Mε έργα που εστιάζουν σε παραμορφωμένα ανθρώπινα πλάσματα, με έντονα συναισθήματα και επιθετικές εκφράσεις, ο Μπέικον απεικόνιζε τον ανθρώπινο πόνο και την μοναξιά.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο, στις 28η Οκτωβρίου 1909 και ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά από Άγγλους γονείς εγκαταστημένους στην Ιρλανδία. Ο πατέρας του ήταν λοχαγός και η μητέρα του κληρονόμος μιας επιχείρησης χάλυβα και ανθρακωρυχείου του Σέφιλντ, οπότε η οικονομική τους κατάσταση ήταν άνετη.
Ζούσε με τους γονείς και τους παππούδες του, ωστόσο ήταν πάντα υπό τη φροντίδα της νταντάς της οικογένειας, μιας μητρικής φιγούρας που έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατό της. Ήταν ένα ντροπαλό αγόρι, που του άρεσαν τα ρούχα, είχε υπερβολικά ευαίσθητους και θηλυκούς τρόπους, κάτι που εξόργιζε τον πατέρα του, ο οποίος τον κακομεταχειριζόταν. Οι σχέσεις τους χειροτέρεψαν, όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αναδυόμενη ομοφυλοφιλία του, με τον πατέρα του να βάζει τους σταβλίτες του να τον μαστιγώνουν, όπως δήλωσε η Καρολάιν Μπλάκγουντ, σύζυγος του Λούσιαν Φρόιντ, το 1992. Τελικά, εκδιώχθηκε από το σπίτι του το 1926, όταν ο πατέρας του τον έπιασε να δοκιμάζει τα εσώρουχα της μητέρας του.
Ο δεκαεξάχρονος Μπέικον, μετακόμισε στο Λονδίνο χωρίς να πολυγνωρίζει με τι θ’ ασχοληθεί, ζώντας με ένα μικρό επίδομα 3 λιρών την εβδομάδα από τη μητέρα του, δουλεύοντας και συναντώντας κρυφά μεγαλύτερους άνδρες. “Δεν μπορώ να πω πως ήμουν αυτό που λέγεται ηθικός όταν ήμουν νέος”. Ο πατέρας του, το 1927, σε μία ύστατη προσπάθεια να επηρεάσει τη ζωή του, έβαλε έναν συγγενή του, να τον συνοδεύσει σε ένα ταξίδι στο Βερολίνο. Ο σεξουαλικά “έντονος” κηδεμόνας, εκμεταλλεύτηκε την επιτήρησή του, κάτι που ο Μπέικον αργότερα το περιέγραφε γελώντας.
Η ερωτική ζωή της πόλης ήταν πολύ απελευθερωμένη, ενώ ανθούσαν οι νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Στο Βερολίνο είδε για πρώτη φορά το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (1925) του Σοβιετικού σκηνοθέτη, Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ο αντίκτυπος του, θα εμφανιστεί δεκαετίες αργότερα στη ζωγραφική του.
Το 1927, μετακόμισε στο Παρίσι, κέντρο της τέχνης και πόλο έλξης εκείνη την εποχή, γνώρισε την Υβόν Μποκαντέν, που του πρόσφερε ένα δωμάτιο στο σπίτι της, του έμαθε γαλλικά και τον εισήγαγε στην παρισινή πολιτιστική σκηνή. Στο Παρίσι, ήρθε σ’ επαφή με το έργο του Πικάσο, όπου ήταν και το πρώτο πραγματικό κίνητρο για να γίνει ζωγράφος. Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο δύο χρόνια αργότερα, εργάστηκε ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων και σχεδιαστής επίπλων και τον Ιανουάριο του 1930, μετακόμισε σε ένα γκαράζ που έχει μετατρέψει σε σπίτι- στούντιο, όπου ζούσε με την νταντά του- Τζέσι Λάιτφουτ και τον Έρικ Άλντεν, εραστή και πρώτο χορηγό του.
Το 1933, αποφάσισε ν’ ασχοληθεί πιο συστηματικά με την ζωγραφική και ζωγράφισε το «Crucifixion» επηρεασμένος από το «Boisgeloup crucifixion» του Πικάσο, έργο που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Χέρμπερτ Ρηντ “Art Now”. Ο συγγραφέας και έμπορος τέχνης, Ντάγκλας Κούπερ, το πούλησε στον διακεκριμένο συλλέκτη Μίχαελ Σάντλερ, δημιουργώντας προσδοκίες για τον νεαρό ζωγράφο, που δεν θα πραγματοποιηθούν για άλλη μια δεκαετία. Γι’ αυτό και τα επόμενα χρόνια ζωγραφίζει ελάχιστα.
Το καλοκαίρι του 1936 τα έργα του συμπεριλήφθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Σουρεαλιστικής Τέχνης στο Λονδίνο, με το επιχείρημα ότι ήταν “ανεπαρκώς σουρεαλιστικά” και ελάχιστα έργα σώθηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος τους το κατέστρεψε.
