Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, τα απομνημονεύματα του ιδρυτή της «Παπαστράτος», όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο του “Η Δουλειά κι ο Κόπος της” (εκδ. GEMA), παραμένουν συμπυκνωμένα μαθήματα ζωής.
To βιβλίο “Η Δουλειά κι ο Κόπος της, Από τη Ζωή μου”, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1964 όταν ο Ευάγγελος Παπαστράτος έκλεινε τα 80 του χρόνια και το μοίρασε σε συγγενείς και φίλους.
«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι, τον Δεκέμβρη του 1884. Εκεί μεγάλωσα κι εκεί εργάστηκα ως τα τριάντα μου χρόνια. Αρχισα να δουλεύω το 1896. Τον πρώτο καιρό στο μαγαζί (σ.σ.: κατάστημα υφασμάτων Παναγόπουλος) μου ανέθεσαν να κάνω το σκούπισμα… Οταν δεν είχα άλλη δουλειά, έπρεπε να στέκω έξω από το μαγαζί για κράχτης κι όταν έβλεπα να περνούν στον δρόμο οι χωριάτες, να τους καλώ να μπουν μέσα να ψωνίσουν».
«Το μηνιάτικο των πέντε δραχμών δεν έφτανε ούτε για τα ρούχα που χρειαζόμουν… Λογάριαζα, όμως, από τότε ν’ αποχτήσω την πείρα για ν’ ανοίξω αργότερα δική μου δουλειά, έστω και πολύ μικρή, γιατί έβλεπα πως με τέτοιες εργασίες άλλοι κέρδιζαν χίλιες και δυο χιλιάδες δραχμές τον χρόνο».
“Σε ηλικία εικοσιδυό ετών περίπου, ύστερα από δεκάχρονη υπαλληλική επίμονη δουλειά, άρχισα την εμπορική μου σταδιοδρομία, με αρχικό κεφάλαιο τρεις χιλιάδες δραχμές δανεικές, αλλά μπορώ να το πώ, και με τα ηθικά κεφάλαια της εντιμότητας, της πείρας και της φιλεργίας, που κατά τη γνώμη μου, είναι τα πολυτιμότερα κεφάλαια για κάθε άνθρωπο και προπάντων για έναν νέο που θέλει να προκόψει».
«Ποτέ δεν εδίστασα να δουλεύω 14-16 ώρες το ημερόνυκτο… Από τη νεανική μου ηλικία είχα συνηθίσει να μην είμαι σπάταλος, αλλά ούτε και τσιγγούνης και είχα ως αρχή να κανονίζω τα έξοδά μου ανάλογα με τα έσοδά μου. Δεν ξεχνούσα ποτέ το πνεύμα της αποταμιεύσεως, γιατί αυτό μου έδινε την ευκαιρία να μεγαλώνω τη δουλειά μου. Κατά τη γνώμη μου το χρήμα είναι μέσο και η ύπαρξή του δεν μπορεί να εξασφαλισθεί χωρίς ηθικές αρχές και χωρίς σύστημα. Καμιά προσπάθεια δεν καρποφορεί αν εκείνος που επιδίδεται σ’ αυτήν δεν έχει ιδανικά».
«Είναι ψέμα και μεγάλο λάθος να δίνεται στους νέους η εντύπωση πως είναι αδύνατο να προκόψουν, αν δεν χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα κι εκείνα που δεν είναι αδιάβλητα. Η τιμιότητα είναι το καλύτερο μέσο για έναν νέο που θέλει να επιτύχει στη ζωή του, αν είναι πραγματικά αποφασισμένος να δώσει όλες του τις δυνάμεις στον σκοπό που θα τάξει στον εαυτό του, χωρίς βέβαια τη μονομέρεια που μαραίνει τα νιάτα και την ανθρωπιά του, αλλά και χωρίς να σπαταλάει τις δυνάμεις του σε πολλά και σε τίποτα και να χάνει το κουράγιο του σε κάθε φύσημα αντίξοου ανέμου».
«Συνάντησα κι εγώ στη ζωή μου δύστροπους ανθρώπους. Προτίμησα να είμαι υποχωρητικός, παρά να δίνω το δικαίωμα να με χαρακτηρίσουν σκληρό ή άδικο. Απέφυγα όμως να έχω στο εξής συναλλαγές μαζί τους…».
«Πρέπει να είναι πάρα πολύ άτυχος ένας νέος -κι αυτό είναι σπάνιο- για να μη συναντήσει στη ζωή του όχι μόνο μία, αλλά πολλές ευκαιρίες για να καλυτερέψει τη θέση του με τιμιότητα και αξιοπρέπεια. Πρέπει όμως να έχει τα μάτια του ανοιχτά και να ξέρει να τολμά. Να μην φοβάται πως δεν θα τα καταφέρει, να μην τρέμει για το τι θα γίνει αν αποτύχει. Ας είναι έτοιμος να ξαναρχίσει μόλις του παρουσιαστεί η καινούργια ευκαιρία. Οι ευκαιρίες δεν είναι σχεδόν ποτέ οι ίδιες και είναι αστόχαστο να κλαίγεται κανένας πως δεν του παρουσιάστηκε κι αυτού η ίδια, που έκανε την τύχη κάποιου άλλου. Η δυσκολία που πρέπει να υπερνικήσει ο καθένας, είναι στο να διακρίνει και ν’ αρπάξει την τύχη του, όταν του παρουσιάζεται».
«Από τις πιο άκαρπες φαινομενικά δουλειές βγαίνουν κάποτε, όταν κανείς ξέρει να τις αξιοποιεί, ανέλπιστα αποτελέσματα. Οταν κανείς κατορθώσει να φτιάξει δική του επιχείρηση, πρέπει να κρατήσει γερά το τιμόνι της δουλειάς του και να παρακολουθεί τα πάντα από κοντά… Να συγκεντρώσει άγρυπνα την προσοχή του στις καινούργιες ιδέες, που μπορούν να είναι χρήσιμες στον κλάδο του, στις νέες τελειοποιήσεις που θα μπορέσει να επιφέρει στις αρχικές του μεθόδους εργασίας. Να μην ξεχνά πως όσο τέλειο κι αν ήταν το έργο του όταν το δημιούργησε ο ίδιος, είναι σχεδόν βέβαιο πώς κάθε έργο γερνά με τον καιρό και χρειάζεται συνεχώς ανανέωση και συμπλήρωση. Ολες τις καλές ιδέες δεν μπορεί να τις έχει κανένας μόνος του, γιατί κι οι καλές ιδέες παλιώνουν με τον καιρό. Και κάτι ακόμα: δεν αρκεί να μάθει κανείς και να κατορθώσει να κερδίζει, να συγκομίζει τους καρπούς των μόχθων του και να τους σωρρεύει για να τους χαρεί ο ίδιος μαζί με τους δικούς του. Πιο δύσκολο, αλλά τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με το να μαζεύει κανείς, είναι το να ξέρει και να δίνει, όταν και όσο μπορεί».
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ευάγγελου Παπαστράτου “Η Δουλειά κι ο Κόπος της, Από τη Ζωή μου” (εκδ. GEMA).