Γυναίκες της σύγχρονης ιστορίας που άφησαν και αφήνουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους επηρεάζοντας καθοριστικά το έργο των επόμενων γενεών
Η Ιρακινή αρχιτέκτονας έγινε γνωστή διεθνώς μέσα από κτήρια και αντικείμενα με προκλητικές καμπύλες που σχεδίασε ενώ υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην ιστορία του θεσμού που πήρε το Prizker (Νόμπελ Αρχιτεκτονικής) το 2004. Γεννήθηκε στη Βαγδάτη στις 31 Μαρτίου 1950. Σπούδασε Μαθηματικά στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, προτού μετακομίσει για σπουδές στο Architectural Association School of Architecture στο Λονδίνο. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε για τους πρώην καθηγητές της, Ηλία Ζέγγελη και Ρεμ Κούλχας, στο OMA (Office for Metropolitan Architecture). Παρέμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και το 1980 άνοιξε το δικό της γραφείο.
Συνάντησε πολλές δυσκολίες στην αρχή της καριέρας της, όχι μόνον γιατί η αισθητική και οι ιδέες της ήταν πολύ προοδευτικές και αντίθετες με τον συμβατικό τρόπο σκέψης της εποχής, αλλά και γιατί είχε πολλά εμπόδια από τον δάσκαλό της, Ρεμ Κούλχας. Οπως ανέφερε: ‘’Ηταν δύσκολο να βρει πελάτες που να ενδιαφέρονταν για τις σχεδιαστικές της ιδέες και πολλές από τις προτάσεις της δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ’’, όμως είναι ευρέως γνωστό πια ότι παρόλο που κέρδιζε όλους τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, δεν υλοποιούσε τα έργα της επί μία εικοσαετία, γιατί την παρόπλισε ο Κούλχας. Ωστόσο εκείνη δούλευε ακούραστα, έχοντας πίσω την οικονομική άνεση που της πρόσφερε η οικογένειά της, ακολουθώντας τη δική της αισθητική.
Το σχέδιο της για το “The Peak” δεν υλοποιήθηκε, όπως τα περισσότερα από τα άλλα ριζοσπαστικά της σχέδια των δεκαετιών του ‘80 και του ’90, όπως το “Kurfürstendamm” (1986) στο Βερολίνο, το “Κέντρο Τέχνης και Μέσων” του Ντίσελντορφ (1992–93) και η όπερα “Cardiff Bay” (1994) στην Ουαλία. Η Χαντίντ άρχισε να γίνεται γνωστή ως “Paper Architect”, που σημαίνει ότι τα σχέδιά της ήταν πολύ πρωτοποριακά για να προχωρήσουν πέρα από τη φάση του σχεδιασμού και να κατασκευαστούν. Αυτή η εντύπωση, ενισχύθηκε όταν τα όμορφα αποδομένα σχέδιά της, συχνά με τη μορφή εξαιρετικά λεπτομερών έγχρωμων ζωγραφικών έργων, εκτέθηκαν ως έργα τέχνης σε μεγάλα μουσεία.
Η επιρροή της στη σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι αξιοσημείωτη, αφού άλλαξε την αντίληψη για το τι είναι δυνατό στον σχεδιασμό κτιρίων και δημιούργησε μια νέα αισθητική. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της χαρακτηρίζεται από τη γεωμετρία και την κινητικότητα των μοντέρνων τεχνολογιών. Τα έργα της, συνήθως παρουσιάζουν ασύμμετρες γραμμές, πολύπλοκες μορφές, εντυπωσιακά κυματιστά μοτίβα, ενώ παράλληλα αξιοποιεί την τεχνολογία των καμπυλωτών επιφανειών που δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν συναρπαστικά κτίρια. Επιπλέον, είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον σχεδιασμό της χωροταξίας και της αισθητικής των εσωτερικών χώρων. Τα κτίριά της δεν υπακούουν σε καμία αρχή στατικής δομής, αλλά πάντα δημιουργούν μια συνεχώς εξελισσόμενη κίνηση, μια ατέρμονη κυκλική πορεία που κάνει την αρχιτεκτονική της να μοιάζει με «ποτάμι».
