Το ενδιαφέρον των καταναλωτών για το πώς δημιουργήθηκε το ρούχο που αγοράζουν αρχίζει αργά αλλά σταθερά να απορρίπτει το κομμάτι της βιομηχανία ένδυσης που στηρίζεται σε άθλιες εργασιακές συνθήκες παραγωγής.
Ας ξεκινήσουμε από τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού. Αυτή των απαιτήσεων των νεαρών καταναλωτών που γεννήθηκαν στην καινούργια χιλιετηρίδα. Ανήκουν πολλοί από αυτούς στο “δυναμικό κοινό” των marketeers. Οι νεότεροι καταναλωτές, οι οποίοι έχουν ένα διαφορετικό κριτήριο με το οποίο επιλέγουν προϊόντα. Μιλούν για την “ηθική κατανάλωση”, θεωρώντας την ως ζήτημα αυτοπροσδιορισμού. Το 2015, το 73% των παγκόσμιων millennials δήλωσαν ότι θα πλήρωναν περισσότερα για βιώσιμα “πράσινα” προϊόντα. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο καθώς τα εισοδήματα των millennials συνεχίζουν να αυξάνονται. Εκατομμύρια χρήστες ιστότοπων όπως το Poshmark και το Depop, που ειδικεύονται στο να βοηθούν τους χρήστες να αγοράζουν και να πωλούν μεταχειρισμένα ρούχα, – είναι millennials και Gen Zers, πολλοί από τους οποίους αναζητούν έναν τρόπο να αποφύγουν εντελώς την κατανάλωση φθηνών ρούχων που θα φορεθούν ελάχιστες φορές.
Σύμφωνα με το άρθρο του guest editor των New York Times και συγγραφέα Benjamin Skinner, πολλοί νεαροί καταναλωτές έχουν επίσης εμμονή με την αλήθεια και δεν αγοράζουν το επιφανειακό “πρασίνισμα” ορισμένων εμπορικών σημάτων ή τους σαθρούς ισχυρισμούς περί ηθικής παραγωγής. Ούτε θα έπρεπε. Μέχρι σήμερα, ελάχιστες εταιρείες προσπαθούν να είναι επαρκώς διαφανείς για τις πραγματικές συνθήκες εργασίας στις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Παρόλο που οι νέοι καταναλωτές θα πλήρωναν περισσότερα για βιώσιμα προϊόντα, οι μάρκες δεν διαθέτουν τη διαφάνεια που απαιτείται για να κλείσει η συμφωνία με τους υποψήφιους αγοραστές τους.
Ο Benjamin Skinner γράφει: “Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία. Γνωρίζουμε ότι οι νέοι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για ρούχα που κατασκευάζονται από εργαζόμενους των οποίων η φωνή μπορεί να ακουστεί. Και όλοι μας πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτοί οι εργαζόμενοι είναι εντάξει. Ένα πρώτο, επείγον βήμα: Οι εταιρείες ένδυσης θα πρέπει να δημοσιεύσουν πλήρεις, λεπτομερείς ελέγχους “κοινωνικής συμμόρφωσης”, οι οποίοι υποτίθεται ότι αξιολογούν τις συνθήκες εργασίας σε όλα τα εργοστάσια που βρίσκονται σε τρέχουσα διαδικασία παραγωγής. Μια τέτοια δημοσιοποίηση θα επέτρεπε στους επενδυτές, άλλες μάρκες, καταναλωτές, ακτιβιστές, συνδικάτα και, κυρίως, τους ίδιους τους εργαζόμενους, να ελέγχουν τους ελεγκτές και, σταδιακά, να συμμετέχουν σε μια πιο ολοκληρωμένη παρακολούθηση”.
Οι συνθήκες εργασίας σε εργοστάσιο κλωστουφαντουργίας που παράγει t-shirt στο Bangladesh δε διαφέρει από τη βαρβαρότητα των συνθηκών κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται η διακίνηση των λαθρομεταναστών, αφού οι οικογένειες των ανήλικων εργατών στο συγκεκριμένο τομέα πληρώνουν για να προσληφθούν τα παιδιά τα οποία εν συνεχεία κερδίζουν μεροκάματο 2€-3€. Με μια δόση υπερβολής, θα λέγαμε ότι η εποχή της Βιομηχανικής επανάστασης στην οποία αναφέρονται έργα σαν τους “Άθλιους” του Ουγκό όπου ο Γιάννης Αγιάννης έκλεβε για να φάει σε μια εποχή που οι εργάτες εργάζονταν 12-14 ώρες την ημέρα για ελάχιστα χρήματα και τα βράδια στοιβάζονταν σε μικρά σπίτια των ευρωπαϊκών πόλεων, φαντάζει να αντιστοιχεί στις συνθήκες εργασίας για τη δημιουργία ενός απλού t-shirt στο Bangladesh. Ετσι, ένας τομέας-ατμομηχανή της ανθρώπινης οικονομικής εξέλιξης όπως η κλωστουφαντουργία δέχεται τεράστια κριτική για τις εργασιακές συνθήκες των εργοστασίων σε πολλά σημεία του κόσμου. Και βεβαίως είναι η σκοτεινή αιτία πίσω από τη φθηνή τιμή του t-shirt την ώρα που σε όλο τον Δυτικό κόσμο, τα πάντα ακριβαίνουν.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image