Τόσο οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία της Ελλάδας όσο και η έκθεση του ΔΝΤ την περασμένη εβδομάδα, αποπνέουν μια αισιοδοξία πως βαδίζουμε στον σωστό δρόμο και δεν είμαστε, πια, το προβληματικό παιδί της διεθνούς κοινότητας.

Η ΕΕ θεωρεί πως η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας θα κινηθεί σταθερά ψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού για φέτος θα φθάσει στο 2,4%, στο 2,3% το 2024 και στο 2,2% το 2025. Ακόμα, προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και αποκλιμάκωση του χρέους κατά 25% το 2025, ενώ καταγράφει τις θετικές προοπτικές στην απασχόληση και τη μείωση της ανεργίας κάτω από 10%. Αυτά είναι τα καλά νέα. Στα κακά νέα είναι η πρόβλεψη για επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Για φέτος οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για διαμόρφωση στο 4,3% και για το 2024 στο 2,8%.
Και φυσικά μιλάμε για τον γενικό πληθωρισμό, αφού αυτός που καίει τον Έλληνα καταναλωτή που στενάζει καθημερινά στα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι πολύ υψηλότερος και έχει άμεση επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών. Είναι ο υπ’ αριθμόν ένας βραχνάς της κυβέρνησης αλλά και ο πολλαπλασιαστής της γκρίνιας των πολιτών που είτε αγνοούν είτε αδιαφορούν για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών, ρίχνουν τις ευθύνες στην κυβέρνηση κι αυτό καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης.

Δεν ξέρω αν υπάρχουν τρόποι άλλοι από αυτούς που εφαρμόζει η κυβέρνηση (συμφωνίες με παραγωγούς για μειωμένες κατά 5% σε εκατοντάδες προϊόντα, σαρωτικοί έλεγχοι και πρόστιμα σε παραβάτες που παραβιάζουν το θεσμοθετημένο ποσοστό κέρδους κ.λπ.) και δεν τους εφαρμόζει. Αυτό που ξέρω, όπως και όλοι οι πολίτες, είναι πως η ακρίβεια παραμένει σε υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά το βιοτικό επίπεδο της πλειονότητας των νοικοκυριών. Τα food pass, τα επιδόματα ακρίβειας στους ευάλωτους και οι σχεδιαζόμενες αυξήσεις μισθών και συντάξεων στα όρια του γενικού πληθωρισμού προφανώς δεν μπορούν να ισοσκελίζουν την ακρίβεια στα τρόφιμα.

Από την άλλη, η επιχειρούμενη σύλληψη της φοροδιαφυγής με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο για τους αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες είναι μεν προς τη σωστή κατεύθυνση όμως όπως και σε όλες τις οριζόντιες δράσεις, σίγουρα θα αδικεί και θα πλήττει περιπτώσεις φορολογουμένων που δεν είναι σώνει και καλά φοροφυγάδες, γιατί μπορούν να έχουν άλλες πηγές εισοδημάτων νόμιμες και φορολογημένες ή να δικαιολογούν τις δαπάνες διαβίωσης από το συνολικό οικογενειακό εισόδημα ή αποταμιεύσεις προηγουμένων ετών και χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις. Επομένως, πριν από την τελική κατάθεσή του στη Βουλή ας λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται στη δημόσια διαβούλευση για να αρθούν οι ισοπεδωτικές αδικίες χωρίς φυσικά να γίνουν υποχωρήσεις εκεί που πραγματικά υπάρχει πρόβλημα φοροδιαφυγής.

Όμως το ευρύτερο πρόβλημα παραμένει και μετά το νομοσχέδιο αφ’ ης στιγμής ομολογείται πως με τον νέο νόμο για τους επαγγελματίες θα εισπραχθούν περί τα 500-600 εκατ. Την ώρα που με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος η συνολική φοροδιαφυγή αγγίζει το ιλιγγιώδες ποσό των 30 δισ.

Επομένως, το θέμα είναι πώς θα βρεθεί και πώς θα κλείσουν τα παράθυρα για τους μεγάλους φοροφυγάδες και όχι μόνο τους μικρούς, μέσα από μια οριζόντια ρύθμιση. Καλές οι ενέργειες με το πλαστικό χρήμα, τις διασυνδέσεις των ταμειακών μηχανών με την ΑΑΔΕ και τα διάφορα εργαλεία που έχουν στα χέρια τους οι ελεγκτικές αρχές από τις νέες τεχνολογίες, αλλά -δυστυχώς- οι «επαγγελματίες φοροφυγάδες» είναι πολύ μπροστά, ακόμα και από την ψηφιακή εποχή που τώρα κάνει τα πρώτα βήματά της στον δημόσιο βίο.

Και, εν κατακλείδι, μπορεί οι οικονομικοί δείκτες -όπως είπαμε στην αρχή- να παρουσιάζονται θετικοί, όμως για να διαχυθεί στην κοινωνία η ανάπτυξη και η ευημερία δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τη μεγαλύτερη σύλληψη της φοροδιαφυγής (που είναι πάνω από όλα κοινωνική αδικία έναντι των συνεπών φορολογουμένων) και τη συνεχή αύξηση του παραγόμενου εθνικού πλούτου. Το δεύτερο είναι επιτεύξιμο αν υπάρχει σχέδιο και επιμονή, ενώ για το πρώτο, τη φοροδιαφυγή, δυστυχώς θα παραμένει ένα άπιαστο όνειρο.