Eδώ και γενιές, η οικογένεια Μul καλλιεργεί γιασεμιά και τριαντάφυλλα στη φάρμα της στη νοτιοανατολική Γαλλία για τον οίκο Chanel. Tα περίφημα άνθη της δίνουν την πρώτη ύλη για το εμβληματικό Chanel Ν⁰5 που συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής.
Στα τέλη της άνοιξης, οι μέλισσες φτάνουν στα χωράφια του Joseph Mul στο χωριό Pégomas, περίπου στις εννέα και μισή κάθε πρωί. Τα πενήντα στρέμματα του βρίσκονται σε μια προστατευμένη κοιλάδα, ανάμεσα στις Κάννες και τους λόφους της Γκρας, στα βορειοανατολικά, μπορεί κανείς να διακρίνει τις Προάλπεις, ενώ ένα δροσερό αεράκι φυσάει από τη Μεσόγειο. Η περιοχή φημίζεται για το ήπιο, ηλιόλουστο κλίμα της και τα λουλούδια της που δίνουν φίνα αρώματα – άλλωστε, η Γκρας θεωρείται μία από τις «πρωτεύουσες» της αρωματοποιίας.
Στη φάρμα, o προπάππους του Mul καλλιεργούσε τριαντάφυλλα από τις αρχές του 1900. Και από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οικογένεια έχει αποκλειστική συνεργασία με την Chanel, την οποία προμηθεύει με γιασεμιά και τριαντάφυλλα για την παρασκευή του Chanel Ν⁰5. Η τριανταφυλλιά που καλλιεργείται στο Pégomas είναι η rosa centifolia – γνωστή και ως «εκατόφυλλη». Τα μεγάλα, εντυπωσιακά, ροζ άνθη της που λυγίζουν κάτω από το βάρος τους, φημίζονται για το γλυκό, μελωμένο άρωμά τους. O Joseph Mul υποστηρίζει ότι μπορεί να αναγνωρίσει ένα τριαντάφυλλο που καλλιεργήθηκε στο Pégomas με κλειστά μάτια. Οταν τα φυτά ανθίσουν, η συγκομιδή και των πενήντα στρεμμάτων πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Μul συνεργάζεται με τον γαμπρό του, Fabrice Bianchi, o οποίος επιβλέπει τις 70 συλλέκτριες που αναλαμβάνουν να κόψουν και να μαζέψουν τα λουλούδια.
Οι περισσότερες συλλέκτριες κατάγονται από την Τουρκία και δουλεύουν ανά δύο, συζητούν ή τραγουδούν. Με τις συμμετρικές κινήσεις τους και τα τεράστια καπέλα τους η σκηνή της συγκομιδής των τριαντάφυλλων μοιάζει με πίνακα. Τα άνθη κόβονται με το χέρι και από τη στιγμή που θα γίνει αυτό, το έλαιο τους πρέπει να εξαχθεί πολύ γρήγορα. «Αν κλείσεις ένα λουλούδι στο χέρι σου, μετά από δύο ή τρία λεπτά θα διαπιστώσεις ότι δεν έχει την ίδια μυρωδιά – είναι λίγο πιο πιπεράτη» αναφέρει ο Mul. Τριακόσια έως πεντακόσια τριαντάφυλλα δίνουν ένα κιλό. Τα άνθη μπαίνουν σε σακιά των δέκα κιλών, και μέσα σε μία ώρα μεταφέρονται με φορτηγό στο εργοστάσιο.
«La fleur au flacon» σημαίνει «το λουλούδι στο μπουκάλι», είναι μια φράση που αγαπάει να χρησιμοποιεί ο Olivier Polge, επικεφαλής αρωματοποιός ή «μύτη της Chanel» όπως τον αποκαλούν, ο οποίος ανέλαβε την δουλειά από τον πατέρα του. Οπως εξηγεί, ο χρόνος που μεσολαβεί από τη συγκομιδή των τριαντάφυλλων μέχρι την επεξεργασία τους είναι ελάχιστος. Ετσι, τα άνθη δίνουν το πιο φίνο άρωμά τους. Ο ξάδερφος του Mul, Jean-François Vieille, είναι εκείνος που επιβλέπει το εργοστάσιο. Μια ενημερωτική αφίσα στον τοίχο εξηγεί την διαδικασία με την οποία τα λουλούδια γίνονται άρωμα. Η πρώτη ύλη -τα πέταλα- μετατρέπεται σε ένα κηρώδες στερεό υλικό από το οποίο εξάγεται ένα εξαιρετικά συμπυκνωμένο έλαιο, το οποίο χρησιμοποιείται απευθείας σε πολλά αρώματα.
Οι εργάτες ρίχνουν τα πέταλα σε μια γιγάντια μεταλλική δεξαμενή, σαν να ξεφορτώνουν λάφυρα σε μια ταινία ληστείας. Ενας εργάτης χρησιμοποιεί ένα πιρούνι για να ανακατέψει και να εξομαλύνει τους σωρούς από τα πέταλα, καθώς ο Vieille γεμίζει την δεξαμενή με δύο χιλιάδες λίτρα από έναν άχρωμο υγρό διαλύτη, την κλείνει και τη ζεσταίνει στους 68 βαθμούς Κελσίου. Μόλις την ανοίγει ξανά, τα πέταλα από ροζ έχουν γίνει καφέ και ο αέρας μυρίζει καμένο τοστ. Το πάτωμα του εργοστασίου είναι στρωμένο με πέταλα – σαν να πέρασε μόλις μια γαμήλια πομπή.
Υπάρχουν κι άλλα βήματα σε αυτή την διαδικασία μέχρι να προκύψει το έλαιο των λουλουδιών από το οποίο θα γεννηθεί το Chanel Ν⁰5 – ένα μπουκάλι 30 ml κλείνει μέσα του χίλια γιασεμιά και δώδεκα τριαντάφυλλα από τα ηλιόλουστα χωράφια του Pégomas. «Ενα ζωντανό υλικό σου δίνει μια ταυτότητα που κανένα συνθετικό δεν μπορεί να δώσει», αναφέρει ο Polge. «Οι άνθρωποι, όταν σκέφτονται το άρωμα, θεωρούν ότι είναι κάτι άπιαστο, εμείς ξέρουμε ότι για να δημιουργηθεί πρέπει να βουτήξεις τα παπούτσια σου στη λάσπη».