Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πιθανότατα να αντιμετωπίσει μήνες αβεβαιότητας πριν η νέα κυβέρνηση συνασπισμού που θα προκύψει μετά τις πρόσφατες εκλογές στη χώρα λάβει κάποιες οριστικές αποφάσεις ως προς το πού θα κατευθυνθεί η στρατηγική της για το αυτοκίνητο.
Κι αυτό διότι είναι πολύ πιθανόν η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μετά την επικράτηση των Σοσιαλδημοκρατών του Ολαφ Σολτς να σχηματιστεί μετά από διαπραγματεύσεις που θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους.
Με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα οι πιθανές συμμαχίες συμπεριλαμβάνουν μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) ή ακόμα και κυβέρνηση που θα σχηματιστεί από τους μεγάλους ηττημένους των εκλογών, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (CDU) με τους Πράσινους και το FDP.
Σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί η σύμπραξη τουλάχιστον τριών κομμάτων, κάτι που σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα της κυβέρνησης και τον διαμοιρασμό των υπουργείων θα είναι ιδιαίτερα σκληρές.
Οι μετοχές των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών, πάντως, ανέβηκαν σημαντικά την πρώτη μέρα μετά τις εκλογές με τους επενδυτές να είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από το γεγονός ότι το φιλελεύθερο FDP είναι σχεδόν δεδομένο ότι θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ενώ την ίδια στιγμή το αριστερό κόμμα Die Linke αποδυναμώθηκε τόσο ώστε να μην υπολογίζεται ως πιθανός εταίρος σε μία κυβέρνηση συνασπισμού.
«Η αγορά είναι μάλλον ευχαριστημένη από το γεγονός ότι μια κεντροαριστερή συμμαχία είναι μαθηματικά αδύνατον να συμπτυχτεί» δήλωσε ο Γενς-Ολιβερ Νίκλας, οικονομικός σύμβουλος της LBBW, προσθέτοντας ότι τα υπόλοιπα κόμματα έχουν αρκετά κοινά σημεία ώστε να μπορέσουν να συνεργαστούν πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο.
Ο βασικός προβληματισμός της κατασκευαστών είναι οι αποφάσεις που θα ορίσουν τη μοίρα των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ενα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που θα αντιμετωπίσει η γερμανική οικονομία είναι η απομάκρυνση της αυτοκινητοβιομηχανίας και των ενεργειακών υποδομών της από τα ορυκτά καύσιμα, χωρίς αυτό να προκαλέσει τριγμούς στο συνολικό παραγωγικό σύστημα της χώρας.
Το κόμμα των Πράσινων είναι υπέρ της συνολικής απαγόρευσης πωλήσεων αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες από το 2030, αλλά το FDP απορρίπτει αυτή την προοπτική και αντιθέτως προκρίνει πολιτικές στήριξης μιας μεταβατικής τεχνολογικής εποχής που να περιλαμβάνει και συνθετικά καύσιμα, αλλά και τη συνέχιση της κατασκευής αυτοκινήτων με κινητήρες βενζίνης και ντίζελ.
Το κόμμα που πρώτευσε στις εκλογές, SPD, δεν δεσμεύτηκε προεκλογικά για την κατάργηση των θερμικών κινητήρων, παρότι ενθαρρύνει τον εξηλεκτρισμό, ενώ το ίδιο αόριστο στην ενδεδειγμένη στρατηγική απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα είναι και το CDU.
Στο πρόγραμμά του, το CDU επίσης υποστηρίζει την επέκταση της ηλεκτροκίνησης αλλά ισόποσα με τα συνθετικά καύσιμα και την υδρογονοκίνηση, ενώ την ίδια περίπου άποψη πρεσβεύει και το FDP. Αμφότερα προτείνουν έναν «οδικό χάρτη» προς τη μετάβαση σε μετακινήσεις μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, αλλά θεωρούν ότι οι ημερομηνίες-ορόσημα θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα σοβαρής διαβούλευσης.