Το 1943, μετακόμισε στο Σάουθ Κένσινγκτον και την επόμενη χρονιά ζωγράφισε το «Three Studies for Figures at the Base of a Crucifixion» Θεωρούσε αυτό το έργο μία από τις πιο σημαντικές του επιτυχίες. Αυτό το τρίπτυχο, ήταν προάγγελος, ενός ριζοσπαστικού και προκλητικού καλλιτέχνη. Αμέσως μετά δημιούργησε τo «Painting», έργο άμετρης φιλοδοξίας, που προέκυψε από μια σειρά μετασχηματισμών. Ο ίδιος υποστήριξε πως ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να ζωγραφίσει ένα πουλί που προσγειώνεται σε ένα χωράφι, αλλά κατέληξε σε ένα συνονθύλευμα σφαγμένων ζώων και ενός κατακερματισμένου, σχεδόν ακέφαλου άνδρα κάτω από μια ομπρέλα.
Ο καλλιτέχνης Γκράχαμ Σάδερλαντ, στενός φίλος του Μπέικον, εντυπωσιάστηκε και επέμεινε να επικοινωνήσει με την έμπορο και καλλιτέχνη Έρικα Μπράουζεν. Αυτή αγόρασε το έργο στις αρχές του φθινοπώρου για 200 λίρες και εκτέθηκε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας έκθεσης του 20ου αιώνα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού τον Νοέμβριο του 1946, προτού αγοραστεί από το MoMA το1948.
Ο Μπέικον θα παραμείνει στη Hanover Gallery της Έρικας Μπράουζεν για τα επόμενα 12 χρόνια, αλλά δεν θα κάνει ατομική μέχρι τον Νοέμβριο του 1949, μια και χρησιμοποιεί χρήματα για να ταξιδέψει στο Μονακό όπου κατοικεί μόνιμα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Το κλίμα τον βοηθούσε για το άσθμα του, η νυχτερινή ζωή εξυπηρέτησε τις επιθυμίες του και το τοπίο τον έκανε να σκέφτεται. Το έντονο φως, που εντυπωσίασε τον καλλιτέχνη, δεν τον βοηθούσε να ζωγραφίσει, και όταν ήρθε αντιμέτωπος με την προθεσμία για την ατομική του έκθεση το 1949, ολοκλήρωσε τα έργα του στο Λονδίνο. Τα έργα ήταν πιο απλά, περιορισμένα, με μία εξαίρεση, μια μοναδική μορφή και πολύ πιο επικεντρωμένα στην έκφραση, εστιάζοντας σε σημαντικές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως ανοιχτά στόματα, δόντια κι αυτιά. Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε το «Head VI», ένα από τα πρώιμα έργα της σειράς του με τον Πάπα, εμπνευσμένο από το «Portrait of Pope Innocent X» του Βελάσκουεθ. Σύντομα, αν και μόνο από μια ενημερωμένη μερίδα, θεωρείται πρωτοπόρος της αβανγκάρντ ζωγραφικής στη Βρετανία.
To 1950, ο Έρικ Χολ δεν ζούσε πλέον με τον Μπέικον, αν και είχε αφήσει την γυναίκα του και τα παιδιά του, αργότερα αγόρασε και δώρισε τον πίνακα «Dog» (1952) στην Tate. Ο Μπέικον αποχώρησε από το σπίτι του στην Αγγλία, μετά τον θάνατο της νταντά του, το 1951, γεγονός που τον τραυμάτισε βαθιά. Το 1952 εμπλέκεται με τον πρώην μαχητή και δοκιμαστή αεροπλάνων, Πίτερ Λέισι, σχέση ισχυρή, αλλά και καταστροφική, έμεινε υπό την επιρροή του νευρωτικού σαδισμού του Λέισι για μεγάλο μέρος της δεκαετίας κι όταν μετακόμισε στην Ταγγέρη στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Μπέικον τον ακολούθησε, μια και ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του.
Ενώ η φήμη του μεγαλώνει διεθνώς, το 1954 συνεκθέτει με τους Μπεν Νίκολσον και Λούσιαν Φρόυντ στο Βρετανικό Περίπτερο στη Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1953 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική του στη Νέα Υόρκη στην εταιρεία Durlacher Brothers και τέσσερα χρόνια αργότερα στο Παρίσι, στην Γκαλερί Ριβ Ντρουάτ. Tο 1958 μεταπήδησε την Marlborough Fine Art, αφού οι διευθυντές της προσφέρθηκαν ν’ αναλάβουν τον σημαντικό χρέος των 1.242 λιρών που όφειλε στην Hanover Gallery, όπου παρέμενε μέχρι το τέλος της ζωής του, γιατί «εκείνοι ξέρουν αμέσως αν ένας πίνακας έχει ποιότητα ή όχι».
Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το Φθινόπωρο του 1961, που μετατράπηκε σε κύρια κατοικία και στούντιο για το υπόλοιπο του βίου του. Το στούντιο είναι ένας πολύ ιδιωτικός και μυστικός χώρος, ανοιχτός μόνο σε πολύ λίγους στενούς φίλους. Με την πάροδο του χρόνου, μετατρέπεται σε αποθήκη χιλιάδων αντικειμένων που είναι στο επίκεντρο του έργου του. Σχετικά με τη μοναδική ατμόσφαιρα, δήλωνε: “Είμαι πολύ επηρεασμένος από μέρη όπως η ατμόσφαιρα ενός δωματίου…ήξερα από τη στιγμή που ήρθα, ότι εδώ θα μπορούσα να δουλέψω“. Μέσα σε λίγους μήνες από τη μετακόμισή του στο Reece Mews, έφερε το μεγάλου μεγέθους τρίπτυχο «Three Studies for a Crucifixion» (1962).
Το έργο, μαζί με άλλα 90 εκτέθηκε στην μεγάλη αναδρομική του, στην Tate Gallery τον Μάιο εκείνης της χρονιάς. Έκθεση που τον καθιέρωσε μεταξύ των σύγχρονων βρετανών ζωγράφων, αλλά ταυτόχρονα τον σημάδεψε με μία προσωπική απώλεια. Την ημέρα των εγκαινίων, ένα τηλεγράφημα τον ενημέρωσε για τον θάνατο του Πίτερ Λέισι. Είχαν χωρίσει μερικά χρόνια πριν, και ο θάνατος του από το ποτό δεν ήταν δύσκολο να επέλθει, ωστόσο ο Μπέικον ήταν βαθιά συγκλονισμένος. Το 1963 ζωγράφισε το σκοτεινό και αμφίσημο «Landscape near Malabata, Tangier», στην μνήμη του.
Το 1963, ένας νέος άνδρας μπήκε στη ζωή του, ο Τζορτζ Ντάιερ από το Ανατολικό Λονδίνο με παρελθόν μικροκλέφτη και σκληρή εμφάνιση που έκρυβε μια καταθλιπτική και ανασφαλή φύση. Τρία χρόνια αργότερα πήγε στη Νέα Υόρκη για πρώτη φορά, για μια έκθεση με τα πρόσφατα έργα του. Ενώ οι κριτικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διχασμένοι,τα είκοσι έργα, πουλήθηκαν σε μία εβδομάδα. Η έκθεση περιλάμβανε κάποια πορτρέτα του Ντάιερ, αλλά η σχέση τους έφθινε, με απόπειρες αυτοκτονίας και συχνά βίαια γεγονότα.
Το 1974 αγόρασε ένα στούντιο-διαμέρισμα στη rue de Birague 14, στην ιστορική συνοικία του Παρισιού το Marais και τρία χρόνια μετά, η Galerie Claude Bernard εξέθεσε είκοσι πρόσφατα έργα του. Είχε τέτοια προσέλευση που η αστυνομία έπρεπε να κλείσει την rue des Beaux-Arts για να διαχειριστεί τους επισκέπτες.
Συνάντησε τον Τζον Έντουαρντς το 1976, που έγινε σύντροφος, παρένθετος γιος του, κύριο θέμα, σε περίπου είκοσι πίνακες και ο μοναδικός κληρονόμος του. Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια εξέθεσε στα μεγαλύτερα Μουσεία και Γκαλερί του κόσμου, από την Μαδρίτη και το Τόκυο, μέχρι την Ουάσινγκτον και την Μόσχα. Το 1985, η Tate Gallery του Λονδίνου οργάνωσε μια ακόμη μεγάλη αναδρομική με 125 έργα και τη δήλωση του διευθυντή ότι ο καλλιτέχνης ήταν ο «μεγαλύτερος ζωντανός ζωγράφος».
Τον Αύγουστο του 1987, γνώρισε τον Ισπανό τραπεζίτη Χοσέ Καπέλο και άρχισε να περνάει σημαντικό χρόνο στην Ισπανία μαζί του, ανακαλύπτοντας τον τρόπο ζωής, μαθαίνοντας ισπανικά. Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει αρκετά πορτρέτα του Ισπανού φίλου του και τον περιλαμβάνει στο τελευταίο μεγάλο του τρίπτυχο το 1991, όπου η υγεία του αρχίζει να επιδεινώνεται λόγω του άσθματος. Από την εγχείρηση ανακαλύπτουν καρκίνο στα νεφρά και τον Απρίλιο του 1992 ο καλλιτέχνης ταξιδεύει στη Μαδρίτη, αντίθετα με τη συμβουλή του γιατρού του, για να επισκεφθεί τον Χοσέ Καπέλο. Λίγο μετά την άφιξή του, προσβλήθηκε από πνευμονία. Μεταφέρθηκε στην Clínica Ruber και απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή στις 28 Απριλίου, σε ηλικία 82 ετών.
Credits: Wikipedia, Getty Images / Ideal Image, © The Estate of Francis Bacon2018