Είναι λίγα τα ρούχα που έχουν παραμείνει επίκαιρα τα τελευταία 100 χρόνια, κατάφεραν να μπουν στο λεξιλόγιο της μόδας και αποτελούν μέχρι σήμερα βασικό μέρος του DNA ενός brand.
Μία φορά κάθε αιώνα δημιουργείται ένα πολύ ιδιαίτερο ρούχο, το οποίο είναι τόσο όμορφο και πρακτικό που παραμένει στην πρώτη γραμμή, ανεξάρτητα από τις φευγαλέες τάσεις της μόδας. Η καμπαρντίνα Burberry, ένας πετυχημένος συνδυασμός σχεδιασμού και χρηστικότητας, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη δημιουργία της, η καμπαρντίνα είναι μέχρι σήμερα απόδειξη λειτουργικότητας και εκλεπτυσμένου γούστου.
Το ταξίδι αυτού του εμβληματικού ρούχου ξεκίνησε το 1879 όταν ο Thomas Burberry, ο ιδρυτής του ομώνυμου brand, κατοχύρωσε το δικό του αδιάβροχο ύφασμα, την καμπαρντίνα. Αυτό το βαμβακερό ύφασμα ήταν ελαφρύ, λείο και ανέπνεε, σε αντίθεση με τα πανωφόρια της εποχής που ήταν μεν αδιάβροχα αλλά βαριά και με στοιχεία καουτσούκ. Σύμφωνα με πληροφορίες, την εμπνεύστηκε από τις αδιάβροχες μπλούζες που φορούσαν οι Άγγλοι βοσκοί και αγρότες.
Η εξέλιξη της καμπαρντίνας
Αν και αρχικά φοριούνταν μόνο από άντρες και πιο συγκεκριμένα από τολμηρούς εξερευνητές της εποχής, το σταυρωτό πανωφόρι με τα μοναδικά χαρακτηριστικά έγινε γρήγορα δημοφιλές. Μέχρι την αλλαγή του αιώνα, το ύφασμα του Burberry είχε αποδειχθεί ανθεκτικό στα πιο σκληρά περιβάλλοντα, -από τις πολικές αποστολές του Νορβηγού εξερευνητή Dr. Fritjof Nansen μέχρι τις περιπέτειες του Sir Ernest Shackleton. Οι εξερευνητές, που είχαν την εποχή εκείνη απήχηση στο κοινό, βασίστηκαν για τις αποστολές τους στα ρούχα του Burberry τα οποία ανταποκρίνονταν στις σκληρές συνθήκες, αποδεικνύοντας την ανθεκτικότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Η συνεχόμενη υποστήριξή τους στα προϊόντα του brand τού προσέφερε αξιοπιστία και κύρος, προσελκύοντας την προσοχή και άλλων πελατών.
Ο εφευρετικός Burberry όχι μόνο δεν σταμάτησε εκεί, αλλά προσάρμοσε το πανωφόρι και για τον Βρετανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καμπαρντίνα με το όνομα Tielocken τροποποιήθηκε με τρόπο τέτοιο για τους Βρετανούς αξιωματικούς ώστε να ανταποκρίνεται στις αυστηρές απαιτήσεις του πολέμου. Ο ενημερωμένος σχεδιασμός περιελάμβανε λειτουργικές λεπτομέρειες, όπως επωμίδες και δακτυλίους σε σχήμα D για τη συγκράτηση εξοπλισμού και χαρτών. Άλλα βασικά χαρακτηριστικά της καμπαρντίνας περιλάμβαναν δέκα κουμπιά στο μπροστινό μέρος, ζώνες στη μέση, στον καρπό και φαρδιά πέτα. Το αρχικό της χρώμα ήταν το χακί.
