Οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί στην Ευρώπη, με την ανάληψη των καθηκόντων του Τραμπ, αφορούν στις επιπτώσεις από την υλοποίηση των απειλών για επιβολή αυξημένων δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως, σε αυτό το ενδεχόμενο, θα πληγεί η ανάπτυξη στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξάγουν βιομηχανικά προϊόντα στις ΗΠΑ (Γερμανία και Γαλλία κατά κύριο λόγο) και κατ’ επέκταση θα επηρεαστεί η ανάπτυξη συνολικά στην Ευρώπη που ούτως ή άλλως είναι οριακή τα τελευταία χρόνια. Όμως και οι ΗΠΑ θα υποστούν συνέπειες με μια τέτοια απόφαση -αφού μοιραία θα υπάρξουν δασμολογικά αντίμετρα- τόσο στην ανάπτυξή τους όσο και στον πληθωρισμό αλλά βεβαίως σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Αναφορικά μ’ εμάς, όλες οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις λένε πως δεν θα επηρεαστούμε άμεσα από τους δασμούς, παρότι έχουμε θετικό εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ κατά 600 περίπου εκατ. ευρώ, αλλά μόνο έμμεσες επιπτώσεις από την Ευρώπη. Επομένως, ο βαθμός ανησυχίας από τον εν εξελίξει δασμολογικό πόλεμο που κήρυξε ο Τραμπ, είναι ελεγχόμενος.
Αυτό σημαίνει πως η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη και δεν διατρέχει κινδύνους;
Κάθε άλλο. Μπορεί τα τελευταία χρόνια η οικονομία της χώρας μας, να διαγράφει μια καλή πορεία και να βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις της ανάπτυξης της ΕΕ, εν τούτοις πρέπει να κοιτάμε και πού οφείλεται αυτή η πορεία και πόσο διατηρήσιμη είναι. Πρώτα και κύρια είναι τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν εκτινάξει τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, την απασχόληση, τη δημοσιονομική υπεραπόδοση, τη σημαντική μείωση του χρέους και την κατανάλωση.
Σε δυο χρόνια όμως, τα κονδύλια αυτά θα τελειώσουν και το ερώτημα είναι κατά πόσο οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις θα είναι ικανές να τροφοδοτούν την ανάπτυξη και την αύξηση του εγχωρίως παραγόμενου πλούτου. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα με δεδομένο το στοιχείο του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.
Όμως, αν θελήσει κανείς να κάνει μια προβολή στο άμεσο μέλλον, όταν στερέψουν τα κοινοτικά κονδύλια, τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη δυο ανησυχητικές ενδείξεις που εντοπίζονται σήμερα στην ελληνική οικονομία.
Κι αυτές είναι το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών που, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, στο 11μηνο του 2024, έφθαναν τα 11,5 δισ. ευρώ. Ένα τεράστιο ποσό εθνικού πλούτου που φεύγει από τη χώρα και φαντάζει σχεδόν αδύνατο να ισοσκελισθεί από τις εξαγωγές στο σύνολό τους αλλά και το εισαγόμενο τουριστικό συνάλλαγμα. Να ληφθεί δε υπόψη, πως οι προγραμματισμένες επενδύσεις πρέπει να εισάγουν επίσης ακριβά μηχανήματα, εξοπλισμό και πρώτες ύλες που θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το έλλειμμα αφού πλέον και ο τουρισμός μας φαίνεται πως «έχει πιάσει ταβάνι» και λίγο-πολύ τα έσοδα θα κυμαίνονται πέριξ τα 21-22 δισ. ετησίως.
Η άλλη ανησυχητική ένδειξη προέρχεται από την αγορά ακινήτων που το 2024 οι τιμές αυξήθηκαν με βάση και πάλι τα στοιχεία της ΤτΕ, κατά 7,8%, κάνοντας κάποιους να ομιλούν για φούσκα που αν σκάσει θα συμπαρασύρει εκ νέου τις τράπεζες, καθώς θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, πριν καλά καλά αντιμετωπιστούν οι συνέπειες από τα παλιά κόκκινα που βρίσκονται στα χέρια των servicers αλλά επιβαρύνουν ακόμα την οικονομία. Κι είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει το υπαρκτό πρόβλημα της έλλειψης στέγης, προωθεί μέσω των τραπεζών με χρηματοδοτικά προγράμματα, σε σημαντική αύξηση της ζήτησης στεγαστικών δανείων.
Για να είμαστε βέβαια ειλικρινείς, επί του παρόντος αυτά δεν αποτελούν πρόβλημα γιατί η οικονομία τρέχει και αναπτύσσεται με βασικό μοχλό όμως την κυβερνητική σταθερότητα και τις σοβαρές επιλογές της. Μετά από δύο χρόνια που λήγει η θητεία τής κυβέρνησης και όλα δείχνουν πως η αυτοδυναμία κάποιου κόμματος είναι σχεδόν αδύνατη, τίθεται το ερώτημα, πώς θα πορευτούμε.
Και μάλιστα, αν ισχύουν σημερινά θετικά δεδομένα και χωρίς να λαμβάνονται απρόβλεπτες εξελίξεις στον παγκόσμιο χάρτη ή πιθανές εισαγόμενες κρίσεις και επιπτώσεις.