Το πρώτο μεγάλο έργο της που κατασκευάστηκε, ήταν ο πυροσβεστικός σταθμός Vitra (1993) στο Weil am Rhein της Γερμανίας. Αποτελούμενος από μια σειρά από επίπεδα με έντονη γωνία, η δομή μοιάζει με πουλί σε πτήση. Τα άλλα κατασκευασμένα έργα της από αυτήν την περίοδο περιελάμβαναν ένα έργο στέγασης για το IBA Housing (1993) στο Βερολίνο, τον εκθεσιακό χώρο Mind Zone (1999) στο Millennium Dome στο Greenwich του Λονδίνου και τον εκθεσιακό χώρο Land Formation One (1999) στο Weil am Rhein. Σε όλα αυτά τα έργα η Χαντίντ διερεύνησε περαιτέρω το ενδιαφέρον της για τη δημιουργία διασυνδεόμενων χώρων και μιας δυναμικής γλυπτικής μορφής αρχιτεκτονικής.
Η φήμη της εδραιώθηκε το 2000, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες για το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Lois & Richard Rosenthal στο Σινσινάτι του Οχάιο, που άνοιξε το 2003 και ήταν το πρώτο αμερικανικό μουσείο που σχεδίασε γυναίκα. Μια κατακόρυφη σειρά από κύβους και κενά, η πλευρά που βλέπει στον δρόμο έχει μια ημιδιαφανή γυάλινη πρόσοψη που προσκαλεί τους περαστικούς να δουν τη λειτουργία του μουσείου και έτσι έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του μουσείου ως απομακρυσμένου χώρου. Το 2010, ο τολμηρά ευφάνταστος σχεδιασμός της για το μουσείο σύγχρονης τέχνης και αρχιτεκτονικής MAXXI στη Ρώμη της έφερε το βραβείο Stirling του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων (RIBA) για το καλύτερο κτίριο από Βρετανό αρχιτέκτονα που ολοκληρώθηκε τον περασμένο χρόνο. Κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο Stirling την επόμενη χρονιά για μια κομψή δομή που συνέλαβε για την Evelyn Grace Academy, ένα γυμνάσιο στο Λονδίνο. Το ρευστό κυματιστό σχέδιο της Χαντίντ για το Κέντρο Heydar Aliyev, ένα πολιτιστικό κέντρο που άνοιξε το 2012 στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, κέρδισε το Σχέδιο της Χρονιάς από το Μουσείο Σχεδίου του Λονδίνου το 2014. Ηταν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε αυτό το βραβείο.
Αξιοσημείωτα έργα της είναι: το Κέντρο Υδάτινου Στίβου του Λονδίνου που χτίστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, το Μουσείο Τέχνης Eli and Edythe Broad, που άνοιξε το 2012 στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο East Lansing του Μίσιγκαν και το Jockey Club Innovation Tower (2014) για το Πολυτεχνείο του Χονγκ Κονγκ.
Εχει σχεδιάσει: έπιπλα, φωτιστικά, αντικείμενα, κοσμήματα και παπούτσια. Είναι η πρώτη γυναίκα που πήρε το Pritzker Prize το 2004 και τον Χρυσό Λέοντα, την ίδια χρονιά στην 9η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Εξέθεσε αντικείμενά της παράλληλα με την Μπιενάλε της Βενετίας το 2007 στις γκαλερί David Gill. Στις 31 Μαρτίου 2016 την πρόδωσε η καρδιά της, στο νοσοκομείο στο Μαϊάμι που νοσηλευόταν για βρογχίτιδα σε ηλικία 66 ετών.
www.zaha-hadid.com