Διατρέχουμε τη σύγχρονη ιστορία και ξεχωρίζουμε γυναίκες που μέσα στον χρόνο άφησαν και αφήνουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους και επηρέασαν καθοριστικά το έργο των επόμενων γενεών.
Πέγκυ Γκούγκενχάιμ (26/8/1898 – 23/12/1979):
H πρώτη γυναίκα συλλέκτρια με δικό της Μουσείο στη Βενετία
Η Μαργκερίτ Γκουγκεναχάιμ, γνωστή σε όλη της τη ζωή ως Πέγκυ, γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά του Μέγιερ Γκουγκενχάιμ, ενώ η μητέρα της καταγόταν από τραπεζική οικογένεια της Νέας Υόρκης. Ηταν έφηβη όταν μια προσωπική τραγωδία έπληξε την οικογένεια -ο πατέρας της πέθανε ως επιβάτης του Τιτανικού. Στα τέλη του ‘20, μετακόμισε στο Παρίσι και εξερεύνησε το ενδιαφέρον της στην κλασική και αναγεννησιακή τέχνη. Εγινε στενή φίλη με συγγραφείς της αβάντ γκάρντ και καλλιτέχνες, κυρίως με τον Μαρσέλ Ντυσάν -διά βίου φίλος και μέντοράς της. Είκοσι τριών ετών θέλοντας να χάσει αυτό που αποκαλούσε «επαχθή παρθενία», συνδέθηκε με τον καλλιτέχνη και συγγραφέα Laurence Vail. Παντρεύτηκαν το 1922 και απέκτησαν δύο παιδιά τον Sinbad και τον Pegeen. Γάμος που σημαδεύτηκε με έντονες συγκρούσεις μέχρι τον χωρισμό τους το 1928. Οι προσωπικές της σχέσεις ήταν δύσκολες, χαρακτηρισμένες από απιστία και συζύγους που τη μείωσαν, επειδή ένιωθαν ότι απειλούνταν από την εξάρτησή τους στον πλούτο της.
Στη συνέχεια ερωτεύτηκε τον συγγραφέα John Farrar Holms και άρχισαν να ταξιδεύουν, αλλά το 1934 πέθανε ξαφνικά και η Γκουγκενχάιμ μετακόμισε στον Douglas Garman, με τον οποίο είχε εμπλακεί τον προηγούμενο χρόνο. Οταν τελείωσε η σχέση τους, άρχισε ν’ αναζητάει ένα επάγγελμα κι ακολούθησε την πρόταση ενός φίλου της ν’ ανοίξει γκαλερί στο Λονδίνο, την «Guggenheim Jeune», το 1938. Η πρώτη έκθεση εμπεριείχε έργα του Ζαν Κοκτώ σε επιμέλεια Μαρσέλ Ντυσάν, όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Οργάνωσε την πρώτη ατομική έκθεση του Βασίλη Καντίνσκι στη Βρετανία και εξέθεσε έργα των Paalen και Τιγκελί, ενώ πραγματοποίησε ομαδικές εκθέσεις γλυπτικής και κολλάζ των μεγαλύτερων καλλιτεχνών: Χένρυ Μούρ, Αλεξάντερ Καλντέρ, Ζάν Αρπ, Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπράκ, Κονσταντίν Μπρανκούζι κ.ά. Ετσι άρχισε ν’ αγοράζει τουλάχιστον ένα έργο τέχνης από κάθε έκθεση, χτίζοντας τη δική της συλλογή. Το πρώτο έργο που αγόρασε ήταν το «Shell and Head» του Ζαν Αρπ (1933).
Παρόλη τη μεγάλη επιτυχία, έχασε χρήματα τον πρώτο χρόνο κι έτσι σκέφτηκε ότι ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης θα ήταν καλύτερη διαδρομή. Αρχισε να συνεργάζεται με τον ιστορικό τέχνης Χέρμπεντ Ρίντ, έκλεισε την γκαλερί το 1939 και ταξίδεψε στο Παρίσι με τη λίστα του Ρίντ, με έργα που ήλπιζαν να έχουν για την πρώτη τους έκθεση σε μουσείο. Τους πρόλαβε όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά εκείνη ακάθεκτη αγόρασε όλους τους προτεινόμενους πίνακες.
Αγοράζοντας έργα των Πικάσο, Ερνστ, Μαγκρίτ, Μαν Ρέι, Νταλί, Κλέε, Μιρό και άλλων καλλιτεχνών, δημιουργεί τον πυρήνα μιας από τις μεγάλες συλλογές μοντέρνας τέχνης. Ετσι όταν το Παρίσι δέχτηκε εισβολή το 1940, παρέμεινε στη χώρα, προσπαθώντας να κάνει ρυθμίσεις για να διατηρήσει τη νέα της συλλογή, αλλά έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στη Νέα Υόρκη με τον Μαξ Ερνστ, τον οποίο και παντρεύτηκε. Ταυτόχρονα αυτός ο κόσμος άλλαζε, καθώς πολλοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη, ξεφεύγοντας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ναζιστική Γερμανία. Κι έτσι το 1942 άνοιξε την «Art of This Century Gallery», με ενότητες αφιερωμένες στον σουρεαλισμό, την κινητική τέχνη, την κυβιστική και την αφηρημένη τέχνη. Μέσω του έμπιστου συμβούλου της Howard Putzel άρχισε να ανακαλύπτει Αμερικανούς καλλιτέχνες κι έγινε προστάτης -από τα πρώτα του βήματα- του Πόλλοκ, παρέχοντάς του μηνιαίο επίδομα και την πρώτη του έκθεση, ενώ πραγματοποίησε και την πρώτη έκθεση αφιερωμένη αποκλειστικά σε γυναίκες καλλιτέχνιδες.
Το 1946 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της “Out of This Century: Confessions of an Art Addict” που δημιούργησε σκάνδαλο μέσα από τις αποκαλύψεις της για το πλήθος των σεξουαλικών συναντήσεων με συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η οικογένειά της απογοητεύτηκε, καθώς οι πλούσιοι θείοι της προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αγοράσουν όλα τα αντίγραφα. Θέλοντας να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, έκλεισε την γκαλερί της και μετακόμισε στη Βενετία, την οποία ονόμασε «η πόλη των ονείρων της».
Το 1948 την προσκάλεσαν να εκθέσει τη συλλογή της στην Μπιενάλε της Βενετίας στο ελληνικό περίπτερο, αφού η Ελλάδα λόγω εμφυλίου δεν έστειλε συμμετοχή εκείνη τη χρονιά. Ηταν η πρώτη φορά που έργα των Πόλλοκ, Ρόθκο κι άλλων Αμερικανών καλλιτεχνών εμφανίστηκαν στην Ευρώπη. Αγόρασε το Palazzo Venier dei Leoni στο Μεγάλο Κανάλι, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής της και το 1951 δημιούργησε εντός του το Μουσείο. Παρά την επιτυχημένη ζωή της και τους αρκετούς δεσμούς της με νεαρούς Ιταλούς ήταν μοναχική. Πέθανε το 1979 και οι στάχτες της παραμένουν στο βενετσιάνικο Παλάτσο που στεγάζει τη συλλογή της.
Getty Images / Ideal Image