Ενα από τα πρώτα και τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του είναι το «Flag» (1955), που απεικονίζει την αμερικάνικη σημαία και βρίσκεται στη συλλογή του MoMA.
Αμερικανός ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης, που τα έργα του συνδέονται με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, το Neo-Dada και την Pop Art. Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1930 στη Augusta της Georgia, αλλά τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε στη Νότια Καρολίνα με τους παππούδες του, μετά τον χωρισμό των γονιών του. Αυτή ήταν η αρχή μιας σειράς μετακινήσεων, είτε μένοντας με τη μητέρα του είτε με τη θεία του, αλλάζοντας συνεχώς πόλεις και σχολεία. Το 1947 σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και ενθαρρυμένος από τους καθηγητές του να σπουδάσει στη Νέα Υόρκη, έκανε κι ένα εξάμηνο στο Parsons School of Design.
Αφού υπηρέτησε δύο χρόνια στον στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη.
Μετά την τιμητική του αποστράτευση το 1953 γνώρισε τον νεαρό καλλιτέχνη Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ που τον εισήγαγε στον χώρο της τέχνης. Οι δύο καλλιτέχνες μοιράστηκαν μια έντονη σχέση, τόσο ερωτική όσο και καλλιτεχνική -από το 1954 έως το 1961 έζησαν μαζί- ενώ είχαν και γειτονικά στούντιο. Μέσω της συνεχούς αλληλεπίδρασής τους επηρέασαν βαθιά ο ένας το έργο του άλλου, ανταλλάσσοντας ιδέες και τεχνικές που απομακρύνονταν από το γνωστό ύφος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και με ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κολάζ. Στην ίδια καλλιτεχνική παρέα ήταν και ο συνθέτης Τζον Κέιτζ, με τον σύντροφό του χορογράφο Μέρσι Κάνινγκχαμ.
Αυτή την περίοδο, ο Τζονς άρχισε να ζωγραφίζει τους πίνακες με την αμερικάνικη σημαία και τους στόχους, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που συνδύαζε κομμάτια εφημερίδας και υφάσματος σε χαρτί και καμβά, καλυμμένα με τη μέθοδο της εγκαυστικής (χρώματα που αναμιγνύονται με κερί). Αυτά τα πειράματα συνδύαζαν τις κινήσεις του Dada, προάγγελος του Μινιμαλισμού, της Pop Art και της Εννοιολογικής Τέχνης.
Αν και είχε εκθέσει μόνο τον πίνακα του «Green Target» (1955) σε μια ομαδική έκθεση στο Εβραϊκό Μουσείο το 1957, η πρώτη του ατομική ήταν το 1958, αφού ο Ράουσενμπεργκ τον γνώρισε στον γκαλερίστα-μύθο Λιό Καστέλλι. Η έκθεση περιλάμβανε το «Flag» (1954-5), καθώς και έργα που δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Η συγκεκριμένη έκθεση, αν και ενθουσίασε ορισμένους, συμπεριλαμβανομένου του καλλιτέχνη Αλαν Κάπροου, μπέρδεψε άλλους επισκέπτες. Παρόλα αυτά απέσπασε απίστευτα θετικές κριτικές, βοηθώντας τον ν’ αποκτήσει δημοσιότητα. Ο Αλφρεντ Μπαρ, διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, αγόρασε τρία έργα για το Μουσείο, ανήκουστο για νεαρό καλλιτέχνη.
Καθώς η Pop Art αναπτύσσονταν γύρω του, ο Τζονς εγκατέλειψε τα πολύχρωμα έργα του και στράφηκε σε μια σκοτεινότερη παλέτα. Κάποιοι κριτικοί, αποδίδουν αυτή τη στροφή στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 στη διάλυση της σχέσης του με τον Ράουσενμπεργκ. Παρόλο που δεν μετακόμισαν από τα εργαστήριά τους στη Νέα Υόρκη μέχρι το 1961, η σχέση τους είχε κλονιστεί από το 1959. Εκείνη τη χρονιά ο Ράουσενμπεργκ απέκτησε ένα εργαστήριο στη Φλόριντα και δύο χρόνια αργότερα ο Τζονς πήρε ένα εργαστήριο στο Edisto Island της Νότια Καρολίνα. Παρόλο που εξακολουθούσαν να περνούν χρόνο μαζί στη Νέα Υόρκη, όλο και περισσότερο ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους.
Ενα από τα σημαντικότερα έργα του, το «Painted Bronze (Ale Cans)» (1960), όπου ο καλλιτέχνης θολώνει το όριο μεταξύ αντικειμένου και καλλιτεχνικής ανακατασκευής, δημιουργήθηκε μετά το ειρωνικό σχόλιο του Βίλεμ ντε Κούνινγκ, όταν είπε ότι: ο Λιό Καστέλλι θα μπορούσε να πουλήσει οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένων δύο κουτιών μπύρας. Ο Τζονς δέχτηκε την πρόκληση, αποτυπώνοντας δύο κουτιά Ballantine Ale σε χαλκό, ζωγραφίζοντάς τα με το χέρι, που φυσικά πούλησε άμεσα ο Καστέλλι.
Μετά την καταστροφή του στούντιο στο Edisto Island το 1968, ο Τζάσπερ Τζονς μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη, το νησί St. Martin στην Καραϊβική και το Stony Point της Νέας Υόρκης, ενώ στο Λανγκ Αϊλαντ αγόρασε στούντιο τη δεκαετία του ‘70. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εισήγαγε τη χρήση ενός αφηρημένου μοτίβου, που είναι γνωστό ως “crosshatchings”, στυλ που κυριάρχησε στα έργα του μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ‘90, το έργο του πήρε πιο εσωστρεφή τροπή, καθώς περιέλαβε αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Μετά τον χωρισμό του από τον Ράουσενμπεργκ απομονώθηκε, δεν παραχωρούσε συνεντεύξεις και διατήρησε μια χαμηλών τόνων δημόσια εικόνα· ωστόσο συνέχισε να διατηρεί στενή επαφή με λίγους εκλεκτούς ανθρώπους από τον καλλιτεχνικό κόσμο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Τζονς πέρασε στην εννοιολογική τέχνη με τη σειρά «Catenary», το οποία μαζί με άλλα πρόσφατα έργα του, όπως αυτά της έκθεσης «5 Postcards» και της έκθεσης «Regrets» (2013) αποτελούν τα χαρακτηριστικά δείγματα του έργου του.
Το 2011 παρασημοφορήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας -υψηλότερη διάκριση- για πολίτη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2013 βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας όταν ο βοηθός του, Τζέιμς Μέγιερ, κατηγορήθηκε για κλοπή έργων τέχνης ύψους 6,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Μέγιερ φέρεται ότι πούλησε 37 έργα που βρίσκονταν στο στούντιό του στο Κονέκτικατ. Μετά την ανακάλυψη των έργων ισχυρίστηκε ότι του τα χάρισε ο καλλιτέχνης. Το μοναδικό σχόλιο του Τζονς ήταν «Κανένα σχόλιο». Ο Μέγιερ παραδέχτηκε την ενοχή του και στις 27 Αυγούστου 2014 καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image, Wikiart.org