O 44χρονος Τζίνγκμε Κεσάρ τρέχει καθημερινά για να εκσυγχρονίσει το μικρό του κράτος στα Ιμαλάια και δίνει πρώτος το παράδειγμα.
Μπορεί η πρόοδος να βαδίσει χέρι-χέρι με την παράδοση; Δύσκολη εξίσωση, όπως έχει δείξει η ιστορία. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ηγετών ριζοσπαστών που έβαλαν φωτιά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και τα έκαψαν όλα. Και άλλων που γύρισαν την πλάτη στην πρόοδο και επέστρεψαν στις «παραδοσιακές αξίες», συμπαρασύροντας μαζί τους και ολόκληρες κοινωνίες, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν ή όχι.
Ο Τζίνγκμε Κεσάρ είναι μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο «Δημοκράτης Βασιλιάς» του Μπουτάν, όπως τον έχουν βαφτίσει τα διεθνή ΜΜΕ, έχει βρει την κατάλληλη δοσολογία ώστε να μην απαρνηθεί τις αξίες και την ιστορία του μικρού του τόπου, αλλά και από την άλλη τρέχει συνεχώς να εκσυγχρονίσει ένα κράτος που πριν λίγα χρόνια βρισκόταν βυθισμένο στην αμάθεια, τη δεισιδαιμονία, τη μισαλλοδοξία και την υπανάπτυξη.
Στα 44 του χρόνια σήμερα, ο Τζίνγκμε Κεσάρ συμπληρώνει 18 χρόνια στον θρόνο. Δεν είναι κάποιος άπειρος. Τα βήματα που έχει κάνει είναι πολλά, αλλά κι ο ίδιος παραδέχεται ότι χρειάζονται ακόμα περισσότερα για να μπορέσει να αποκαλέσει το κράτος του «σύγχρονο». Η φιγούρα του, όμως, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής παγκοσμίως. Σ’ αυτό βοηθάει και η Τζετσούν Πέμα, η 34χρονη βασίλισσα, η πιο μικρή σε ηλικία εστεμμένη του κόσμου. Το ζευγάρι προκαλεί ντελίριο στους φιλομοναρχικούς όπου γης. Οπως φαίνεται από τις αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το απολαμβάνουν.
Ενα μικρό βασίλειο στα Ιμαλάια
Το Μπουτάν, ένα από τα πιο ορεινά κράτη της γης, είναι σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο γίγαντες, την Ινδία και την Κίνα. Η έκτασή του είναι περίπου 39.000 τ.χλμ., δηλαδή όσο περίπου η γεωγραφική περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης μαζί. Σ’ αυτό τον τόπο κατοικούν περίπου 750.000 άνθρωποι εδώ και χιλιετίες, χωρισμένοι σε φυλές συγγενείς μεταξύ τους στη γλώσσα, τη θρησκεία και στα έθιμα, αλλά όχι τόσο στην ιστορία. Οι διαμάχες μεταξύ τους ήταν συχνές και το δύσκολο ανάγλυφο της περιοχής δεν επέτρεπε ακόμα και στους πιο ικανούς να κατακτήσουν όλους τους γείτονες.
Οι πρώτοι που έφτασαν σ’ αυτά τα δυσπρόσιτα μέρη και από εκεί πέρασαν στην κινεζική σήμερα περιοχή του Θιβέτ ήταν οι Πορτογάλοι. Κι εκεί άρχισαν οι παρανοήσεις: Η συγγένεια των γλωσσών και ο τρόπος που αποκαλούσαν τη χώρα τους (Μπουτ οι Μπουτανέζοι, Μπο οι Θιβετιανοί) οδήγησαν τους πρώτους Πορτογάλους εξερευνητές να νομίζουν ότι πρόκειται για το ίδιο μέρος. Το πράγμα ξεκαθάρισε μόλις το 1774, μετά τα ταξίδια του Σκωτσέζου εξερευνητή Τζορτζ Μπογκλ, ο οποίος πληροφόρησε τον κόσμο ότι το Μπουτάν οι ντόπιοι το αποκαλούν «Ντρουκ Γιουλ», δηλαδή Το Βασίλειο του Δράκου. Από εκεί προκύπτει και ο εντυπωσιακός δράκος στη σημαία της χώρας.
Οι φυλές της περιοχής είχαν μεγάλη έχθρα με το γειτονικό βασίλειο του Κουτς Μπεχάρ, το οποίο σήμερα είναι κομμάτι της ινδικής πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης. Οι μαχαραγιάδες του Κουτς Μπεχάρ ζήτησαν τη βοήθεια των Βρετανών για να νικήσουν τους Μπουτανέζους, με αντάλλαγμα την υποταγή τους. Αυτό οδήγησε σε μια σειρά από πολέμους, ο τελευταίος των οποίων έγινε το 1865. Η συμφωνία μεταξύ του Μπουτάν και των Βρετανών, που ήταν τότε κύριοι των Ινδιών, καθόρισε τα σύνορα του Μπουτάν σ’ αυτό που βλέπουμε σήμερα στον χάρτη.
Η βασιλική δυναστεία των Βανγκτσούκ, της οποίας απόγονος είναι και ο νυν μονάρχης, είναι σχετικά νέα. Μόλις το 1907, ο Ουγκιέν Βανγκτσούκ ανακηρύχθηκε βασιλιάς του Μπουτάν, είτε με την πειθώ, είτε με τα όπλα. Τον αναγνώρισαν όλες οι φυλές, οι βουδιστές μοναχοί και οι Βρετανοί, που θεωρούσαν μεν το Μπουτάν ανεξάρτητο κράτος, αλλά επενέβαιναν χωρίς να κοκκινίζουν κυρίως στις εξωτερικές του υποθέσεις και τις σχέσεις με το Θιβέτ και την Κίνα σε μια πολύ ευαίσθητη συνοριακή γραμμή. Η παράδοση επέβαλλε για τον βασιλιά να έλκει την καταγωγή του από τους μυθικούς δράκους, και ο Ουγκιέν δεν χάλασε το χατίρι στους υπηκόους του.
Ο εγγονός του πρώτου βασιλιά, ο Τζίνγκμε Ντόρτζι, ανέλαβε την εξουσία το 1952 μόλις στα 24 χρόνια του. Εναν χρόνο αργότερα ήταν ο πρώτος που απαρνήθηκε την καταγωγή του από δρακογενιά και όρισε, μάλιστα, ένα «συμβούλιο» από 130 πρόσωπα για να τον βοηθάει με συμβουλές και αρμοδιότητες. Ηταν το πρώτο δείγμα εκδημοκρατισμού, σε μια περιοχή που είχε συνηθίσει την απόλυτη μοναρχία επί αιώνες. Ο Τζίνγκμε Ντόρτζι πέθανε από καρδιακή προσβολή μόλις στα 44 του χρόνια και ο πρωτότοκός του Τζίνγκμε Σίνγκιε ανέλαβε τον θρόνο μόλις στα 17 του, το 1972. Δεν είχε προλάβει να σπουδάσει στο εξωτερικό, όπως σχεδίαζε ο πατέρας του, γι’ αυτό έλαβε μόνο την παραδοσιακή μοναστική εκπαίδευση των βουδιστών μοναχών, κάτι που όπως φαίνεται τον επηρέασε πολύ έντονα. Θεωρούσε κάθε τι μοντέρνο ως απειλή για το βασίλειό του (και τον θρόνο του, προφανώς), κι έτσι αποφάσισε να υψώσει ένα «τείχος παράδοσης», όπως το αποκάλεσε, για να προστατέψει τους υπηκόους του.
Οι αρχικές του αποφάσεις έγιναν δεκτές με χαμόγελα. Ο βασιλιάς υιοθέτησε έναν νέο δείκτη για τη χώρα του, την «Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία» (!), που αντικατέστησε τον απόλυτα οικονομικό όρο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Σύμφωνα με τον τότε μονάρχη, η επιδίωξη του χρήματος δεν έφερνε την ευτυχία, γι’ αυτό υποσχέθηκε να βελτιώσει τη ζωή των υπηκόων του σε όλους τους τομείς, όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη. Το δεύτερο ήταν ακόμα πιο… παραδοσιακό: Ο βασιλιάς αποφάσισε να επαναφέρει ένα παλιό έθιμο και να παντρευτεί τέσσερις αδελφές από τον ίδιο πατέρα! Με μία τελετή, μάλιστα, το 1979, απέκτησε τέσσερις συζύγους (η μεγαλύτερη με τη μικρότερη έχουν οκτώ χρόνια διαφορά), τις οποίες χαίρεται ακόμα, αφού απέκτησε μαζί τους δέκα παιδιά.
Κάπου εκεί, όμως, άρχισαν τα ζητήματα. Η εμμονή του να λέει όχι στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, απομόνωσε τη χώρα του. Στην εκπαίδευση δεν έδινε μεγάλη σημασία και συχνά έλεγε ότι η μελέτη της φύσης από τους απλούς αγρότες τους κάνει πιο σοφούς από τους καθηγητές. Ετσι, λοιπόν, από τη χώρα έλειπαν βασικές ειδικότητες και δάσκαλοι και γιατροί. Οι περισσότερες δομές υγείας ήταν στελεχωμένες από Ινδούς. Ο βασιλιάς σπάνια έβγαινε από τη χώρα του και δεν χρησιμοποιούσε ποτέ αεροπλάνο. Παρ’ ότι έπασχε από μυωπία, αρνιόταν να φοράει γυαλιά δημοσίως. Το αποκορύφωμα ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν αποφάσισε να επιβάλλει την παραδοσιακή φορεσιά (μια ρόμπα μέχρι το γόνατο για τους άνδρες που λέγεται «γκο» και ένα φόρεμα μέχρι τους αστραγάλους για τις γυναίκες που λέγεται «κίρα») ως τη μοναδική «αποδεκτή» στο κράτος του.
Αυτά τα μέτρα έφεραν αντιδράσεις κυρίως στον νότο της χώρας, όπου ζει επί αιώνες μία αξιόλογη πληθυσμιακά κοινότητα Νεπαλέζων. Ξεκίνησαν διαδηλώσεις εκεί, αλλά το αυτί του βασιλιά δεν ίδρωσε. Ανακοίνωσε την πρώτη επίσημη απογραφή στην ιστορία της χώρας, αλλά μετά τους χαιρετισμούς για εκσυγχρονισμό, η διεθνής κοινότητα αντιλήφθηκε ότι είχε άλλο σκοπό: Περίπου 100.000 άνθρωποι, το 15% του πληθυσμού της χώρας, που δεν αναγνωρίστηκαν ως «Μπουτανέζοι», είχαν ένα δίλημμα μπροστά τους: Είτε υιοθετούσαν πλήρως τα μπουτανέζικα έθιμα και τη γλώσσα (που είναι συγγενής μεν με τη νεπαλέζικη, αλλά διαφέρει αρκετά), είτε κρίνονταν «παράνομοι μετανάστες» και τους περίμενε απέλαση. Η αστυνομία και ο στρατός της χώρας ανέλαβε δράση. Ο νότος «ξεκαθαρίστηκε» πολύ σύντομα απ’ όλους όσοι κρίθηκαν μη-Μπουτανέζοι, με εισβολές σε ολόκληρα χωριά, βιασμούς, βασανιστήρια και απαγωγές. Οι περισσότεροι βρήκαν καταφύγιο σε στρατόπεδα προσφύγων στο Νεπάλ, υπήρξαν και τυχεροί που συμμετείχαν σε προγράμματα «αποδοχής προσφύγων» από δυτικές χώρες και μετακόμισαν στην Αυστραλία, τη Νορβηγία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.
O εκσυχρονισμός του Μπουτάν
Οι απολυταρχικές απόψεις του βασιλιά άρχισαν να αμβλύνονται όταν ενηλικιώθηκε ο μεγάλος του γιος και νυν μονάρχης. Ο Τζίνγκμε Κεσάρ από έφηβος ακόμα συμβούλευε τον πατέρα του να ανοίξει τη χώρα. Είχε την τύχη να φύγει από μικρός για να τελειώσει το γυμνάσιο στις ΗΠΑ, στη Phillips Academy στα περίχωρα της Βοστώνης. Το 1999, όταν επέστρεψε στο Μπουτάν, έπεισε τον πατέρα του να επιτρέψει τη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού (!) και να κάνει την πρώτη σύνδεση με το διαδίκτυο, ώστε ο διάδοχος να μπορεί να κάνει τις εργασίες του για το κολλέγιο από μακριά.
Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Οταν ο Τζίνγμε Κέσαρ πήρε το πτυχίο του στη διεθνή διπλωματία από το Magdalen College της Οξφόρδης και χρίστηκε επίσημα διάδοχος, ανέλαβε στην ουσία τη διακυβέρνηση της χώρας. Το 2005 το Μπουτάν απέκτησε για πρώτη φορά κυβέρνηση με υπουργούς, οι απολυταρχικοί νόμοι για την ενδυμασία καταργήθηκαν και, αντίθετα, η παραδοσιακή φορεσιά προωθήθηκε ως σημάδι εθνικής υπερηφάνειας. Ο διάδοχος πλέον λειτουργούσε σαν βασιλιάς και το 2006 ανέλαβε κι επισήμως τον θρόνο. Ο πατέρας Τζίνγκμε Σίνγκιε αποφάσισε να αποσυρθεί για χάρη του γιου του μόλις στα 51 του χρόνια. Είναι ο πιο μικρός στην ηλικία μονάρχης στην καταγεγραμμένη ιστορία, που σε καιρό ειρήνης και χωρίς διπλωματική πίεση πήρε αυτή την απόφαση. Σήμερα στα 69 του χρόνια ζει στο παλάτι αλλά δεν ανακατεύεται στις αποφάσεις.
Ο Τζίνγκμε Κεσάρ έπεισε αμέσως και τους υπηκόους του, αλλά και τη διεθνή κοινότητα, ότι είχε σκοπό να εκσυγχρονίσει πραγματικά τη χώρα, αν και σε όλες τις εμφανίσεις του, επίσημες και ιδιωτικές, υιοθέτησε την παραδοσιακή φορεσιά. Το 2008 άλλαξε το σύνταγμα της χώρας, αναφέροντας ότι υπέρτατος στόχος είναι η αύξηση της «Εθνικής Ευτυχίας», σύμφωνα με τα πρότυπα του πατέρα του. Στο κείμενο αυτό, πάντως, αναφέρεται η προστασία του περιβάλλοντος και των εθνικών πάρκων περισσότερες φορές από οποιοδήποτε άλλο μοντέρνο σύνταγμα.
Αυτό δεν τον πτόησε καθόλου να συνεργαστεί με την Ινδία για τη ραγδαία ανάπτυξη της εκπαίδευσης, αλλά και τη δημιουργία τεράστιων υδροηλεκτρικών φραγμάτων, που αποτέλεσαν την ατμομηχανή για την οικονομία της χώρας. Το Μπουτάν, με τα πολλά ποτάμια του, που τροφοδοτούνται συνεχώς από το χιόνι που λιώνει, εξάγει ενέργεια στην Ινδία έναντι δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας (από τους πρώτους καλλιεργητές σκόρδου και κανέλλας παγκοσμίως), η οικονομία του Μπουτάν αναπτύσσεται με πάνω από 10% κάθε χρόνο! Το κατά κεφαλήν εισόδημα από τα 2.120 δολάρια που ήταν στις αρχές του 1990 έφτασε τα 14.500 δολάρια το 2022.
Και στην προσωπική του ζωή ο βασιλιάς ισορρόπησε. Εχει μία σύζυγο από το 2011, την Τζετσούν Πέμα, και δηλώνει ότι «δεν χρειάζεται καμία άλλη». Την παντρεύτηκε με παραδοσιακή τελετή, όπου πήρε τις ευλογίες απ’ όλες τις «θεότητες των σύννεφων», απέκτησε τρία παιδιά και χαίρεται να προβάλλει την ευτυχισμένη του οικογένεια μέσω του Facebook και του X, όπου μετράει εκατομμύρια ακόλουθους.
H πιο σπουδαία «παραδοσιακή» καινοτομία του, όμως, ήταν η επαναφορά του «κίντου». Μιας διαδικασία «αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας» του μονάρχη με τον λαό. Οποιος θέλει μπορεί να επικοινωνήσει με τον βασιλιά μέσω μηνύματος, γράμματος ή και να κλείσει ραντεβού μαζί του. Ο Τζίνγκμε βγαίνει συχνά στον δρόμο και ταξιδεύει και στο πιο απρόσιτο χωριό για να ακούσει τους ανθρώπους. Μάλιστα επισκέφθηκε την Αυστραλία, όπου επεδίωξε να έχει επαφή με τους προ 30ετίας διωγμένους πρόσφυγες. Τους κάλεσε να επιστρέψουν οικογενειακώς στο Μπουτάν όποτε θέλουν.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image