Ο Μάριος Σουόμπ είχε κλέψει την καρδιά της διεθνούς σκηνής μόδας από τα πρώτα του κιόλας βήματα κερδίζοντας τον τίτλο του Καλύτερου Νέου Σχεδιαστή στα British Fashion Awards το 2006. Η επιστροφή του στην Ελλάδα ως creative director του οίκου Zeus+Dione αποτελεί μια λαμπρή περίπτωση “brain-gain”.
Παρουσιάζοντας τη χειμερινή συλλογή Seraglio/Σαράι στην αυλή του brand στο κέντρο της Αθήνας, στήνοντας μια ζωντανή αναπαράσταση θεάτρου σκιών και συνοδεία του ρεμπέτη Γρηγόρη Βασίλα και της ορχήστρας του, αναδημιούργησε στιγμιότυπα που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη μνήμη. Μια μουσική διαδρομή από τα παράλια της Μικράς Ασίας στον Πειραιά, με ήχους από σαντούρι, βιολί, κιθάρα, μπουζούκι, και κοντραμπάσο, έφερε τους καλεσμένους της βραδιάς κοντά στη λαϊκή παράδοση και το ρεμπέτικο.
Συναντήσαμε τον creative director Marios Schwab, ο οποίος μας μίλησε για την έμπνευσή του: “Aυτή η εξιστόρηση του ρεμπέτικου και του θέατρου σκιών που έγινε στο event της παρουσίασης της συλλογής μου και πραγματοποιήθηκε για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, ήταν κάτι πολύ κοντινό στα προσωπικά μου βιώματα, αφού η γιαγιά μου Ελένη, κατάγεται από τη Μικρά Ασία και είχε μια τελείως διαφορετική ματιά, την οποία έζησα βαθιά γιατί μεγάλωσα κοντά της. Η οποία έφερε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στη συζήτηση και την εξιστόρηση, η οποία με διαμόρφωσε πολιτισμικά, γιατί ήταν πολύ ταλαντούχα και στα δύο. Άλλαξε τον τρόπο σκέψης μου. Και τα τραγούδια που έλεγε ήταν αυτά που οδήγησαν στο ρεμπέτικο όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ελλάδα, στον Πειραιά συγκεκριμένα… Σίγουρα το ρεμπέτικο είχε πολύ καλαίσθητα στοιχεία με ισχυρές προσωπικότητες όπως η Σωτηρία Μπέλου και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η θέση της γυναίκας σε αυτό ήταν πολύ αναβαθμισμένη για τα δεδομένα της εποχής. Γενικότερα ο κόσμος του ρεμπέτικου είναι πλούσιος σε κουλτούρα και περιεχόμενο…”
Σχήματα που αγκαλιάζουν τη σιλουέτα, απαλές υφές και το χαρακτηριστικό σπαθωτό μετάξι, συνδυασμένα σε καθαρές, tailored γραμμές, και φινιρισμένα με τις ιδιότυπες λεπτομέρειες του brand. Πανωφόρια από felting wool που μαρτυρούν τη μεγάλη παράδοση και τις τεχνικές της Ηπειρωτικής Ελλάδας στην κατασκευή του υλικού αυτού. Πτυχώσεις κατασκευασμένες με την παραδοσιακή ελληνική τεχνική, κατά την οποία περνιούνται οριζόντια νήματα κατά διαστήματα, σφιχτά, έτσι ώστε η πτύχωση να φυλάσσεται όταν δε φοριέται διατηρώντας έτσι μια μονιμότητα.
Παλτό εμπνευσμένα από τα χαρακτηριστικά μάλλινα σακάκια με τα τονισμένα πέτα και τους δομημένους ώμους με τις βάτες, τα οποία ρεμπέτες μουσικοί συνήθιζαν να φορούν περαστά μόνο στο αριστερό μανίκι μιμούμενοι τις πανοπλίες των Ουσάρων. Προσωρινά τρυπώματα που συγκρατούν τα υφάσματα ενωμένα, αποκτούν μόνιμη μορφή πάνω σε κοστούμι, θυμίζοντας τις χαρακτηριστικές φιγούρες του θεάτρου σκιών, των οποίων τα κομμάτια κόβονταν με κοπίδι, σκαλίζονταν, λιμάρονταν, χτυπιούνταν με σφυρί και στερεώνονταν με διπλόκαρφα ή πινέζες στις άκρες, ώστε να τονιστεί επακριβώς η σιλουέτα τους.
“Γιατί στην Αθήνα άρχισα να σκέφτομαι το design ως μέσο επαγγελματικής έκφρασης. Ετσι μέσα από αυτή τη συνεργασία συμβαίνει κάτι που με εμπνέει και με αφήνει να επανέλθω σε κάποια πολύ αγαπημένα θέματα τα οποία μπορείς να τα επενδύσεις με τη μόδα, επειδή η μόδα είναι λειτουργική αλλά έχει και αισθητική, πολλές φορές η κατεύθυνση που μπορείς να πάρεις, δηλαδή η θεματολογία που μπορείς να καταλήξεις, μπορεί να είναι αρκετά αφηρημένη, αλλά και πολύ νοσταλγική. Βλέπεις αρκετά αγαπημένα θέματα που έχουν σχέση με το craftmanship και το εργόχειρο από μια αρκετά διαφορετική ματιά. Από πολύ μικρή ηλικία έζησα διαφορετικές χώρες, είχα μια μεγάλη αγάπη στη λεπτομέρεια την οποία μου εμφύσησαν και οι δύο χώρες μου, η Ελλάδα και η Αυστρία οι οποίες, παρότι πολύ διαφορετικές στις τεχνοτροπίες, έχουν και οι δύο πλούσια παράδοση στο craftmanship. Αυτό που με ελκύει στη χειρωνακτική μου δουλειά είναι πως μπορείς να μετουσιώσεις με μοντέρνο τρόπο ιδέες και στοιχεία που μπορούν να έχουν βάθος και νόημα σε τεχνικό, βιώσιμο κι αισθητικό επίπεδο”.