Σημαντικός συντελεστής του κινήματος της ποπ αρτ της δεκαετίας του 1960, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Βρετανούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Όπως και άλλοι καλλιτέχνες της Pop Art, αναζωογονεί την παραστατική ζωγραφική με ένα στυλ που απορρέει από την εικαστική γλώσσα της διαφήμισης. Αυτό που τον διαφοροποιεί όμως, είναι η εμμονή του με τον Κυβισμό. Συνδυάζει διάφορες σκηνές για να δημιουργήσει ένα σύνθετο οπτικό αποτέλεσμα, επιλέγοντας περίπλοκους χώρους, όπου η αντίληψη του βάθους είναι ήδη μια πρόκληση. Οι φιλόδοξες προσπάθειές του, εκτείνονται σε μια ευρεία γκάμα μέσων: φωτογραφικά κολλάζ, σκηνικά όπερας, σχέδια φαξ, όπως και μελέτη της καλλιτεχνικής ιστορίας των οπτικών συσκευών, των παλιών δασκάλων.
Παιδί εργατικής οικογένειας με πέντε αδέλφια, ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ γεννήθηκε στην Bόρεια Αγγλία, στην βιομηχανική πόλη Μπράντφορντ στις 9 Ιουλίου του 1937. Από μικρός ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη και εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου μελέτησε παραδοσιακή ζωγραφική και σχέδιο. Αντίθετα με τους περισσότερους από τους συμμαθητές, επειδή προερχόταν από πιο μία ταπεινή οικογένεια, εργαζόταν ακούραστα. Το 1957 κλήθηκε στον στρατό, αλλά ως αντιρρησίας συνείδησης, υπηρέτησε ως νοσοκομειακός βοηθός.
Όταν ήρθε αντιμέτωπος με το έργο του Ρώσου μπαλετίστα Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, που μιλούσε ανοιχτά για την σεξουαλική ταυτότητα, πήρε θάρρος ν’ αποκαλύψει την δική του. Το 1959 συνέχισε τις σπουδές του στο Royal College of Art στο Λονδίνο και διδάχτηκε από αρκετά γνωστούς καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών οι Ρότζερ ντε Γκρέι και Σέρι Ρίτσαρντς. Εκείνη την εποχή, το κολέγιο ζητούσε από τους φοιτητές να υποβάλουν ένα δοκίμιο μαζί με το τελικό τους έργο. Ο Χόκνεϊ αρνήθηκε, επιθυμώντας να κριθεί μόνο βάσει του έργου του, που για παράξενο λόγο δέχτηκε το καθόλα συντηρητικό RCA.
Το 1963, εξέθεσε για πρώτη φορά στην γκαλερί του Τζον Κάσμιν κι ένα χρόνο αργότερα ταξίδεψε στο Λος Άντζελες, όπου γνώρισε κορυφαίες προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένων του Κρίστοφερ Ίσεργουντ και του σχεδιαστή Όσι Κλαρκ. Στη συνέχεια έγινε κουμπάρος στον γάμο του Κλαρκ με την Σίλια Μπερτγουέλ, όπου έκανε πολλά πορτρέτα της. Τα επόμενα χρόνια, διέμεινε σχεδόν μόνιμα στην Καλιφόρνια, διδάσκοντας σε διάφορα Πανεπιστήμια όπως το Berkeley και το UCLA, ενώ ταξίδευε διαρκώς στην Αμερική και την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ζωγράφισε μερικά από τα πιο γνωστά έργα του, συμπεριλαμβανομένου του “A Bigger Splash” (1967). Ενώ άρχισε να σχεδιάζει σκηνικά για το μπαλέτο, την όπερα και το θέατρο.
Στην Καλιφόρνια, τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60, αγκάλιασε το κλίμα της πειραματισμού, της εξερεύνησης και του εικονοκλαστισμού. Σε μια εποχή όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμα παράνομη στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία, οι ανοιχτές ερωτικές σχέσεις του Χόκνεϊ και η αμετανόητη στάση του, προσέλκυσαν την προσοχή των Μ.Μ.Ε.
