Η Λούκα Κατσέλη, που προτείνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ για την προεδρία της Δημοκρατίας, δήλωσε σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι αν ήταν στη θέση του Τάσου Γιαννίτση, ο οποίος είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για το ύπατο πολιτικό αξίωμα και βγήκε τρίτος στις πρώτες ψηφοφορίες, θα ζητούσε να την απαλλάξουν από την ευθύνη – άρα να ψηφίσει Κατσέλη η αξιωματική αντιπολίτευση στις επερχόμενες ψηφοφορίες, στο όνομα του σχηματισμού ενός αντικυβερνητικού μετώπου.
Θα άλλαζε κάτι αν το ΠΑΣΟΚ «διέγραφε» τον κ. Γιαννίτση – η υποψηφιότητα του οποίου συνιστά και μία έμπρακτη «συγγνώμη» για τα γεγονότα του 2001 που οδήγησαν, όπως πολλοί αντιλαμβάνονται σήμερα, στο «κλείδωμα» του αδιεξόδου για το ασφαλιστικό μας σύστημα, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να φτάσουμε στην κρίση του 2009; Προφανώς, όχι – οι πάντες γνωρίζουν ότι ο Κώστας Τασούλας θα εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας στην τέταρτη εκλογή, αφού εξασφαλίζει 160 βουλευτικές ψήφους, ενώ χρειάζονται μόλις 151 και προβλέπεται (για την πλέον χαμηλή πτήση) και πέμπτη ψηφοφορία. Στην καλύτερη περίπτωση, η κυρία Κατσέλη θα λάμβανε μόλις 74 ψήφους, αλλά θέση αντιπροέδρου της Δημοκρατίας δεν προβλέπεται…
Αλλά το ζήτημα είναι άλλο: Στον ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύονται (και θα γίνει πολύ πιθανό) την επιστροφή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης – και γι’ αυτό έχουν πυκνώσει οι επαφές, αλλά και οι πιέσεις στα στελέχη της Νέας Αριστεράς, προκειμένου να ξεπεραστούν οι (μεγάλες) διαφορές και να συμφωνηθεί κάτι σαν business as usual, μετά από την αποπομπή του Κασσελάκη. Μία συγκόλληση που θα έχει αναμφίβολα τα δικά της σκαμπανεβάσματα, αν θυμηθεί κανείς τις διασπάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και τους λόγους που τις προκάλεσαν.
Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ, που βρέθηκε στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ελέω των διαδοχικών διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει να χάνει στη μάχη των δημοσκοπήσεων μήνα με τον μήνα: μπήκε σε μία συζήτηση μετεκλογικών συνεργασιών άκαιρα, τη στιγμή που ο πρόεδρός του δεν συγκέντρωνε ούτε την στήριξη του συνόλου των ψηφοφόρων του κόμματος για την πρωθυπουργία, ενώ κάποια στελέχη του έφτασαν να μιλούν ακόμα και για συγκυβέρνηση με την συμμετοχή Βαρουφάκη, κάτι που αποδιώχνει τους κεντρώους ψηφοφόρους και τοποθετεί το ΠΑΣΟΚ στην πλευρά των δημοσκοπικά χαμένων της συγκυρίας.
Για την ευρύτερη Κεντροαριστερά στη χώρα μας, οι οιωνοί δεν είναι καλοί ούτε από το διεθνές περιβάλλον: άρκεσε μία συνάντηση του Ιλον Μασκ με τον Νάιτζελ Φάρατζ – κατά τη διάρκεια της οποίας μάλιστα ο δισεκατομμυριούχος του ζήτησε να αδειάσει τη γωνιά ώστε να εκλεγεί κάποιος πιο ελκυστικός στην ηγεσία του ακροδεξιού κόμματος της Βρετανίας – πριν βγουν δημοσκοπήσεις που τον βγάζουν πρώτο στην πρόθεση ψήφου, έστω και με οριακή διαφορά από τους Εργατικούς.
Το ίδιο συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης – μοιάζει να είναι θέμα χρόνου, προτού οι ομοϊδεάτες του Τραμπ αναλάβουν την εξουσία σε όλη την Ευρώπη ή – τέλος πάντων – στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με μία σκληρή ατζέντα που θα μοιάζει με του «ιδεολογικού πατέρα» από τις ΗΠΑ.
Στη χώρα μας η ακραία Δεξιά είναι πάνω από το 20% – αλλά είναι κατακερματισμένη: Οι αρχηγοί των διάφορων σχημάτων έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους και γι’ αυτόν τον λόγο οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις νιώθουν αυτάρκεια, πιστεύοντας ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, αν προβλέπεις κενό, δεν σημαίνει ότι δεν θα βρεθεί κάποιος να το αναπληρώσει – άλλωστε, αυτός είναι ο νόμος της πολιτικής.