Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προετοιμάζει σωστά τους δανειστές για απειλές που ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πριν από 10 χρόνια, σύμφωνα με αξιωματούχο που βοήθησε στη δημιουργία του εποπτικού της βραχίονα.

Το έργο της ΕΚΤ να καταστήσει τις τράπεζες έτοιμες για την αντιμετώπιση κινδύνων όπως γεωπολιτικά σοκ ή επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, είναι «μια αντίδραση στις αυξανόμενες αβεβαιότητες που βιώνουμε σήμερα», δήλωσε η Σαμπίν Λαουτενσλέγκερ, η οποία ήταν αντιπρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ από την έναρξή του το 2014 έως το 2019. «Η τελευταία δεκαετία αφορούσε το κεφάλαιο. Η επόμενη δεκαετία θα αφορά την επιχειρηματική ανθεκτικότητα», συμπλήρωσε.

Η νυν κορυφαία αξιωματούχος της εποπτείας Κλαούντια Μπουχ πιέζει τους δανειστές να εξετάσουν πώς οι αναδυόμενοι κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής, μπορούν να πλήξουν τους ισολογισμούς τους. 

Σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη της θητείας της, η Γερμανίδα αξιωματούχος διευθύνει έναν θεσμό που έχει περάσει μεγάλα σοκ, έχει αποκτήσει φήμη για την αυστηρότητά του και έχει την αυτοπεποίθηση να κρίνει σε ποιους κινδύνους πρέπει να επικεντρωθεί.

Τις πρώτες ημέρες της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ, η Λαουτενσλέγκερ και οι συνάδελφοί της εναρμόνισαν τις προσεγγίσεις των διαφόρων χωρών, με φόντο μια οικονομία που εξακολουθούσε να ανακάμπτει από μια επώδυνη κρίση χρέους. Η ΕΚΤ ήταν «τυχερή» που τυχόν μεταγενέστερες περίοδοι πίεσης αφορούσαν μεμονωμένες τράπεζες και όχι την ευρύτερη οικονομία, όπως δήλωσε σε συνέντευξή της αυτόν τον μήνα.

Ωστόσο, «ο τραπεζικός κλάδος θα ήταν «σίγουρα πιο δύσκολο να αντέξει» την πανδημία και τις επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία χωρίς την πίεση της ΕΚΤ για υψηλότερα επίπεδα κεφαλαίου και ρευστότητας και καλύτερη διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων στις τράπεζες», δήλωσε η ίδια.

Παρ’ όλα αυτά, εξέφρασε την υποστήριξή της σε αυτό που θεωρεί ότι η ΕΚΤ εστιάζει «ακόμη περισσότερο», δηλαδή στο πώς οι γενικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι επηρεάζουν συγκεκριμένες δραστηριότητες μεμονωμένων τραπεζών.

Άλλοι επικρίνουν τη σκληρή προσέγγιση της ΕΚΤ. Σε πρόσφατο συνέδριο στη Φρανκφούρτη, ο επικεφαλής κινδύνου της Deutsche Bank AG, Ολιβιέ Βινιερόν, δήλωσε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι δανειστές πρέπει να αναλάβουν κινδύνους και να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομία.

«Η ΕΚΤ έχει κάνει καλή δουλειά, αλλά είναι μια σχετικά νέα ρυθμιστική αρχή», ανέφερε, σύμφωνα με το Bloomberg. «Είναι σημαντικό να επικαιροποιήσει, ίσως, το ρυθμιστικό της πλαίσιο, να υπάρξει μια ρεαλιστική εφαρμογή αυτού του πλαισίου για την κατανόηση της ανάληψης κινδύνων και της διάθεσης για ανάληψη κινδύνων από τις τράπεζες», συμπλήρωσε.

Ενώ αυτό είναι ένα επιχείρημα που παραθέτουν τα λόμπι των τραπεζών σχετικά με τη ρύθμιση γενικότερα, αντιπαρατέθηκε φέτος ως μέρος των αντιδράσεων για την πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ σχετικά με τα δάνεια προς τις υπερχρεωμένες εταιρείες, έναν τομέα γνωστό ως μοχλευμένη χρηματοδότηση.

Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ απέρριψαν δημοσίως ευρύτερες εκκλήσεις για περιορισμό του ελέγχου. Ειδικά για τη μόχλευση, η εποπτική αρχή έχει δηλώσει ότι «η συνετή διαχείριση του κινδύνου των δανείων με μόχλευση έχει θεμελιώδη σημασία για την ΕΚΤ».

Η Λαουτενσλέγκερ δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες αυτής της απόφασης και ότι η κοινή γνώμη βλέπει συνήθως μόνο ένα κλάσμα από όσα κινούν τις εποπτικές αρχές να δράσουν σε σχέση με τους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ πρέπει να πιέσει τους δανειστές να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα χωρίς να αναλάβει η ίδια το ρόλο τους.

«Η χρηματοδότηση με μόχλευση είναι ένα παράδειγμα της εξισορρόπησης των κινδύνων. Επειδή αυτή η μόχλευση μπορεί πολύ γρήγορα να μετατραπεί σε πρόβλημα, η επίγνωση του κινδύνου είναι σημαντικότερη και η πίεση των εποπτικών αρχών ισχυρότερη», τόνισε.

Προηγούμενες προσπάθειες άσκησης πίεσης προς τις τράπεζες για την αντιμετώπιση των κινδύνων σε αυτόν τον τομέα έχουν δείξει κάποια επιτυχία, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να μειώσει ή να εξαλείψει συγκεκριμένες κεφαλαιακές προσαυξήσεις σε ορισμένες τράπεζες.

Η Μπουχ μπόρεσε να βασιστεί στο έργο των προκατόχων της και όχι μόνο για τη μόχλευση. Ειδικότερα, αυτό είναι πιθανό να αποδειχθεί χρήσιμο στην αντιμετώπιση των τραπεζών που εξαγοράζουν ανταγωνιστές.

Η Banco Bilbao Vizcaya SA προσπαθεί ήδη να αγοράσει τη μικρότερη ισπανική ανταγωνίστρια Banco de Sabadell SA, ενώ η ιταλική UniCredit SpA δήλωσε ότι μια συμφωνία για την Commerzbank AG αποτελεί μια επιλογή την οποία μελετά ενδελεχώς μετά την απόκτηση μεγαλύτερου μετοχικού μεριδίου στη γερμανική τράπεζα.

«Όλοι γνωρίζουμε ότι οι συγχωνεύσεις μπορούν να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα όσον αφορά τις οικονομίες κλίμακας, το εύρος, τη διαφοροποίηση», δήλωσε η Μπουχ νωρίτερα αυτό το μήνα.

«Γνωρίζουμε επίσης ότι μπορούν να προκαλέσουν υψηλότερους κινδύνους. Όλα αυτά αναφέρονται σαφώς στις κατευθυντήριες γραμμές μας, στους κανόνες μας και τα εξετάζουμε πολύ προσεκτικά», σημείωσε.

Τέτοιου είδους συμφωνίες μπορεί να πολλαπλασιαστούν καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη πωλούν συμμετοχές σε τράπεζες που διέσωσαν κατά τη διάρκεια κρίσεων που προηγήθηκαν της εποπτείας της ΕΚΤ.

Ωστόσο, οι συγχωνεύσεις δεν είναι ο μόνος τρόπος για τις τράπεζες να αυξήσουν το μέγεθος και την επιρροή τους, σύμφωνα με την Λαουτενσλέγκερ.

Οι τράπεζες μελετούν «πιο τυποποιημένα προϊόντα και περισσότερη χρήση της τεχνολογίας για να μειώσουν το κόστος», είπε. «Αν θέλετε να ανταγωνιστείτε με επιτυχία τα επόμενα 10 χρόνια ως τράπεζα, πρέπει είτε να δημιουργήσετε οικονομίες κλίμακας είτε να είστε εξειδικευμένη τράπεζα», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη

Τι θα πληρώσουμε φέτος για αέριο, πετρέλαιο και ρεύμα

Σε δεινή οικονομική θέση η Boeing ετοιμάζεται να πουλήσει περιουσιακά της στοιχεία

Carlo van de Weijer (Eindhoven AI System Institute): Πώς η ΑΙ μπορεί να γεμίσει ένα ελληνικό ξενοδοχείο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα