Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης συνιστά το θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, το οποίο αναγνωρίζει πολύπλευρη προστασία, τόσο σε εθνικό, όσο και ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 14 του Ελληνικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους», όσο και στο άρθρο 10 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με το οποίο «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως.

Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημόσιων αρχών και ασχέτως συνόρων […]», στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και στο άρθρο 19 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Η ως άνω προστασία καταλαμβάνει τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και αφορά σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης δραστηριότητας, χωρίς να εξαιρείται το χρονικό διάστημα της απασχόλησης, η οποία συνιστά ένα ουσιώδες τμήμα της καθημερινότητας ενός εργαζομένου.

Η ελευθερία της έκφρασης δεν μένει «εκτός των πυλών της επιχείρησης», όπως γινόταν δεκτό παλαιότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τίθενται φραγμοί στην ελευθερία της έκφρασης του εργαζόμενου, με σκοπό την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη. Την πρακτική εναρμόνιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών της σύμβασης εργασίας, ως προς την προβληματική της ελευθερίας έκφρασης επιχείρησε πολύ πρόσφατα ο Έλληνας δικαστής με την υπ’ αριθ. 250/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Τα πραγματικά περιστατικά και η κρίση του δικαστηρίου

Η εν θέματι υπόθεση, η οποία απασχόλησε το Πρωτοδικείο αφορά στο αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εργαζομένου πολυεθνικής εταιρίας, η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο του εμπορίου αθλητικών ειδών. Η εν λόγω εταιρία λαμβάνει ενεργό δράση έναντι στην ομοφοβία, επιδιώκοντας την προστασία των ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο ενάγων εργαζόμενος κατείχε στην εναγόμενη την ειδικότητα του διευθυντή καταστήματος και με την ιδιότητά του αυτή, συμμετείχε ανά διαστήματα σε διαδικτυακές συναντήσεις τις οποίες διοργάνωνε η εργοδότρια για ζητήματα διαφορετικότητας και συμπερίληψης. Σε μια εκ των ανωτέρω συναντήσεων προέβη στην εξής δήλωση:

«Προσωπικά επιθυμώ ωστόσο να μην δω τον γιό μου όταν μεγαλώσει gay, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτό αν γίνει θα επιχειρήσω να τον αποτρέψω ή ότι θα τον αποκληρώσω», ενώ παράλληλα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τους ανθρώπους με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Η δήλωση αυτή του ενάγοντος εργαζόμενου προκάλεσε την αντίδραση έτερων συμμετεχόντων με αποτέλεσμα εν τέλει ο ενάγων να απολογηθεί γι’ αυτή τη δήλωσή του. Αντίστοιχη αντίδραση προκλήθηκε και στη διοίκηση της εναγόμενης εταιρίας, η οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, κατόπιν σχετικής πρότασης της υπεύθυνης ανθρωπίνου δυναμικού Νότιας Ευρώπης.

Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο έκρινε πως «κατόπιν στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων, κρίνεται ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του ενάγοντος ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθούν οι προκαταλήψεις, το μίσος και η περιφρονημένη προστασία των δικαιωμάτων κοινωνικής ομάδας που έχει ιστορικά υποστεί διακρίσεις. Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι η ως άνω δήλωση του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν διεξοδικά και αναλυτικά στις σκέψεις της απόφασης αυτής με στοιχεία Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, συνιστά αναμφίβολα παράβαση των εργασιακών του καθηκόντων και αθέτησης της υποχρέωσης πίστης προς την εργοδότριά του, η οποία προκάλεσε κλονισμό της εμπιστοσύνης και δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος».

Επί της κρίσης του δικαστηρίου

Το Πρωτοδικείο, προκειμένου να καταλήξει στην εν λόγω κρίση προέβη σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μείζονα πρόταση. Κατά τον συλλογισμό του δικαστηρίου, ο στενός προσωπικός δεσμός που υπάρχει μεταξύ των μερών στη σύμβαση εργασίας και η απαιτούμε διαρκής προσωπική συνεργασία, καθιστούν εντονότερη την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη υποχρέωση των μερών να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Η εν λόγω απόφαση δέχεται ορθώς πως η πηγάζουσα από την καλή πίστη υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου, δεν απαιτούν από αυτόν, όπως δεν απαιτούν από κανένα μέρος, να παραιτηθεί από την ικανοποίηση και προστασία των δικών του συμφερόντων.

Εγκαταλείπεται με αυτό τον τρόπο η παρωχημένη και υπερβολική άποψη ότι ο εργαζόμενος οφείλει με την είσοδό του στον χώρο εργασίας να παραιτηθεί από το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των απόψεών του. Ο εργαζόμενος δεν εμποδίζεται να προστατεύσει και να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα με θεμιτά μέσα, ακόμη και αν οι ενέργειές του προς την κατεύθυνση αυτή βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη. Η σύμβαση εργασίας και οι υποχρεώσεις του εργαζομένου που απορρέουν από αυτή, αναπτύσσουν μια περιοριστική συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων λειτουργία, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει πως καθιερώνεται ένα απόλυτο προβάδισμα των συμφερόντων του εργοδότη. Γενικά, απαιτείται στάθμιση μεταξύ της ελευθερίας γνώμης του εργαζομένου, η οποία συνιστά συστατικό στοιχείο της προσωπικότητάς του και οφείλει να απολαμβάνει του απαραίτητου σεβασμού από τον εργοδότη και των δικαιολογημένων συμφερόντων του τελευταίου.

