Οι εσωκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις στο ΠΑΣΟΚ συνοδεύτηκαν – μετά από το καταστροφικό 2015 – από μεγάλες προσδοκίες. Αυτό συνέβη το 2017, όταν εξελέγη η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, αυτό συνέβη και το 2021, όταν εξελέγη ο Νίκος Ανδρουλάκης.

Για διάφορους λόγους, οι προσδοκίες που γεννήθηκαν, δεν μετουσιώθηκαν σε ένα μεγάλο comeback του κόμματος που παρά τα μεγάλα λάθη του, άλλαξε προς το καλύτερο την ελληνική κοινωνία από 1981 ως το 2004.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν το κόμμα που πλήρωσε περισσότερο από όλους τους πολιτικούς χώρους την κρίση, που ξεκίνησε το 2010 και σε ένα βαθμό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η Ιστορία θα επιμετρήσει τις ευθύνες για το πώς έφτασε η Ελλάδα στα Μνημόνια, αλλά ο πολιτικός λογαριασμός ήταν πολύ ακριβός για το ΠΑΣΟΚ. Έγινε δε ακόμα βαρύτερος καθώς η ελληνική κοινωνία δεν εκτίμησε ούτε το πολιτικό ολοκαύτωμα, στο οποίο αναγκάστηκε να υποβληθεί το κόμμα την περίοδο της προεδρίας Βενιζέλου, λόγω των απαιτήσεων της τρόικας.

Η Φώφη Γεννηματά πήρε το ΠΑΣΟΚ στο 4,7% και το έφτασε στο 8,1% υπό συνθήκες πολύ δύσκολες για το τρίτο κόμμα: Ο Μητσοτάκης ήταν κυρίαρχος στον χώρο του Κέντρου και ο Αλέξης Τσίπρας ήταν κυρίαρχος στην Κεντροαριστερά. Ο πολιτικός χώρος ήταν πολύ στενός – η Γεννηματά κατάφερε σχεδόν να διπλασιάσει την απήχηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό δεν αρκούσε ούτε για να γίνει διψήφιο το ποσοστό του κόμματος.

Μετά την εκλογή Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ επανήλθε σε διψήφια ποσοστά – και σε πρώτη φάση, εμφάνισε δημοσκοπική εκτίναξη Ωστόσο, στις εθνικές εκλογές του 2023 το φάντασμα της διακυβέρνησης Τσίπρα ήταν το πιο βαρύ όπλο της ΝΔ, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε ακόμα το αφήγημα της κυβερνησιμότητας του κόμματος, πράγμα που εμπόδιζε τις διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ.

Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: η ΝΔ εμφανίζει την φυσιολογική κυβερνητική φθορά μετά από 5 χρόνια διακυβέρνησης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αποσυντίθεται. Οδεύει προς μία εκλογή ηγεσίας στην οποία όποιος επικρατήσει, θα σπρώξει τους αντιπάλους του στην έξοδο, ενώ και τα δημοσκοπικά ποσοστά του συρρικνώνονται συνεχώς.

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να σπάσει τον δικομματισμό της εποχής των Μνημονίων και να διεκδικήσει την επάνοδο σε κυβερνητική τροχιά; Προφανώς, εδώ ισχύει το ή τώρα, ή ποτέ.

Υπάρχουν προϋποθέσεις για αυτό; Για όλα υπάρχουν προϋποθέσεις; Πρώτα από όλα, το όνομα του προέδρου που θα προκύψει από την εκλογική διαδικασία. Ο καθένας από τους υποψηφίους που ανακηρύχθηκαν έχει τα υπέρ και τα κατά του, σε ηγετικό επίπεδο. Ο καθένας από τους υποψηφίους έχει την πολιτική του γραμμή και το δικό του πολιτικό σχέδιο. Ο καθένας έχει την δημοσκοπική καταγραφή του – παρά το γεγονός ότι καμία εταιρεία δεν έχει ρωτήσει μέχρι στιγμής στις δημοσκοπήσεις τους πολίτες ποιο είναι το στέλεχος που θεωρούν ότι θα μεγαλώσει το ΠΑΣΟΚ.

Ωστόσο, είναι επίσης προφανές ότι για τους πολίτες δεν υπάρχει κάποιος ή κάποια, που να είναι, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση, το Νο1 στις προτιμήσεις των πολιτών– να έχει δηλαδή το 50+1 από τον πρώτο γύρο.  Θα είναι μία εκλογή που θα κριθεί στον δεύτερο γύρο και αυτός που θα προκύψει θα είναι προϊόν συμμαχιών. Όχι κατ΄ανάγκην συμμαχιών κορυφής, μιας και οι ψηφοφόροι σε τέτοιες διαδικασίες δεν άγονται, ούτε φέρονται από τους υποψηφίους που επιλέγουν.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι υποψήφιοι είναι εν πολλοίς συμπληρωματικοί και απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά. Αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά λύση για ένα κόμμα που ήταν πολυσυλλεκτικό, πριν καταλήξει να απευθύνεται στον κομματικό πατριωτισμό προκειμένου να επιβιώσει.

Ο νικητής των εκλογών θα είναι ένας (ή μία), αλλά στα κόμματα δεν μπορεί να ισχύει η λογική του ΝΒΑ, όπου ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος είναι τίποτα. Αντίθετα, για να αρπάξει το ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία για την οποία μίλησε στην 3η του Σεπτέμβρη ο Κώστας Σημίτης – «οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες», είπε-  πρέπει ο νικητής των εσωκομματικών εκλογών να έχει την ευφυία να δώσει πολιτικό χώρο και θέσεις ευθύνης – όχι τιμάρια, αλλά ευθύνες – στους αντιπάλους του. Μόνον η διανομή των ευθυνών θα οδηγήσει σε αναδιανομή των ποσοστών.