Γνώρισε και ξεκίνησε μια μακροχρόνια σχέση με τον Πίτερ Σλέσινγκερ, που συχνά του πόζαρε ως μοντέλο, σχέση που διήρκεσε πέντε χρόνια. Σχετικά με τον ανασυνταγμένο τρόπο ζωής του και τον πειραματισμό με ναρκωτικά, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχε σχολιάσει: «Δεν μπορείς να έχεις μια κοινότητα χωρίς καπνό. Δεν μπορείς να έχεις μια κοινότητα χωρίς ναρκωτικά. Δεν μπορείς να έχεις μια κοινότητα χωρίς ποτό». Το 1973, μετακόμισε στο Παρίσι κι έμεινε μία διετία και τότε εδραιώθηκε η φήμη του.
Η κρίση του AIDS τη δεκαετία του ’80, άλλαξε τον κόσμο της τέχνης για πάντα κι είχε βαθιά επίδραση στον Χόκνεϊ, που είχε δηλώσει «Το πρώτο άτομο που πέθανε από AIDS και γνώριζα ήταν το 1983, και μετά για δέκα χρόνια ήταν πολλοί. Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ακόμα εδώ, νομίζω ότι θα ήταν ένα διαφορετικό μέρος».
Το 1988, απειλούσε να ακυρώσει την αναδρομική του έκθεση στην Tate του Λονδίνου, ως διαμαρτυρία για την προτεινόμενη αντιομοφυλοφυλική νομοθεσία που είχε προταθεί στη Βρετανία. Η δεκαετία του ‘90 ήταν μια πολύ παραγωγική περίοδος για τον καλλιτέχνη, με έναν τεράστιο αριθμό αναδρομικών εκθέσεων σε όλο τον κόσμο και μία σχέση, με τον Τζον Φίτζερμπερτ, πρώην σεφ, που κράτησε 25 χρόνια. Ένα από τα πιο σημαντικά μεγάλης κλίμακας έργα του, το “A Closer Grand Canyon”, ολοκληρώθηκε το 1998.
Την περίοδο 2000-2001, διεξήγαγε έρευνα κι έγραψε ένα βιβλίο για τους ζωγράφους της Αναγέννησης, αναπτύσσοντας τη θεωρία ότι χρησιμοποίησαν ένα είδος φωτογραφικής μηχανής, πολύ νωρίτερα από ό,τι πιστευόταν. Για την έρευνά του, συγκέντρωσε φωτοαντίγραφα έργων από τη βυζαντινή τέχνη ως τον Βαν Γκογκ, σε έναν τεράστιο τοίχο στο στούντιό του στο Λος Άντζελες. Παρόλο που η θεωρία του συνάντησε μεγάλη αντίσταση, είχε ευρεία υποστήριξη από την κοινότητα της τέχνης.
Το 2012, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και για ένα διάστημα επηρέασε την ομιλία του. Σύντομα όμως, δήλωσε: «Το εγκεφαλικό δεν επηρέασε το έργο μου κι αυτό είναι το πιο σημαντικό». Λίγους μήνες αργότερα, ένας από τους βοηθούς του, ο Ντόμινικ Έλιοτ, πέθανε στο σπίτι του από υπερβολική δόση. Είχε σχέση με τον πρώην σύντροφο του, που ακόμα κατοικούσε μαζί τους. Στην δικαστική έρευνα, κλήθηκε να καταθέσει αποδείξεις ότι δεν ήταν δολοφονία.
Στην αρχή της πανδημίας COVID-19, ταξίδεψε στη Γαλλία, με την πρόθεση να αποτυπώσει την έλευση της άνοιξης χρησιμοποιώντας ένα ipad, συνεχίζοντας τους πειραματισμούς που ξεκίνησε το 2010. Πέρασε τις ημέρες του, εξετάζοντας και καταγράφοντας τις διακριτικές, καθημερινές αλλαγές στα φυτά και το φως. Αυτή η προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για την προσπάθειά του λόγω των συνδέσεων της Νορμανδίας με την αρχή του Ιμπρεσιονισμού. Αυτή την περίοδο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Τόκιο, παρουσιάζεται μία μεγάλη αναδρομική του έκθεση, πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image, Collection The David Hockney Foundation, Tate Museum