Υπάρχουν νέα για όσους δεν μπορούν ή δεν καταφέρνουν να κοιμηθούν περισσότερο από 6 ή 7 ώρες κάθε βράδυ.
Γνωρίζουμε ήδη ο επαρκής ύπνος, μεταξύ επτά και εννέα ωρών για τους ενήλικες, μπορεί να βελτιώσει τη γνωστική λειτουργία, τη διάθεση και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Μία νέα έρευνα έρχεται να αποκαλύψει ότι δεν είναι μόνο οι ώρες ύπνου που μετρούν στα οφέλη της συνολικής υγείας αλλά και το σταθερό πρόγραμμα του ύπνου.
Μελέτη του NPJ Digital Medicine που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 εξέτασε τις συνήθειες ύπνου περισσότερων από 2.000 συμμετεχόντων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μεταβλητότητα στις συνήθειες ύπνου επηρέασε σημαντικά τη διάθεσή τους και την κατάθλιψη -ανεξάρτητα από το πόσες συνολικά ώρες κοιμούνταν. Ο Yu Fang, συγγραφέας της μελέτης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, συνόψισε τα ευρήματα στο εξής: «Η διατήρηση ενός τακτικού προγράμματος ύπνου είναι εξίσου σημαντική, αν όχι πιο σημαντική, από τις επαρκείς ώρες ύπνου για την ψυχική υγεία κάποιου. ”
Η «κανονικότητα» του ύπνου -δηλαδή οι σταθερές ώρες που πηγαίνουμε για ύπνο και που ξυπνάμε, χωρίς διακοπές κατά τη διάρκεια του- έχει μεγαλύτερη σημασία από το πόση ώρα συνολικά κοιμόμαστε. Για παράδειγμα, ο συνεπής στην ώρα καθημερινός ύπνος έξι ωρών συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου σε σχέση με έναν 8ωρο ύπνο με πολύ ακανόνιστες συνήθειες.
«Έχουμε χάσει ίσως τη μισή ιστορία», λέει ο Matt Walker νευροεπιστήμονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Berkeley στη Wall Street Journal. «Όχι μόνο το πόσο κοιμάσαι, αλλά η κανονικότητα με την οποία κοιμάσαι έχει πλέον μπει στον χάρτη μελετών και έχει γίνει ίσως το πιο σημαντικό πράγμα».
Συγκεκριμένη ρουτίνα ύπνου
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sleep, διαπίστωσε ότι η κανονικότητα του ύπνου μείωσε τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία κατά 20% έως 48% σε σύγκριση με εκείνους με τον πιο ακανόνιστο ύπνο. Οι ακανόνιστες συνήθειες περιλάμβαναν ασυνεπείς ώρες ύπνου και αφύπνισης, διακοπή ύπνου και μεσημεριανό ύπνο.
Η διάρκεια ήταν ακόμα σημαντική. Οι άνθρωποι που είχαν έναν πολύωρο και σταθερό ύπνο είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, λέει ο Angus Burns, ερευνητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ που συνέγραψε τη μελέτη. Αλλά και ο πιο σύντομος τακτικός ύπνος γενικά σχετιζόταν με χαμηλότερη θνησιμότητα από τον πιο διαρκή αλλά ασυνεπή ύπνο.
Θα είχε ενδιαφέρον αν η μελέτη αξιολογούσε και τις επιπτώσεις του εξαιρετικά σύντομου ύπνου. «Είναι πιθανό τα άτομα που απολαμβάνουν λιγότερες από τρεις ή τέσσερις ώρες σταθερές ώρες ύπνου να τα πάνε χειρότερα από τα άτομα που κάνουν 8 ώρες με ασυνεπείς ώρες ύπνου» γράφει το άρθρο.
Ενισχύοντας τις συνήθειες
Μελέτες που φανερώνουν ποια στοιχεία και ρουτίνες ύπνου έχουν μεγαλύτερη σημασία για τη μακροπρόθεσμη υγεία μας μπορούν να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε τις συνήθειες στις οποίες πρέπει να εστιάσουμε. Ακόμη και εκείνοι με τις πιο υγιείς συνήθειες ύπνου είχαν κάποια μεταβλητότητα στις ώρες τους λέει ο Burns, και συνιστά στους ανθρώπους να προσπαθούν να διατηρούν τις ώρες ύπνου και αφύπνισης μέσα στη διάρκεια μιας έως δύο ωρών. Ο Walker συνιστά να βάζουμε μία υπενθύμιση μιάμιση ώρα πριν τον ύπνο για να σβήσουμε το 50 έως 75% των φώτων στο σπίτι και να διατηρήσουμε το υπνοδωμάτιο δροσερό και σκοτεινό. Ο διαλογισμός πριν τον ύπνο μπορεί επίσης να βοηθήσει τους ανθρώπους που δυσκολεύονται να κοιμηθούν και να διατηρήσουν μία σταθερή ρουτίνα.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image