Το μεταναστευτικό συζητήθηκε, για πολλοστή φορά, αυτήν την εβδομάδα, χωρίς να επιτευχθεί, για πολλοστή φορά, συμφωνία. Πρόκειται για μια διαρκή αποτυχία για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα κράτη-μέλη -αποτυχία πολιτική, ανθρωπιστική και πλέον και οικονομική. Το ζήτημα είναι βέβαια δύσκολο και πολυσύνθετο –τα κράτη μέλη δεν βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος και δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα-, αλλά οι συνεχείς παλινωδίες το καθιστούν ακόμα δυσκολότερο και πολυπλοκότερο.

Από τον Ιούνιο, μετά από μεγάλη προσπάθεια της Επιτροπής, υπό την καθοδήγηση του Έλληνα Αντιπροέδρου της, έχει «συμφωνηθεί» το «πλαίσιο» για τη νέα πολιτική ασύλου και μετανάστευσης της Ένωσης (τα εισαγωγικά οφείλονται στο ότι και η συμφωνία και το πλαίσιο ήταν πολύ γενικά και απλώς η απόφαση, και η δυσκολία, μεταφέρθηκε για αργότερα, δηλαδή για τώρα). Οι χώρες «αποστολής μεταναστών» χωρίστηκαν σε ασφαλέστερες και λιγότερο ασφαλείς, οι διαδικασίες, για τις πρώτες, καθορίστηκαν ως το πολύ εξάμηνες, οι «θέσεις υποδοχής» πανευρωπαϊκά (αλλά με αντίκτυπο κυρίως στις «χώρες πρώτης υποδοχής») αυξήθηκαν, ένας «μηχανισμός αλληλεγγύης» (εδώ κι αν χρειάζονται εισαγωγικά) εγκαθιδρύθηκε, σύμφωνα με τον οποίο και οι «μη χώρες πρώτης υποδοχής» αναλάμβαναν, υπό την απειλή προστίμου, την υποχρέωση είτε να δεχτούν στο έδαφός τους μετανάστες είτε να πληρώσουν γι’ αυτούς. Όλα αυτά τον περασμένο Ιούνιο, ήδη με αψιμαχίες μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, κατ’ ουσίαν διατήρηση της «λογικής του Δουβλίνου» (η βασική ευθύνη στη «χώρα πρώτης υποδοχής») και μπόλικη –δικαιολογημένη- γκρίνια από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις.

Την προηγούμενη Πέμπτη στην όμορφη Γρανάδα, οι εξειδικεύσεις αυτού του έτσι κι αλλιώς εύθραυστου «πλαισίου» σκάλωσαν. Παρότι οι Γερμανοί «νέρωσαν» κάπως τις ανθρωπιστικές απαιτήσεις τους –λες και το να μην αντιμετωπίζουν οι χώρες τους μετανάστες σαν κοπάδια είναι κάτι που επιδέχεται «νέρωμα»-, η Ιταλία της Μελόνι έμεινε «έκπληκτη» και δεν μπόρεσε να αποδεχτεί δυο γερμανικές, και με ευρεία υποστήριξη, κόκκινες γραμμές: να μην παραβιάζονται ούτε σε «εξαιρετικές περιπτώσεις» τα ελάχιστα όρια προστασίας των υπό «στρατοπέδευση» μεταναστών και να μην απαγορευτεί γενικώς, όπως έχει γίνει με νόμο της κυβέρνησης Μελόνι, η χρηματοδότηση ΜΚΟ για την προστασία ή τη βοήθεια των μεταναστών. Ο αρμόδιος Ισπανός Υπουργός μπορεί να θεώρησε ότι, παρόλα αυτά, το Συμβούλιο παραμένει «κοντά σε συμφωνία», η αλήθεια όμως είναι ότι το Συμβούλιο συνεχίζει να μην μπορεί να συμφωνήσει ούτε στα βασικά.

Η χώρα μας, παρότι στην πρώτη γραμμή του πυρός (ιδίως σε μια περίοδο που ξαναπαίρνουν την ανιούσα οι αφίξεις μεταναστών και αιτούντων άσυλο και αρχίζουν και πάλι να ζορίζονται οι «δομές» στα νησιά πρώτης γραμμής, όπως η Σάμος και η Λέσβος), άρα βρίσκεται κατ’ ουσίαν εγγύτερα στην «ιταλική γραμμή», υπήρξε, προς τιμήν της κυβέρνησης, σχετικά μετριοπαθέστερη και συμβιβαστικότερη. Αυτό που δεν είναι τιμητικό για την ίδια κυβέρνηση είναι η έκβαση μιας άλλης «μάχης» που δόθηκε στο εσωτερικό της και πήρε διαστάσεις μόνον όταν αποκαλύφθηκε από τον διεθνή Τύπο.

Με δεδομένη την εισροή μεταναστών και τη βραδύτητα των διαδικασιών «ελέγχου» τους (300.000 μετανάστες αυτή τη στιγμή δεν έχουν έγγραφα ή οι άδειες παραμονής τους έχουν λήξει), και μπροστά στις ανάγκες της οικονομίας, ιδίως στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού και των κατασκευών, ο νέος Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου ανακοίνωσε και ετοιμάστηκε να εισαγάγει στο Υπουργικό Συμβούλιο μια απλή ιδέα: να νομιμοποιηθούν, υπό ειδικές διαδικασίες, αυτοί οι μετανάστες, ή μέρος τους, ώστε να απορροφηθούν στην εγχώρια παραγωγή. Τα ξένα Μέσα ενημέρωσης θεώρησαν, δικαίως και επαινετικώς, σημαντική την πρωτοβουλία και την έκαναν πρωτοσέλιδο, χωρίς όμως να ρωτήσουν τους εκπροσώπους της «Εθνικής Ελλάδος» εντός του κυβερνώντος κόμματος. Οι τελευταίοι, που δεν είναι ούτε λίγοι ούτε χωρίς ανταπόκριση στο ευρύ κοινό, εξανέστησαν και η κυβέρνηση πήρε άρον-άρον πίσω, χωρίς καν να συζητήσει, την πρόταση. Αποτέλεσμα: οι ήδη διαμένοντες στην Ελλάδα μετανάστες θα συνεχίσουν να διαμένουν παράνομα και, αν θελήσουν να δουλέψουν, θα το κάνουν επίσης παράνομα.

Αξίζει να σταθούμε στην «αιτιολογία» που έδωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος γι’ αυτή τη «στροφή» (την οποία θα μπορούσαμε άνετα να αποκαλέσουμε κωλοτούμπα, αν την ευρεσιτεχνία δεν κατείχε άλλο κόμμα): «δεν υπάρχει πρόθεση ελληνοποιήσεων», είπε, σα να μην ήξερε, ή να μην καταλάβαινε, ότι άλλο «νομιμοποιήσεις» ήδη ευρισκόμενων στην Ελλάδα και επιθυμούντων να εργαστούν μεταναστών και άλλο «ελληνοποιήσεις», δηλαδή πρόσδοση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας (που κι αυτό, φυσικά, εφόσον το ζητούσαν και πληρούσαν τους όρους του νόμου, κάθε άλλο παρά κακό πράγμα θα ήταν). Θυμίζει, ως μέθοδος, όχι μόνο Μελόνι αλλά και ελαφρώς Τραμπ.