Η θέση ωστόσο που κατέχει ο εργαζόμενος και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί έχουν καθοριστική σημασία στον προσδιορισμό της έκτασης των επιβαλλόμενων από την καλή πίστη υποχρεώσεων και επομένως και στην έκταση των περιορισμών σε συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες που οι υποχρεώσεις αυτές συνεπάγονται. Μόνο εφόσον λάβει κανείς υπόψη τη συγκεκριμένη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος και τα καθήκοντα που ασκεί, μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αν και σε ποια έκταση οι προσδοκίες του εργοδότη ότι ο εργαζόμενος θα ταυτισθεί με τα συμφέροντά του και θα παραλείψει ενέργειες που τα βλάπτουν είναι δικαιολογημένες ή όχι.

Ιδιαίτερα δε σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος απασχολείται σε επιχείρηση, η οποία επιδιώκει ορισμένης κατεύθυνσης θρησκευτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς κλπ. Σκοπούς, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης που απορρέει από την υποχρέωση πίστης είναι εντονότερος και πολλές φορές εκτείνεται και εκτός εκμετάλλευσης.

Γενικότερα, όσο στενότερη είναι η σύνδεση των καθηκόντων του εργαζόμενου, με τους επιδιωκόμενους από την επιχείρηση σκοπούς, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συμβατική του δέσμευση, ακόμη και εκτός υπηρεσίας. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση θεωρήθηκε εξόχως σημαντικό, κατά τη στάθμιση που επιχείρησε ο Έλληνας Δικαστής, το γεγονός πως η δήλωση του ενάγοντος εργαζομένου αντιστρατευόταν τους σκοπούς εταιρικής ευθύνης της εναγόμενης, στο μέτρο που εξέφρασε απόψεις οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική κατά του ομοφοβικού λόγου, την οποία η εναγόμενη ακολουθεί, οι οποίες εκφράστηκαν μάλιστα στο πλαίσιο σχετικού σεμιναρίου, στο οποίο συμμετείχε υπό την επαγγελματική του ιδιότητα.

Ενόψει μάλιστα και του γεγονότος πως ο ενάγων απασχολούνταν ως διευθυντής καταστήματος σε στρατηγικό και κομβικό εμπορικό σημείο, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασής του έφτανε σε τέτοιο σημείο, ώστε κατά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών της σύμβασης, να δίνεται το προβάδισμα στους στόχους και τις επιδιώξεις της εργοδότριας εταιρίας.

Επομένως, εφόσον ο εν λόγω εργαζόμενος παρέβη τη συμβατική υποχρέωση πίστης του, η καταγγελία της σύμβασής ουδόλως καταχρηστική ήταν, διότι προκάλεσε τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της εταιρίας στο πρόσωπό του.

Η ελευθερία της έκφρασης απολαμβάνει προστασίας σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανόμενης και της εργασίας. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι η ελευθερία αυτή είναι απεριόριστη, στο μέτρο που έρχεται σε σύγκρουση με δικαιολογημένα συμφέροντα του εργοδότη. Ασφαλώς, ορθά αποκρούονται από την ως άνω απόφαση απόψεις, οι οποίες θέτουν σε απόλυτη προτεραιότητα τα εργοδοτικά συμφέροντα, δυναμιτίζοντας στον πυρήνα της την ελευθερία της έκφρασης του εργαζομένου. Επιδιωκόμενη είναι αντίθετα, η επίτευξη της πρακτικής εναρμόνισης των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αξιολογώντας πάντοτε τις ειδικές συνθήκες της υπό κρίση περίπτωσης, χωρίς να είναι δυνατή μια εκ των προτέρων απόλυτη στάθμιση.

Η εν λόγω απόφαση ορθά έλαβε υπόψη της κατά τον σχηματισμό της κρίσης της το γεγονός πως οι δηλώσεις του εργαζομένου διατυπώθηκαν υπό την επαγγελματική του ιδιότητα και όχι στο πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής και αφορούσαν σε ένα κοινωνικό ζήτημα, για το οποίο η εργοδότρια εταιρία έχει σχηματίσει και ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτική, την οποία ανάγει σε καθοριστικό στόχο της. Ενόψει επομένως της θέσης του εργαζόμενου και των λοιπών ιδιαίτερων συνθηκών, ορθά στάθμισε τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των μερών, παρέχοντας προβάδισμα στους σκοπούς που επιδιώκει η εναγόμενη εταιρία, γεγονός που επιφέρει έναν συνταγματικά ανεκτό περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασής του.

Πηγή: www.grammenoslegal.gr

*Ο Ιωάννης Γερέλκης είναι ασκούμενος δικηγόρος