Μια διαδρομή κατάλληλη για τη συνειδητοποίηση τού πόσο αλόγιστα οι Ελληνες εκπίπτουν από τους παραδείσους τους.
«Πηγαίνοντας από το ένα μέρος της Ελλάδας στο άλλο είναι σαν να παρακολουθείς το μοιραίο δράμα της φυλής καθώς κάνει κύκλους από παράδεισο σε παράδεισο». Αυτά γράφει σε κάποια αποστροφή από τον «Κολοσσό του Αμαρουσίου» ο Χένρι Μίλερ, όταν λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος έριξε μία από τις πιο αγαπησιάρικες ματιές πάνω στη διαρκή ελληνική περιπέτεια. Και αυτά τα λόγια μού έρχονται στο μυαλό καθώς ανηφορίζω για πολλοστή φορά στην Πάρνηθα, μέσα από τη χαράδρα της Χούνης. Μια διαδρομή ερωμένη, που ζω κοντά της εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και έχω περάσει κοντά της τις πιο γλυκιές στιγμές στα ελληνικά βουνά.
Ομως τον τελευταίο καιρό κάτι με κρατούσε μακριά της. Οι εικόνες που είχα δει από ψηλά, από την άσφαλτο προς το Μπάφι, ήταν βαθιά αποκαρδιωτικές. Εκεί που άλλοτε άκμαζε ένα λαμπρό δάσος από έλατα υπάρχει πλέον μια χέρσα γη και ξεμοναχιασμένοι κορμοί, άλλοτε πεσμένα κουφάρια στο έδαφος και άλλοτε -ελάχιστοι- με τα μεγάλα τους κλαδιά να στέκονται όρθιοι σαν σκιάχτρα. Οι φωτιές της Πάρνηθας, του 2007, του 2021 και του 2023 αποτελούν τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής αβελτηρίας, αποτέλεσμα λαθών, κακών εκτιμήσεων και του μόνιμου «δαίμονα» της φυλής να μη μαθαίνει όσο παθαίνει.
Η Πάρνηθα, ένα από τα πιο χαρισματικά βουνά της Ελλάδας, το οποίο είχε την γεωλογική ατυχία να βρίσκεται δίπλα στην Αθήνα, δεν είναι πια αυτή που γνωρίσαμε οι παλαιότεροι. Και δυστυχώς δεν πρόκειται να ανακάμψει στο προσεχές μέλλον, ιδίως αν μια νέα φωτιά -όπως έγινε το 2023- έρθει να αποτελειώσει τις θαρραλέες και επίμονες προσπάθειες της φύσης να ανακάμψει.
Η Χούνη και το φαράγγι της
Oπως σας είπα, είναι… μία υπόθεση έρωτα. Για άλλους μία ευχάριστη βόλτα σε έναν τόπο που έχει το δικό του lifestyle στα ορειβατικά πεπραγμένα της Ελλάδας. Και για τους πιο γυμνασμένους ένα εξαιρετικός «στίβος» για μία απαιτητική προπόνηση της «διπλανής πόρτας». Μία διαδρομή που είναι μεν σχετικά εύκολη, χρειάζεται όμως επαρκή έως καλή φυσική κατάσταση και πάνω από όλα καλή παρέα. Η διαδρομή που σας καλούμε να κάνετε είναι η πιο κλασική για την ανάβαση της Πάρνηθας, αυτή που χρησιμοποιείται περισσότερο από όλους και σε εκείνη που θα πείτε τις πιο πολλές «καλημέρες» που θα μπορούσατε να ανταλλάξετε ένα πρωινό στην Αθήνα.
Δεν είναι βόλτα στο πάρκο, χρειάζεται προσοχή και σύνεση, όμως είναι μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για μία πραγματική ορειβατική εμπειρία, με την ασφάλεια ότι κάποιος θα βρεθεί να προσφέρει μια χείρα βοηθείας (ή ένα μπουκαλάκι νερό…) αν δεν είστε σωστά προετοιμασμένοι.
Προς το Μπάφι
Η διαδρομή για το καταφύγιο Μπάφι ξεκινά από την πάνω πλευρά του πάρκινγκ του Τελεφερίκ και στην αρχή κινείται μέσα σε πυκνή βλάστηση από πεύκα, πουρνάρια, κουμαριές και άλλα φυτά. Αργά και σταθερά κερδίζουμε ύψος, περνώντας πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη του ρέματος. Το μονοπάτι έχει καλή σήμανση, όμως με τον καιρό χρειάζεται κάποια ενημέρωση σε κάποια «πονηρά» σημεία, κάτι απαραίτητο για τα «πρωτάκια» της Χούνης. Η ανηφόρα είναι διαρκής και επίπονη, ενώ σε αρκετά σημεία χρειάζεται λίγο παραπάνω προσοχή με τις πέτρες, οι οποίες από τη διάβρωση αλλά και τους πολλούς επισκέπτες, έχουν αποκτήσει λεία επιφάνεια.
