«Η ανάπτυξη για το Ισραήλ έχει εξελιχθεί σε μία από τις παράπλευρες απώλειες του πολυμέτωπου πολέμου που διεξάγει η χώρα εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο», μεταδίδει ο ανταποκριτής της γαλλικής οικονομικής εφημερίδας «Les Echos» στο Τελ Αβίβ, Πασκάλ Μπρινέλ.
Τη διαπίστωσή του στηρίζει στο καμπανάκι που χτύπησε για την οικονομία της χώρας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο προ ημερών αναθεώρησε προς το χειρότερο παλαιότερες προβλέψεις του.
Οι προβλέψεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού είναι πλέον «πολύ πιο απαισιόδοξες» από αυτές του ισραηλινού υπουργού Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς. Ο Σμότριτς και η κυβέρνηση του Τελ Αβίβ αναμένουν για το 2024 δημοσιονομικό έλλειμμα «μόνο» 6,6% του ΑΕΠ, αλλά το Ταμείο εκτιμά ότι το έλλειμμα του Ισραήλ θα φτάσει στο 8,5% στα τέλη του έτους, θα είναι δηλαδή διπλάσιο συγκριτικά με το περυσινό.
Ταυτόχρονα, το ΔΝΤ εκτιμά η ισραηλινή οικονομία θα φρενάρει σχεδόν μέχρις ακινητοποιήσεως, καθώς το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί μόλις κατά 0,7% το έτος που διανύουμε. «Κάτι που μεταφράζεται σε συρρίκνωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ισραηλινών πολιτών», σύμφωνα με το Ταμείο.
Η βουτιά των οικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών οφείλεται βέβαια στη μεγάλη οικονομική προσπάθεια που καταβάλλεται για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών δαπανών. Η χερσαία επιχείρηση, για παράδειγμα, που ξεκίνησε ο ισραηλινός στρατός στο νότιο Λίβανο στα τέλη Σεπτεμβρίου έχει ήδη στοιχίσει σχεδόν 7 δισ. δολάρια. Συνολικά ο πόλεμος που ξέσπασε μετά την καταδρομική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2024 υπολογίζεται ότι έχει κοστίσει στην ισραηλινή κυβέρνηση 27,6 δισ. δολάρια. Η εκτίμηση είναι του υπουργείου Οικονομικών του Ισραήλ.
«Ελλείψει συμφωνιών κατάπαυσης του πυρός τόσο στη Λωρίδα της Γάζας όσο και στον Λίβανο, αυτό το οικονομικό άχθος δεν μπορεί παρά μόνο να αυξηθεί», σημειώνει ο Πασκάλ Μπρινέλ της «Les Echos», ο οποίος σημειώνει τον κίνδυνο να υπάρξουν από την Τεχεράνη πιο δραστικά αντίποινα μετά την επίθεση 140 ισραηλινών μαχητικών αεροσκαφών εναντίον στρατιωτικών στόχων στο Ιράν. Μια διελκυστίνδα αεροπορικών και πυραυλικών επιθέσεων μεταξύ των δύο χωρών θα είχαν σίγουρα ένα «καταστροφικό οικονομικό αντίκτυπο», κατά τον ανταποκριτή της εφημερίδας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ισραηλινών υπουργείων Άμυνας και οικονομικών, το κόστος της κάθε αντιαεροπορικής βολής μπορεί να κυμαίνεται από 50.000 δολάρια έως ένα και πλέον εκατομμύριο δολάρια.
Ο Μπρινέλ αναφέρει μια σημαντική παράμετρο που ανεβάζει το κόστος του πολέμου για το Ισραήλ και έχει να κάνει με τη σοβαρή έλλειψη προσωπικού που αντιμετωπίζει ο ισραηλινός στρατός τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στα μετόπισθεν. Το αποτέλεσμα της έλλειψης αυτής είναι να παρατείνονται πέραν των 100 ημερών ετησίως οι υπηρεσίες των εφέδρων ανδρών και γυναικών που καλούνται να υπηρετήσουν και να ανεβαίνει ως εκ τούτου διαρκώς το κόστος των αποζημιώσεων από τις απώλειες μισθού που καταβάλλει η κυβέρνηση Νετανιάχου.
Το ισραηλινό υπουργείο Οικονομικών έχει προϋπολογίσει τις αποζημιώσεις των εφέδρων στα 3,6 δισ. δολάρια ετησίως. Ήδη το Γενικό Επιτελείο των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων έχει ανακοινώσει ότι θα πρέπει να παραταθεί η περίοδος εφεδρείας για πολλούς επιστρατευμένους. Εξυπακούεται ότι οι επιστρατεύσεις έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στην παραγωγή των ισραηλινών επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται οι επιστρατευθέντες.
Μια από τις πλέον ακριβές στρατιωτικές δραστηριότητες για τους Ισραηλινούς είναι η αεράμυνα. Πρόκειται για ζωτικής σημασίας λειτουργία του ισραηλινού στρατού, διότι ως γνωστόν η χώρα δεν δέχεται επιθέσεις από ξηράς – αν εξαιρέσει κανείς εκείνη της 7ης Οκτωβρίου 2023 – αλλά από αέρος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ισραηλινών υπουργείων Άμυνας και οικονομικών, το κόστος της κάθε αντιαεροπορικής βολής μπορεί να κυμαίνεται από 50.000 δολάρια έως ένα και πλέον εκατομμύριο δολάρια. Όπως αναφέρει ο ανταποκριτής της «Les Echos» στο Τελ Αβίβ, το τεράστιο κόστος της αεράμυνας της χώρας είναι μια από τις βασικές αιτίες της ανησυχίας του ΔΝΤ αλλά και του ισραηλινού οικονομικού επιτελείου.
Θα πρέπει πάντως να σημειώσει κάποιος ότι η ισραηλινή οικονομία είναι μεν ελλειμματική, αλλά δεν είναι υπερχρεωμένη. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες αναμένεται, κατά το ΔΝΤ, να αυξήσουν το δημόσιο χρέος της χώρας από το 61,4%, που ήταν πέρυσι, στο 69,3% εφέτος. Ποσοστό πολύ χαμηλότερο από άλλες δυτικές οικονομίες που έχουν έναν μηδαμινό στρατιωτικό προϋπολογισμό συγκριτικά με τον ισραηλινό, που είναι παγίως υψηλός (το 2022 έφθανε στο 4,5% του ΑΕΠ).
Διαβάστε ακόμη
Morgan Stanley: Η επανεκλογή Τραμπ μπορεί να αλλάξει τον κόσμο – Τα τρία σημεία προσοχής
Eurobank: Προετοιμάζει νέα δημόσια πρόταση μετά την απόκτηση επιπλέον 12,848% της Ελληνικής Τράπεζας
Νέο φορολογικό νομοσχέδιο: Τι πρέπει να γνωρίζετε – 13 ερωτοαπαντήσεις
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα