Ο διευθύνων σύμβουλος της Stellantis, Κάρλος Ταβάρες (Carlos Tavares), δήλωσε ότι τα συνθετικά καύσιμα, τα οποία έχουν λάβει εξαίρεση από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες από τον στόχο μηδενικών εκπομπών ρύπων της ΕΕ το 2035 για νέα αυτοκίνητα, δεν θα αλλάξουν «σημαντικά» την τροχιά της αυτοκινητοβιομηχανίας.
«Είμαστε σε καλό δρόμο για να προσφέρουμε την επικράτηση της ηλεκτροκίνησης που αναμένεται από την ΕΕ», δήλωσε ο Tavares στο πρώτο φόρουμ της Stellantis «Freedom of Mobility», το οποίο η αυτοκινητοβιομηχανία ελπίζει να εξελιχθεί σε ετήσια εκδήλωση.
Το φόρουμ την Τετάρτη εξέτασε το ερώτημα εάν η «ασφαλής, καθαρή και οικονομικά προσιτή» κινητικότητα θα περιοριστεί στους «λίγους τυχερούς» στο μέλλον λόγω του αυξανόμενου κόστους.
Ο Tavares είπε ότι οι αποφάσεις της Stellantis σχετικά με την ηλεκτροκίνηση τα επόμενα χρόνια λήφθηκαν το 2014-15, αμέσως μετά τον διορισμό του στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου PSA, ο οποίος συγχωνεύτηκε με τη Fiat Chrysler Automobiles το 2021 για να σχηματίσει τη Stellantis.
Η ΕΕ συμφώνησε με το αίτημα της Γερμανίας και άλλων χωρών να επιτραπεί η πώληση αυτοκινήτων που λειτουργούν με συνθετικά καύσιμα μετά το 2035, όταν όλα τα νέα αυτοκίνητα οφείλουν να είναι ουδέτερα από άνθρακα.
Θεωρητικά η παραγωγή συνθετικών καυσίμων θα πρέπει να γίνεται με ενέργεια που προέρχεται από βιώσιμες πηγές ενέργειας, αν και οι επικριτές λένε ότι η διαδικασία είναι δαπανηρή και απορροφά υπερβολικά πολλή ενέργεια που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άλλες χρήσεις.
«Πιστεύω ότι τα συνθετικά καύσιμα θα είναι μια διαφορετική τεχνολογική κατεύθυνση που πρόκειται να αναπτυχθεί», είπε ο Tavares. «Η βιομηχανία θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι ουδέτερη ως προς τον άνθρακα σε όλη τη διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης των συνθετικών καυσίμων».
Μίλησε επίσης για την ανάγκη να γίνουν ελαφρύτερα τα EV, κάτι που θα συμβεί εάν οι νομοθέτες υποστηρίξουν τις υποδομές φόρτισης, καθώς και εάν (ή όταν) αλλάξει η χημεία των μπαταριών. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μικρότερες μπαταρίες, μικρότερο βάρος, και επομένως χαμηλότερο κόστος.
Επεσήμανε επίσης ότι το ζήτημα της προσιτότητας συνδέεται άμεσα και με το κόστος των πρώτων υλών, προσθέτοντας ότι οι μελλοντικές χημικές ουσίες και τα υλικά των μπαταριών θα μπορούσαν να αλλάξουν σημαντικά.
«Ενας από τους πιο σημαντικούς τρόπους για να καταστήσουμε την καθαρή κινητικότητα οικονομικά προσιτή είναι να ελαφρύνουμε τα EV, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αναπτύξουμε καλύτερες χημικές μπαταρίες, να χρησιμοποιούμε εναλλακτικά υλικά και να έχουμε μια δημόσια υποδομή με πυκνότερο δίκτυο ώστε να μπορεί να υποστηρίξει μικρότερες εμβέλειες», είπε ο Tavares. «Αν η εμβέλεια είναι μικρότερη, το βάρος είναι μικρότερο. Αν το βάρος είναι μικρότερο το κόστος είναι μικρότερο».
«Σε τελική ανάλυση τα EV θα είναι πιο προσιτά εάν η υποδομή φόρτισης είναι αρκετά πυκνή ώστε να παρέχει ηρεμία όσον αφορά την απαλλαγή από το άγχος της αυτονομίας», πρόσθεσε.
H Stellantis ξεκίνησε το φόρουμ κινητικότητας μετά την αποχώρησή της από τον ευρωπαϊκό σύνδεσμο αυτοκινητοβιομηχανιών ACEA πέρυσι. Το φόρουμ συγκέντρωσε έξι εμπειρογνώμονες (συμπεριλαμβανομένου του Tavares) από όλο τον κόσμο για να συζητήσουν το ζήτημα της οικονομικής προσιτότητας, αν και έθιξε θέματα ισότητας ευκαιριών, περιφερειακών διαφορών και την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η προσβάσιμη κινητικότητα είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.
Ο Tavares είπε επίσης ότι οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν τις παγκόσμιες επενδυτικές αποφάσεις ή να θέσουν τις χώρες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. «Οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή δεν πρέπει να αποτελούν όπλο για την ανοικοδόμηση της ανταγωνιστικότητας σε μια προσέγγιση του παγκόσμιου εμπορίου», είπε.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν πέρυσι επιδοτήσεις 369 δισ. δολαρίων για την υποστήριξη καθαρών τεχνολογιών και ηλεκτρικών οχημάτων βάσει του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ενώ η Κίνα έχει δώσει κίνητρα στις τοπικές αυτοκινητοβιομηχανίες για τοπική παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων με μπαταρία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησε τον περασμένο μήνα με το προτεινόμενο Βιομηχανικό Σχέδιο Πράσινης Συμφωνίας, λόγω ανησυχιών ότι ο νόμος των ΗΠΑ θα μπορούσε να θέσει σε μειονεκτική θέση τις εταιρείες που εδρεύουν στην Ευρώπη και να απομακρύνει τις επενδύσεις από την περιοχή.