Περισσότερες κρατικές δαπάνες, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική: αυτή την «αλλαγή παραδείγματος» προκρίνουν όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι στη Γερμανία, καθώς η χώρα κατέγραψε δεύτερη συνεχή χρονιά ύφεσης (2023 και 2024) και κινδυνεύει να βυθιστεί σε μία μακρά περίοδο στασιμότητας.

Ναυαρχίδα του αιτήματος για αλλαγή στην οικονομική «κοσμοθεωρία» του Βερολίνου αποτελεί η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση του «φρένου χρέους», της πρόβλεψης δηλαδή για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς – σε επίπεδο Ομοσπονδίας και κρατιδιών.

Μεταξύ των οικονομολόγων που υποστηρίζουν αυτή την πρόταση είναι πλέον και το -μέχρι σήμερα συντηρητικό στις θέσεις του- Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Sachverständigenrat Wirtschaft), το πιο ισχυρό γνωμοδοτικό όργανο για θέματα οικονομικής πολιτικής στη Γερμανία.

Μιλώντας στο newmoney, ο Achim Truger, καθηγητής Κοινωνικοοικονομικής και μέλος του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, εξήγησε ότι η Γερμανία χρειάζεται ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς καθώς πλήττεται από τη μείωση της ζήτησης για εξαγωγές και τον ισχυρό ανταγωνισμό από την Κίνα. Τόνισε, επίσης, ότι οι υποδομές στη Γερμανία είναι υποβαθμισμένες μετά από χρόνια αποεπενδύσεων και παραδέχθηκε ότι η αναδιάρθρωση της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει σε περιβάλλον σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής.

«Νομίζω ότι το γερμανικό μοντέλο βρίσκεται υπό πίεση» είπε. «Εκτός από τα προβλήματα με τις υποδομές και τις χαμηλές δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, αν υπάρξει ένα διαρθρωτικό σοκ και όλα πρέπει να αναδιαταχθούν, τότε προφανώς χρειάζεται ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας για να αντισταθμίσει τις απώλειες στις εξωτερικές αγορές.

Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που χρειάζεται μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική: για τον κυκλικό λόγο και για την τόνωση της οικονομίας. Αν τα πάντα συρρικνώνονται, τότε μια διαρθρωτική αλλαγή μέσα στην κρίση είναι δύσκολη. Αλλά αν αναπτυσσόμαστε και κάποιοι τομείς μπορούν πραγματικά να αναπτυχθούν, η μετάβαση για διαρθρωτική αλλαγή είναι πολύ πιο ομαλή.»

Σε περίπτωση που προχωρήσει η μεταρρύθμιση για το φρένο χρέους, αυτό σημαίνει αλλαγή παραδείγματος για τη γερμανική πολιτική με λιγότερη δημοσιονομική σύνεση και περισσότερες δαπάνες; Θα μπορούσε μια τέτοια αλλαγή να επηρεάσει την υπόλοιπη ΕΕ; Και επιτρέψτε μου να προσθέσω και αυτό το ερώτημα: θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν αυτοστοχασμό σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν άλλες κρίσεις, όπως αυτή στην Ελλάδα;

«Ο αυτοστοχασμός σχετικά με τη διαχείριση εκείνης της κρίσης θα ήταν σίγουρα απαραίτητος, νομίζω. Πάντα ασκούσα κριτική σε ό,τι έγινε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Ήταν, κατά την άποψή μου, σίγουρα σκανδαλώδες.»

Γιατί πιστεύετε ότι υπήρξε μια τόσο σκληρή αντιμετώπιση προς την Ελλάδα;

«Εκείνη την εποχή, οι αλλαγές παραδείγματος δεν είχαν συμβεί. Ήταν πραγματικά μια κατάσταση “κάνουμε και μαθαίνουμε”. Στην πορεία, ήταν δύσκολο να το παραδεχτεί κανείς. Αλλά αν κοιτάξετε τα αποτελέσματα και τη βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση -τη δημοκρατική κρίση στην πραγματικότητα- που ακολούθησε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες -και που εξακολουθεί να υπάρχει, τότε φυσικά, εκ των υστέρων, πρέπει να σας περάσει από το μυαλό ότι αυτό θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί εντελώς διαφορετικά.

Στη Γερμανία, τώρα, πολλοί Γερμανοί πολιτικοί ήταν πολύ υπερήφανοι για το “Μαύρο Μηδέν”, το οποίο πράγματι υπερ-εκπλήρωνε τις απαιτήσεις του φρένου χρέους. Αλλά αυτό συνέβη επειδή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η οικονομική ανάκαμψη στη Γερμανία ήταν πολύ γρήγορη, γίνονταν εξαγωγές όπως πάντα, και η ανάκαμψη ήταν πολύ γρήγορη και απροσδόκητη.

Στη συνέχεια, όταν χτύπησε η κρίση του ευρώ, θα μπορούσε να πάει στραβά και για τη Γερμανία. Αλλά μετά το 2000- 2013, η ανάκαμψη συνεχίστηκε και η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε. Ήταν μια πολύ, πολύ επιτυχημένη περίοδος. Είναι εύκολο σε μια τέτοια περίοδο υψηλής ανάπτυξης και υψηλής απασχόλησης να εκπληρώσεις οποιαδήποτε απαίτηση χρέους και οποιαδήποτε απαίτηση ελλείμματος.

Φυσικά, τότε πολλοί πολιτικοί και πολλοί οικονομολόγοι ήθελαν να πιστεύουν ότι όλα αυτά οφείλονται στην καλή πολιτική και στη δημοσιονομική σύνεση ή οτιδήποτε άλλο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς η πολύ ισχυρή ανάπτυξη και η υψηλή αύξηση της απασχόλησης.

Σε μια τέτοια κατάσταση, ήταν δυνατόν να εκπληρωθεί και μάλιστα να υπερ-εκπληρωθεί το φρένο χρέους. Ταυτόχρονα, όμως, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι δημόσιες επενδύσεις υπέφεραν.Υπήρχαν μεν αυξήσεις στις δημόσιες επενδύσεις, αλλά δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τις απαιτήσεις.

Σίγουρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι κυβερνήσεις το παράκαναν με τα δημόσια χρέη και τις δαπάνες και η Ελλάδα πριν από την κρίση είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει διαχείριση της κρίσης με τον τρόπο που έγινε.

Από την άλλη, η Γερμανία υπο-δαπανούσε και το παράκανε προς την άλλη κατεύθυνση. Και τώρα υποφέρουμε από υποδομές που είναι πραγματικά υποβαθμισμένες. Θα μπορούσα να σας πω για τις καθυστερήσεις στις υπηρεσίες των τρένων, που κάποτε ήταν πολύ σπάνιες στη Γερμανία. Εγώ προσωπικά ταξιδεύω μεγάλες αποστάσεις με το τρένο και μπορώ να σας πω ότι σχεδόν κάθε δεύτερο τρένο έχει καθυστέρηση και όχι μόνο για πέντε λεπτά- κάποιες φορές για ώρες.»

Ο μύθος του «μαύρου μηδενός» και τα νούμερα της μεταρρύθμισης

Το «πρόσωπο» του «μαύρου μηδενός» ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο όρος αναφέρεται στο μηδενισμό της ανάληψης νέου χρέους: ο τότε υπουργός Οικονομικών το πέτυχε στον προϋπολογισμό του 2014 (για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια), όταν χρηματοδότησε κάθε νέα δαπάνη από τα κρατικά έσοδα, μειώνοντας το δημόσιο χρέος.

Παράλληλα, το Σύνταγμα της Γερμανίας προβλέπει την επιβολή «φρένου χρέους»: η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα 16 κρατίδια είναι υποχρεωμένα να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και πρακτικά τους απαγορεύεται να πάρουν επιπλέον δάνεια. Για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, πάντως, επιτρέπεται καθαρός δανεισμός έως 0,35% του ΑΕΠ.

Η μεταρρύθμιση της διάταξης για το φρένο χρέους απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στα νομοθετικά σώματα της Γερμανίας. Πλειοψηφία που είναι πιθανό- αν και όχι εύκολο- να επιτευχθεί μετά τις επικείμενες εκλογές.
Ήδη Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι έχουν ταχθεί υπέρ της μεταρρύθμισης, ενώ στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών έχουν εκφράσει επίσης την πεποίθηση ότι οι κρατικές δαπάνες πρέπει να αυξηθούν με την αύξηση του δανεισμού.

Σήμερα το γερμανικό δημόσιο χρέος βρίσκεται κοντά στο 62%  του ΑΕΠ και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων θα μειωθεί κάτω από 40% του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου, αν συνεχιστεί η εφαρμογή του φρένου χρέους.

Διαβάστε ακόμη

Παράταση έως 14 Μαρτίου για ρύθμιση χρεών προς τους δήμους με 60 δόσεις

Uni Systems: Προσδοκίες από την αμυντική βιομηχανία – Ανοικτή σε συνέργειες

ΔΝΤ: «Συγκράτηση» στις αυξήσεις μισθών και συντάξεων ζητά το Ταμείο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα