα για να συνεργαστούμε με διάσημα σχεδιαστικά στούντιο ή να αγοράσουμε τμήματα του αμαξώματος, όπως το πλαίσιο. Ετσι, δεν είχα άλλη επιλογή. Επίσης, εάν αποκτούσαμε είτε ένα πλαίσιο είτε μια ανάρτηση, τότε δεν θα είχαμε το know-how που έχουμε αποκτήσει σήμερα. Η αρχική μου θέση και πρόταση ήταν οι εργαζόμενοι σε διαφορετικούς τομείς, όπως το σασί και η μπαταρία, να βρίσκονται στον ίδιο χώρο ώστε να μπορούμε να ενσωματώσουμε διαφορετικές τεχνολογίες πιο εύκολα, με αποτέλεσμα την κατασκευή ποιοτικών και τεχνολογικά άρτιων αυτοκινήτων».
Αλλά η Rimac δεν σταματά στα παραπάνω. Δημιουργεί in-house και άλλα, εξίσου σημαντικά πράγματα, όπως το infotainment ή ένα απλό σύστημα αυτόνομης οδήγησης. Και ο Mate σχολιάζει επ’ αυτού: «Εάν παρατηρήσεις το σύστημα ψυχαγωγίας μιας Lamborghini, σου θυμίζει αρκετά το αντίστοιχο ενός Audi, κάτι που εγώ απεχθάνομαι. Δεν θέλω κανένα από τα μοντέλα που κατασκευάζει η Rimac να μοιάζει με τίποτε άλλο. Επίσης, προτιμώ να δημιουργώ θέσεις εργασίας για τους Κροάτες αντί να μοιράζομαι την τεχνογνωσία μου με τεχνίτες από άλλες χώρες».
Το μεγαλύτερο μέρος της συνομιλίας μας το περνάμε στην αίθουσα συσκέψεων της εταιρείας, η οποία διαχωρίζεται από την κεντρική είσοδο με ένα γυάλινο παραπέτασμα. Δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό που να σταματά το πηγαινέλα διαφόρων καλοντυμένων επισκεπτών, οι οποίοι, όπως πληροφορούμαι, αναζητούν μια νέα επαγγελματική καριέρα, έτοιμοι να παραδώσουν το βιογραφικό τους. Οπως με πληροφορεί ο Mate, ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων στη Rimac δεν ξεπερνά τα 35 έτη, ενώ, όπως συμβαίνει στις περισσότερες start-up επιχειρήσεις, υπάρχουν και εδώ “ζώνες χαλάρωσης” με πολυθρόνες τύπου πουφ, αλλά και παιχνιδομηχανές Xbox.
Μεγάλες και σημαντικές οικονομικές εφημερίδες, όπως οι “Financial Times” και “Wall Street Journal”, έχουν περιγράψει τον Mate ως απάντηση της Ευρώπης στον Elon Musk και την Tesla. Βέβαια η σημαντική διαφορά ανάμεσα στη Rimac και την αμερικανική φίρμα είναι οι συνολικές πωλήσεις, μόλις οκτώ για την πρώτη, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες για τη δεύτερη. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά κοινά, τουλάχιστον συγκρίνοντας τους δύο ιδρυτές, όπως η στενή εμπλοκή τους με την τεχνολογία και η θετική ενέργεια που έχουν και αντανακλάται άμεσα στις εταιρείες τους. «Σήμερα, το ποσοστό του 43% που κατέχω στην εταιρεία κοστολογείται εκατοντάδες εκατομμύρια και εάν τα πράγματα συνεχίσουν να κινούνται θετικά, η αξία θα πολλαπλασιαστεί σε δισεκατομμύρια», λέει ο Mate. «Αλλά αυτό δεν αποτελεί, τουλάχιστον για εμένα, το βασικό κίνητρο για να συνεχίζω να κάνω αυτό με το οποίο παθιάζομαι. Ο μισθός μου δεν είναι εξωπραγματικός, είναι σχεδόν τριπλάσιος από έναν ανειδίκευτο εργάτη. Στις ΗΠΑ ο μηνιαίος μισθός ενός διευθύνοντος συμβούλου μπορεί να είναι κατά 287 φορές υψηλότερος. Και αυτό είναι το μοναδικό εισόδημα που έχω. Στο παρελθόν είχα δεχτεί αρκετές προσφορές να πουλήσω το ποσοστό μου. Αλλά εάν είχα συμφωνήσει και στον προσωπικό μου λογαριασμό αυτή τη στιγμή είχα 100 εκατ. ευρώ, στην περίπτωση που η εταιρεία δεν μπορούσε να πετύχει τους στόχους της, ειλικρινά δεν θα αισθανόμουν ικανοποιημένος». Στόχος, όπως μας λέει ο νεαρός Κροάτης, είναι στο μέλλον η εταιρεία του να μην επικεντρώνεται μονάχα στη δημιουργία supercars, αλλά να προχωρήσει και σε πιο mainstream μοντέλα.
Τελειώνοντας τη συζήτηση, ο συμπαθέστατος Mate μού λέει: «Ολη μου η ζωή βρίσκεται εδώ. Δουλεύω μέρα-νύχτα και εάν πάει κάτι στραβά δεν υπάρχει σχέδιο Β. Θεωρώ ότι ένας μάνατζερ για να θεωρηθεί επιτυχημένος δεν θα πρέπει η εταιρεία του να εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν και τις όποιες προσωπικές του ανάγκες. Καθημερινά ξυπνάω στις 5 το πρωί και είμαι εδώ μέχρι τις 11 το βράδυ. Θεωρώ ότι αλλάζοντας το βιολογικό μου ρολόι ίσως καταρρεύσει η εταιρεία. Αυτό που κάνουμε στη Rimac είναι τόσο ιδιαίτερο, που χρειάζεται απόλυτη δέσμευση και αφοσίωση». Φανταστείτε τι θα συμβεί εάν ο Mate ξεκινούσε να πίνει καφέ…