«Πρόεδρο Μασκ». Έτσι αποκαλούν περιπαικτικά τον μεγιστάνα της τεχνολογίας και πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, Έλον Μασκ, οι Δημοκρατικοί, σχολιάζοντας την αυξανόμενη επιρροή του δισεκατομμυριούχου της τεχνολογίας στο περιβάλλον του εκλεγμένου προέδρου και υπονοώντας ότι υπαγορεύει τους τους πολιτικούς στόχους στον Τραμπ. Ο επικεφαλής της Tesla και της SpaceX, ωστόσο, ξέρει καλά να αντιμετωπίζει τις ειρωνείες και δεν είναι ακριβώς ο άνθρωπος που θα ντραπεί, ή θα μασήσει τα λόγια του. Ως εκ τούτου, η κόντρα που ξέσπασε με σκληροπυρηνικούς του στρατοπέδου MAGA (Make America Great Again) με αφορμή τις δηλώσεις του για επέκταση του προγράμματος Η1-Β για εξειδικευμένους μετανάστες, δεν αποτελεί έκπληξη. Όπως και έκπληξη δεν αποτελεί το γεγονός ότι επιμένει στη θέση του να δίνεται βίζα σε μετανάστες υψηλών δεξιοτήτων, φέρνοντας ως παράδειγμα ακόμα και την Tesla, η οποία πήρε το όνομά της από τον Νίκολα Τέσλα, έναν οραματιστή επιστήμονα, «έναν άφραγκο μετανάστη οι εφευρέσεις του οποίου οδήγησαν στην αμερικανική κυριαρχία στην παραγωγή και χρήση ηλεκτρικής ενέργειας».

Ο Μασκ έχει μάθει να μην κάνει εύκολα πίσω και να αντιμετωπίζει τα δύσκολα από πολύ μικρός. Από όταν ήταν παιδί, στη Νότια Αφρική όπου μεγάλωνε, δυσκολευόταν να ξυπνά το πρωί για να πηγαίνει στο σχολείο. Αυτό, αποτελούσε καθημερινό εφιάλτη για τον Μασκ, ο οποίος υπόκειτο bullying από τους συμμαθητές του. Αλλά, ακόμα και όταν αυτοί τον έστειλαν στο νοσοκομείο τραυματισμένο, το έβαλε κάτω. Πάντα έτσι ήταν ο Mασκ. Πεισματάρης.

Η αρχή

Ο Μασκ από μικρός έδειξε ότι ήταν διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, καθώς έβγαλε τα πρώτα του λεφτά ανήλικος, φτιάχνοντας και πουλώντας προγράμματα που του έδωσαν τα πρώτα του (πολλά) λεφτά. Σπούδασε φυσική και οικονομικά, αλλά το πρώτο του εμπορικό έργο ήταν πολύ πριν τελειώσει τις σπουδές του: η Zip2, μια εταιρεία λογισμικού για τις εφημερίδες, την οποία πούλησε για περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια.

Λίγο αργότερα, ο Μασκ, ίδρυσε την X.com, μια εταιρεία πληρωμών με βάση το διαδίκτυο, η οποία αργότερα εξελίχθηκε στην PayPal. Αργότερα, αγόρασε την αυτοκινητοβιομηχανία Tesla και συγκρούστηκε με… τους πάντες για να την καθιερώσει και να την μετατρέψει, τελικά, σε κυρίαρχη δύναμη της αυτοκίνησης παγκοσμίως. Το 2017, το 2018 και το 2019, ήταν τα χειρότερα χρόνια στην ιστορία της Tesla. Πολλοί ήταν αυτοί που τότε έσπευσαν να προεξοφλήσουν το τέλος του επιχειρηματικού ταξιδιού του Μασκ που έθετε στο επίκεντρο της παραγωγής τα ηλεκτρικά οχήματα. «Τα τρία αυτά χρόνια, ήταν η μεγαλύτερη περίοδος ενός έντονου πόνου στη ζωή μου. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, και μετά βίας τα καταφέραμε. Ήμασταν στα άκρα της χρεοκοπίας όλη την ώρα», είπε πρόσφατα ο Μασκ σε μια συνέντευξή του στο Ted Talk.

Αλλά ο Μασκ συνέχισε να πιστεύει το όραμά του καθώς η Tesla πάλευε στη μαζική παραγωγή του Model 3, το βασικό μοντέλο που θα της επέτρεπε να πουλά αυτοκίνητα σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων πέρα από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο Μασκ είχε δεσμεύσει το ποσοστό του στην Tesla για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τις λειτουργίες της Tesla από διάφορες τράπεζες. Τρία χρόνια αργότερα, η Tesla θα πέρναγε στην κερδοφορία και θα ξεκίναγε την πορεία που θα την έβαζε στην κεφαλή της αγοράς ηλεκτροκίνησης.

Σχεδόν από ένα… πείσμα ο Μασκ ρίσκαρε να τα τινάξει όλα στον αέρα, όταν αγόρασε το Twitter. Κατά κάποιους, το έκανε -και μάλιστα με τόσο θορυβώδη τρόπο- για να βγει από τη δύσκολη θέση, καθώς κατονομαζόταν ως ένα από τα τρίτα πρόσωπα που οδήγησαν στο διαζύγιο τον χολιγουντιανό ηθοποιό και την Άμπερ Χερντ, ενώ είχε κληθεί από το δικαστήριο να καταθέσει τα μηνύματά του προς την -πρώην πια- σύζυγο του Χολιγουντιανού ηθοποιού.

Ο Μασκ, λοιπόν πρόσφερε 43 δισ. δολάρια ή στα 54,20 δολάρια ανά μετοχή για να πάρει τον έλεγχο του Twitter, του οποίου είχε γίνει ο μεγαλύτερος μέτοχος δέκα μέρες νωρίτερα, μετά την απόκτηση μεριδίου 9,1%. Αργότερα απέρριψε μια συμφωνία με τον όμιλο βάσει της οποίας δεσμεύτηκε να αγοράσει όχι περισσότερο από το 14,9% του Twitter μέχρι το 2024 με αντάλλαγμα μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο.

Αλλά ξαφνικά, την ημέρα που θα ήταν η πρώτη του συνεδρίαση ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ο Μασκ ανακοίνωσε ότι απέρριψε τη συμφωνία. Πέντε μέρες αργότερα, επισημοποίησε την πρόταση εξαγοράς. Έκτοτε το διοικητικό συμβούλιο υιοθέτησε το «poison pill», ένα είδος μηχανισμού που ενισχύει τα δικαιώματα των μετόχων προκειμένου να ματαιώσει μια εχθρική πρόταση εξαγοράς. Τελικά, το ΔΣ δέχτηκε την πρόταση του Μασκ για εξαγορά έναντι 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στις 14 Απριλίου 2022.

Διαβάστε τη συνέχεια στο protothema.gr