Το SPD από την άλλη δεν είναι καν υπέρ του ορισμού από την κυβέρνηση μιας τέτοιας προθεσμίας. Ο Ολαφ Σολτς σε πρόσφατη –προεκλογική- συνέντευξή του εκτίμησε ότι οι καταναλωτές θα στραφούν ούτως ή άλλως προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μόλις αυτά πετύχουν τη βέλτιστη ισορροπία τιμής/αξίας.
Ο Πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ, ο οποίος πρόσκειται στο CSU, ανέφερε ότι βρίσκει ανεδαφικό το ορόσημο του 2030 για την απαγόρευση των θερμικών κινητήρων. Πιστεύει ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι εφικτό μέχρι το 2035. Ο Σέντερ ανέφερε ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τη διαθεσιμότητα και την επάρκεια των συνθετικών καυσίμων, για τα οποία πάντως θα πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά τεχνολογικά βήματα. «Θα ήταν πιο παραγωγικό αντί να μιλάμε μόνο για απαγορεύσεις να προωθούμε και την τεχνολογία. Δεν πρέπει μόνο να εξετάζουμε νομικούς περιορισμούς αλλά να ενθαρρύνουμε εναλλακτικές πρακτικές και αλλαγές». Να σημειώσουμε εδώ ότι τόσο η BMW όσο και η Audi έχουν την έδρα τους και αρκετά εργοστάσια παραγωγής στην Βαυαρία.
Υπάρχουν όμως και κάμποσα ακόμα φλέγοντα ζητήματα που αφορούν τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που αφορούν τις τιμές των καυσίμων, την επέκταση των υποδομών φόρτισης, τις επενδύσεις σε λύσεις που αφορούν την έξυπνη κινητικότητα και –όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο σε εμάς- την επιβολή ανώτατου ορίου ταχύτητας στα 130 km/h σε όλους τους αυτοκινητόδρομους της χώρας. Αυτή η τελευταία πρόταση απορρίπτεται μετά βδελυγμίας από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους, αλλά την υποστηρίζουν ένθερμα οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι.
«Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στις θέσεις της απερχόμενης κυβέρνησης και τις πιθανές εξαγγελίες της επόμενης που προκαλεί σοβαρή ανησυχία στους Γερμανούς κατασκευαστές, καθώς ακόμα δεν έχουν αντιληφθεί προς τα πού θα πάει το πράγμα» ανέφερε στο Automotive News Europe ο Pedro Pacheco, ένας από τους κορυφαίους αναλυτές της αυτοκίνησης και συνέχισε: «Παρά την αναμονή προβλέπω ότι η νέα στρατηγική θα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνέχεια της προηγούμενης». Και τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα είναι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις που συνήθως ακολουθούν τη λογική της συνέχειας, παρότι υπάρχουν πολύ έντονες πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση για γρηγορότερη και πιο αποφασιστική μετάβαση προς τον εξηλεκτρισμό.
Χαρακτηριστικό των προθέσεων της ΕΕ είναι ότι σκοπεύει μετά το 2035 να επιτρέπει την πώληση μόνο ηλεκτρικών οχημάτων σε όλες τις χώρες-μέλη. Ανάλογα με τη συμμαχία που τελικά θα κυβερνήσει τη Γερμανία μπορεί να δούμε την εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία να διαδραματίζει ακόμα πιο δυναμικό ρόλο προς την βιώσιμη ανάπτυξη.
Θα πρέπει πάντως αυτή η μετάβαση να έχει όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες σε θέσεις εργασίας, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να ανησυχεί εταιρείες και συνδικάτα ενόψει της σταδιακής εγκατάλειψης των θερμικών κινητήρων.
Διαβάστε ακόμη:
Πώς το fit for 55 αλλάζει τον σχεδιασμό για τα έργα υποδομής
ΡΑΕ: Μέτρα «σωσίβιο» για να αποτραπούν τα «κανόνια» στην αγορά προμήθειας
Aναισθησιολόγοι: Με τροπολογία θα πληρώνονται €250 για κάθε εφημερία σε ΜΕΘ εκτός Αττικής