Το μονοπάτι κινείται σε ασφαλή σημεία στις πλαγιές του βουνού, οπότε δεν υπάρχει ο φόβος μιας πτώσης από μεγάλο ύψος. Οσο πιο πολύ ανηφορίζουμε τόσο και η βλάστηση αλλάζει, ενώ λίγο μετά τη μέση της διαδρομής υπάρχει ταμπέλα που μας οδηγεί προς το άλλο μεγάλο καταφύγιο της Πάρνηθας, το Φλαμπούρι.
Για όσους θυμούνται την Πάρνηθα στις μέρες της δόξας της, από εδώ και πάνω κανονικά άρχιζε το μεγαλείο του βουνού, καθώς όσο ανέβαινες τόσο πιο πυκνό γινόταν το δάσος. Ομως πλέον αυτό που θα συναντήσεις σε πληγώνει βαθιά. Ο παράδεισος της Πάρνηθας, αυτό το καταπληκτικό και τόσο σύνθετο οικοσύστημα του Εθνικού Δρυμού, έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Στη θέση του έχει μείνει ένα γυμνό τοπίο, ένα «φάντασμα» του βουνού που τόσο έχει αγαπηθεί από Ελληνες και ξένους ορειβάτες. Μπορεί το πράσινο και η βλάστηση της άνοιξης να ξεγελούν λίγο το μάτι, όμως η καταστροφή που έχει συντελεστεί είναι καταλυτική. Παρ’ όλα αυτά το βουνό, έστω και πληγωμένο, συνεχίζει να σε καλεί να προχωρήσεις. Και η μακρινή κουκίδα από το κτίριο του καταφυγίου πλησιάζει όλο και πιο κοντά, έστω και αν ως γνήσια ερωμένη, η διαδρομή σου επιφυλάσσει ένα μάλλον ζόρικο ανηφορικό κομμάτι πριν σου παραδοθεί.
Εχοντας περπατήσει κοντά στις 2,5 ώρες (ανάλογα με τη φυσική σας κατάσταση), ο καφές και το φαγητό στο Μπάφι είναι επιβεβλημένος. Και άκρως απολαυστικός αν πρόκειται για ημέρα που δεν υπάρχει πολύς κόσμος από επισκέπτες. Μετά από τον απαραίτητο ανεφοδιασμό σε θερμίδες (τις αξίζετε!), και το αναπόφευκτο πλέον ιστανγκραμικό buzz, μπορείτε να πάρετε τον δρόμο της επιστροφής. Ή αν ο καιρός το επιτρέπει, να συνεχίσετε την περιδιάβασή σας σε άλλα όμορφα σημεία της Πάρνηθας (προς τη Μόλα για παράδειγμα, ή προς το Φλαμπούρι για να κυκλώσετε τη διαδρομή), μέσα από εξίσου όμορφα μονοπάτια. Και πολύ όμορφους ανθρώπους θα προσέθετα, καθώς το βουνό έχει το δικό του φανατικό club, ιδίως από περιπατητές μιας περασμένης ηλικίας που έχουν συνδυάσει την Πάρνηθα με τις πιο αγνές ημέρες της ελληνικής ορειβατικής ιστορίας.
Οσο για εμένα, η Χούνη σε αυτή τη μορφή της με συγκλόνισε βαθιά. Όχι τόσο για τις χαμένες αναμνήσεις και τη θλιβερή εικόνα μιας γενικευμένης έκπτωσης από τον Παράδεισο της νεότητάς μου. Οσο κυρίως για το ότι είδα πίσω από τα αποκαΐδια και τη χέρσα γη ότι η απώλεια γίνεται συνήθεια. Και με αυτήν καλούμαστε να πορευτούμε. Παρ’ όλα αυτά θα επιστρέψω σύντομα. Η Πάρνηθα και η Χούνη, ακόμα και έτσι, έχουν την ικανότητα να σε κρατούν κοντά τους. Ή όπως έλεγε ο Μίλερ, και πάλι στον «Κολοσσό του Αμαρουσίου»: «Η εικόνα της Ελλάδα έστω και ξεθωριασμένη αντέχει ως αρχέτυπο του θαύματος». Και η διαδρομή στη Χούνη είναι αυτό ακριβώς, το αρχέτυπο ενός θαύματος που διαρκεί και επιμένει.
TIPS
• Η ανάβαση της Χούνης προς το καταφύγιο Μπάφι είναι ίσως η πιο διάσημη -και σίγουρα η πιο πολυσύχναστη- ορεινή διαδρομή της Ελλάδας. Είναι όμως και μία σχετικά απαιτητική διαδρομή, οπότε χρειάζεται καλή φυσική κατάσταση.
• Η εκκίνηση γίνεται από το Τελεφερίκ της Πάρνηθας που είναι και η πιο πρόσφορη επιλογή λόγω των θέσεων στάθμευσης. Υπάρχουν και προσβάσεις από την πλευρά των Θρακομακεδόνων.
• Η διαδρομή καλύπτει υψομετρική διαφορά περίπου 700 μέτρων και απόσταση κάτι λιγότερο από 5 χιλιόμετρα. Υπολογίστε κάπου μεταξύ 2,5 και 3 ωρών για ένα χαλαρό ανέβασμα (πάντα ανάλογα με τη φυσική σας κατάσταση) και κοντά στις δύο ώρες για την κατάβαση. Για όσους θέλουν να αποφύγουν την ταλαιπωρία της κατάβασης υπάρχει και η επιλογή να κατευθυνθούν προς το Καζίνο και να χρησιμοποιήσουν το τελεφερίκ.
• Βρείτε τον ρυθμό που ταιριάζει στη φυσική σας κατάσταση και κρατήστε δυνάμεις για αργότερα. Απολαύστε τη διαδρομή (ότι έχει μείνει πια για να απολαύσετε…) και μην πιέζετε τον εαυτό σας πέρα από τα όρια.
• Ακολουθείτε πάντα τον ρυθμό του πιο αργού της ομάδας και μην πιέζετε τις καταστάσεις. Ενας απλός τραυματισμός μπορεί να σας χαλάσει τη διάθεση και να ανατρέψει όλη την ημέρα σας.
• Οι γονείς καλό θα ήταν να αποφεύγουν να βάζουν μικρά παιδιά σε αυτή τη διαδικασία (από 14-15 χρονών και άνω είναι ΟΚ).
• Τα καλά ορειβατικά παπούτσια είναι απαραίτητα, καθώς σε πολλά σημεία η διαδρομή είναι απαιτητική λόγω των λείων βράχων.
• Η σήμανση είναι επαρκής αν και χρειάζεται μια επικαιροποίηση σε αρκετά σημεία. Δύσκολα θα βγείτε εκτός διαδρομής, αλλά καλό είναι να έχετε διαρκώς την προσοχή σας για να μην χάνετε τα σημάδια.
• Η πρώτη φορά θα ήταν χρήσιμο να γίνει με κάποιον που γνωρίζει την ανάβαση, όχι μόνο για να σας δείχνει το μονοπάτι αλλά και να σας εμψυχώνει τις στιγμές που η μακρινή κουκκίδα του καταφυγίου θα σας βάλει σε πειρασμό να πάρετε την κατηφόρα της επιστροφής.
• Ο πολύς κόσμος που ανεβαίνει τις Κυριακές λειτουργεί καθησυχαστικά. Ομως μην ξεχνάτε ότι δεν βρίσκεστε στο πάρκο της γειτονιάς σας και ότι η Πάρνηθα είναι ένα αληθινό βουνό που έχει τους δικούς του κανόνες.
• Εχετε πάντα μαζί σας στο σακίδιό σας ότι εσείς θεωρείτε απαραίτητα σε τροφή και νερό (δεν υπάρχει ανεφοδιασμός στη διαδρομή). Εχετε επίσης μαζί σας και έξτρα ρούχα για να αλλάξετε, ανάλογα την εποχή.
• Η καλύτερη εποχή για ανάβαση στη Χούνη είναι η άνοιξη και αργά το φθινόπωρο. Το καλοκαίρι η ανάβαση πρέπει να γίνεται όσο πιο νωρίς και να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι τις 10 το πρωί. Οι μέρες με βροχή και πολύ περισσότερο με χιόνι (ιδίως όταν συνδυάζονται με συνθήκες χαμηλής ορατότητας), καλό θα είναι να αποφεύγονται αν δεν έχετε κάποια καλή εμπειρία αναβάσεων και απόλυτη γνώση του μονοπατιού. Οσο ήρεμη και εύκολη μοιάζει η Πάρνηθα στις καλές ημέρες άλλο τόσο δυσπρόσιτη -και εν δυνάμει επικίνδυνη- μπορεί να γίνει όταν το βουνό αποφασίσει να δείξει ότι παραμένει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
• Αν αποφασίσετε να βγείτε από τη συγκεκριμένη διαδρομή φροντίστε να είστε με κάποιον που γνωρίζει ή να έχετε από πριν καλές πληροφορίες για το που θέλετε να πάτε και πόσο θα χρειαστείτε για να φθάσετε. Και μην ξεχνάτε ποτέ ότι υπάρχει και η επιστροφή, η οποία συνήθως είναι πιο επιβαρυντική για το ήδη κουρασμένο σώμα σας.
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Τριτάρης