Με το μάτι καρφωμένο στην επανεκλογή της –και αδιαφορώντας για το πόσο ειρωνικό είναι εκείνη που χρωστά τη θέση της στον παραμερισμό του κανόνα των «υποψηφίων κορυφής» (Spitzencandidaten), να ποντάρει τώρα στο να είναι η «υποψήφια κορυφής» της πολιτικής της παράταξης-, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εκφώνησε την περασμένη Τετάρτη τον τελευταίο «ετήσιο λόγο» (State of the Union) της θητείας της. Πέρα από ένα είδος (δικαιολογημένου) απολογισμού πεπραγμένων και τις συνήθεις (αλλά κάθε φορά κουραστικές) αναφορές στην «καλή πλευρά της Ιστορίας», η Πρόεδρος της Επιτροπής αποκάλυψε κυρίως τη στρατηγική για την επανεκλογή της: κολακεύοντας την παράταξή της, την ευρωπαϊκή Δεξιά, και όχι τολμώντας ρήξεις για το κοινό καλό, την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακούγεται ίσως υπέρμετρα αυστηρό, ιδίως για μια Πρόεδρο που δεν υστέρησε σε σχέση με αρκετούς προκατόχους της και που πάντως ήταν επαρκέστερη και από τον Μπαρόζο, ο οποίος είχε κερδίσει δεύτερη θητεία, και από τον Σαντέρ, που θα κέρδιζε κι αυτός αν δεν τον προλάβαιναν τα σκάνδαλα άλλων μελών της Επιτροπής του. Πιστεύω, ωστόσο, ότι αυτή η κρίση δικαιολογείται, αν σκάψουμε λίγο κάτω από την επιφάνεια καθεμιάς από τις 5 μεγάλες «ανακοινώσεις» που περιείχε ο λόγος της. Ειδικά στις δυο σχετικότερες με την οικονομία- τρόπος ανάκαμψης και αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής- η Πρόεδρος έκανε σαφή δεξιά στροφή. Αλλά και στις άλλες τρεις –Ουκρανία, Κίνα, τεχνητή νοημοσύνη- δεν θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι τράβηξε φρένο, για να διασκεδάσει τους φόβους εκείνων που βάζουν την εθνική πάνω από την ευρωπαϊκή πρόοδο.

Στην οικονομία, η έμφαση δεν ήταν στην (κοινή) ανάπτυξη, αλλά στη διατήρηση των κεκτημένων: προσοχή στις θέσεις εργασίας (ωσάν η φαντασία, τα «εκτός κουτιού» αναπτυξιακά σχέδια και οι κοινές δράσεις να συνεπάγονται απώλεια θέσεων εργασίας), προσοχή στην ανταγωνιστικότητα (λες και μια πιο κοινή, πιο πολιτική, πιο επικεντρωμένη οικονομία θα ήταν αναγκαστικά λιγότερο ανταγωνιστική), προσοχή στους αγρότες (που δεν πρέπει, αυτοί που αποτελούν πλέον το κύριο ιδεολογικό και κοινωνικό ακροατήριο της Δεξιάς, να πληγούν από τα νέα μέτρα και τις νέες προτεραιότητες). Κι ακόμα περισσότερη «αυτοσυγκράτηση» στο δεύτερο μεγάλο μέτωπο, την «Πράσινη Νέα Συμφωνία» (Green New Deal), που υποτίθεται ότι αποτελούσε τη «μητέρα όλων των μαχών» στην αρχή αυτής της θητείας: γενικότητες αλλά αποφυγή δέσμευσης για χρονοδιαγράμματα, αναφορά ως «επιτυχίας» του πρόσφατου πλαισίου για τη φυσική προστασία, που πέρασε οριακά και με λυσσαλέα αντίδραση της Δεξιάς –και των εκπροσώπων των αγροτών-, κήρυξη περάσματος «από τη νομοθέτηση στην εφαρμογή», παρότι εκκρεμούν πολλά κρίσιμα τμήμα του νομοθετικού «πακέτου», επιμονή, ξανά και ξανά, στη «στήριξη της βιομηχανίας» εντός της «πράσινης μετάβασης».

Αλλά και στα γεωπολιτικά ζητήματα οι θέσεις της Προέδρου ήταν περισσότερο κατευναστικές –και, από αυτή την άποψη, συντηρητικές- παρά τολμηρές και προσανατολισμένες στη λύση των γόρδιων δεσμών. Ουκρανία: θα συνεχίσουμε να βοηθάμε με όλα τα μέσα (“as long as it takes”), αλλά για την ένταξη και γενικώς για το είδος της μελλοντικής σχέσης «χρειάζεται χρόνος» (“it takes time”). Κίνα: σκληρή στάση, με επίκεντρο, όμως, όχι τη διεθνή σταθερότητα και τη δημοκρατία, αλλά την οικονομία και τον ιερό ανταγωνισμό -εκεί στηρίχθηκε η αναγγελία-έκπληξη για άνοιγμα έρευνας σε βάρος της Κίνας λόγω εισαγωγής στην Ένωση ηλεκτρικών αυτοκινήτων σε χαμηλές τιμές. Ακόμα και στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, οι ορθές παρατηρήσεις περί «ανάγκης ρυθμιστικής παρέμβασης», «κινδύνου να ξεφύγει η τεχνολογία» και «έκκλησης για ανοιχτό διάλογο», δεν οδήγησαν σε κάτι απτό, ιδίως σε σχέση με τα μεγάλα, και όχι μόνο οικονομικά, συμφέροντα που διακυβεύονται.

Ως –έμμεσος- ηγέτης της ευρωπαϊκής Δεξιάς μίλησε λοιπόν η Πρόεδρος της Επιτροπής. Μόνο που η Ευρώπη, παρά την αναμφισβήτητη «δεξιά στροφή» της στις κάλπες δεν υπήρξε ποτέ αποκλειστικά δεξιά στην άσκηση της εξουσίας. Με τις σημερινές τεράστιες προκλήσεις είναι ακόμα πιο δύσκολο, και πολύ πιο παράλογο, να συμβεί κάτι τέτοιο.