Καθώς οι αξιωματικοί το φορούσαν στο πεδίο της μάχης, το πανωφόρι συνδέθηκε με τη γενναιότητα και τη στρατιωτική ανδρεία. Μαχαραγιάδες και γιατροί της επαρχίας λάτρευαν επίσης το πολυχρηστικό ρούχο που ήταν παντός καιρού. «Φέρε μου το Burberry μου», διέταζε τον βαλέ του ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄. Μεταπολεμικά, η καμπαρντίνα αναγνωρίστηκε ευρέως ως σύμβολο δύναμης και ανθεκτικότητας και η φήμη της διείσδυσε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Κινηματογραφική αίγλη
Η καμπαρντίνα δεν άργησε να ταξιδέψει μέχρι το Χόλιγουντ, φορέθηκε από ηθοποιούς της χρυσής εποχής του κινηματογράφου, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της φήμης του brand. Εμβληματικοί ηθοποιοί προσέδωσαν στην καμπαρντίνα μία αίσθηση μυστηρίου και ρομαντισμού, ενσωματώνοντάς την στη λαϊκή κουλτούρα. Γυναίκες-σύμβολα του κινηματογράφου, όπως η Greta Garbo και η Marlene Dietrich, άνοιξαν τον δρόμο για τις επόμενες γενιές του ανδρόγυνου στυλ.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε κάποιες ταινίες που, μέσω των ρόλων και των ηθοποιών, αύξησαν τη γοητεία της και εδραίωσαν τη θέση της παγκοσμίως ως βασικό και διαχρονικό κομμάτι: “Foreign Affair” με την Marlene Dietrich το 1948, “Breakfast at Tiffany’s” με την Audrey Hepburn το 1961, “The Umbrellas of Cherbourg” με την Catherine Deneuve το 1964, “Pink Panther” με τον Peter Sellers το 1963, “Kramer vs Kramer” με την Meryl Streep και τον Dustin Hoffman το 1979, “Wall Street” με τον Michael Douglas το 1987 και “Ocean’s Twelve” με τον Brad Pitt το 2004.
Εξελίσσοντας την ιστορία
Κρατώντας τις ιστορικές της ρίζες, η καμπαρντίνα Burberry συνεχίζει να εξελίσσεται διατηρώντας την κλασική της γοητεία. Σύμφωνα με την Google οι αναζητήσεις για το “Burberry trench” είναι στο ανώτατο επίπεδο από το 2004. Είναι σαφές ότι το brand όχι μόνο κάνει κάτι σωστά, αλλά εξακολουθεί να δίνει σημασία στη σύνθετη διαδικασία της κατασκευής της, η οποία αντικατοπτρίζει την κληρονομιά του οίκου. Η καμπαρντίνα με το όνομα Heritage, λόγου χάρη, δημιουργείται στο Burberry’s Castleford Mill του Yorkshire και περνάει από 100 στάδια για να ολοκληρωθεί. Το πιο περίπλοκο από αυτά είναι η κατασκευή του γιακά, που περιλαμβάνει περισσότερες από 180 βελονιές για τη δημιουργία της ρευστής καμπύλης. Παρά τις διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές της, τα βασικά σημεία της έχουν παραμείνει αμετάβλητα και αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου.
Επιπλέον, η υπηρεσία Trench Bespoke, που διατίθεται στη flagship μπουτίκ στο Λονδίνο, επιτρέπει την εξατομίκευση, από το μονόγραμμα, την προσθήκη δέρματος και τα μεταλλικά φινιρίσματα έως την επιλογή της φόδρας, κάνοντας κάθε καμπαρντίνα όχι μία ακόμα αγορά, αλλά επένδυση.
Από την πρώτη της εμφάνιση το 1879, η ευελιξία θεωρείται το μυστικό της μακροζωίας της. Συνδυάζεται αβίαστα με casual όσο και με επίσημα σύνολα, ενσωματώνοντας ένα σπάνιο μείγμα κομψότητας και πρακτικότητας. Παρά τις πολλές και διαφορετικές ερμηνείες της καμπαρντίνας που κυκλοφορούν σεζόν με τη σεζόν και επέλεξαν κατά καιρούς να δείξουν οι επικεφαλής σχεδιαστές του οίκου, συμβάλλοντας με την δική τους αισθητική στην ιστορία της, η καμπαρντίνα παραμένει επίκαιρη τόσο για την αισθητική της όσο και για την ποιότητά της.
Και ενώ η αγορά μπορεί να έχει κορεστεί από την προσφορά, η καμπαρντίνα του οίκου Burberry θεωρείται ενδυματολογικά ασφαλής επιλογή για την καθολική της απήχηση και για τη διαχρονικότητά της. Είτε είστε 18 είτε 80 ετών, η επιλογή της εγγυάται κομψότητα.
Εξωτερική φωτογραφία: Καμπάνια του οίκου Burberry για τη σεζόν Άνοιξη-Καλοκαίρι 2020.
Photo: Inez & Vinoodh.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image